Όταν η Κύπρος ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τους Έλληνες και Αρμένιους Μικρασιάτες πρόσφυγες, βάσει βρετανικών εντολών, το 1922, κανείς δεν φανταζόταν ότι το καταφύγιο που τους προσέφεραν, θα ήταν διαχρονικό.
Πρόκειται για μία σχετικά άγνωστη πτυχή της Μικρασιατικής Καταστροφής, την οποία επιχείρησαν να αναδείξουν οι ομιλητές στην εκδήλωση του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού του δήμου Καλαμαριάς, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Αρμενικό Πολιτιστικό Κέντρο, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με το γενικό προξενείο της Κύπρου στη Θεσσαλονίκη, το επίτιμο προξενείο της Δημοκρατίας της Αρμενίας στη Θεσσαλονίκη και τον Αρμενικό Σύλλογο Χαμασκαΐν.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης με θέμα «Έλληνες και Αρμένιοι της Ανατολής, οι οποίοι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο», ο αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Πέτρος Παπαπολυβίου, υπογράμμισε ότι οι Βρετανοί επέτρεψαν σε πολύ λίγους Μικρασιάτες Οθωμανούς υπηκόους να καταφύγουν στην Κύπρο, επειδή δεν ήθελαν να αλλάξουν τη δημογραφική ισορροπία υπέρ των Ελλήνων.
Όπως είπε, άφησαν να εγκατασταθούν Αρμένιοι, όσοι είχαν βρετανική υπηκοότητα και αυτοί που είχαν κυπριακή καταγωγή.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Βρετανικής Διοίκησης της Κύπρου, έως τον Δεκέμβριο του 1922 έφτασαν στη Μεγαλόνησο, προερχόμενοι από τη Μικρά Ασία, περίπου 2.400 πρόσφυγες (200 Βρετανοί, 500 Αρμένιοι, 800 Μικρασιάτες κυπριακής καταγωγής και άλλοι 900 Έλληνες, Μικρασιάτες υπήκοοι).
Το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων το δέχθηκε η Λάρνακα και η παράνομα κατεχόμενη σήμερα «Σκάλα», στην οποία υπήρχε λοιμοκαθαρτήριο.
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν τελικά στην Κύπρο προέρχονταν κυρίως από περιοχές της νότιας Μικράς Ασίας (Ικόνιο, Μερσίνα, Αλλάγια, Κυλίνδρια, Αντιόχεια, Αττάλεια, Σελεύκεια, Ανεμούριο κ.α.), καθώς και από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Γεωγραφικά, φαίνεται πως οι πρόσφυγες διασκορπίστηκαν σε όλο το νησί, τόσο σε αστικά κέντρα όσο και στην ύπαιθρο, παραθαλάσσια αλλά και στην ενδοχώρα.
Σύμφωνα με τον Π. Πολυβίου, πολλοί από αυτούς αποφάσισαν να παραμείνουν στο νησί και οι απόγονοί τους έχουν επίθετα, όπως Μικρασιάτης, Αλλαγιώτης και Αταλιώτης, τα οποία μαρτυρούν την καταγωγή τους.
Πρόσθεσε, δε, ότι για τους πρόσφυγες υπήρξε παγκύπρια κινητοποίηση με εράνους και γενικά ο λαός τους αγκάλιασε με αγάπη.
«Ως Αρμένιοι δεν θα ξεχάσουμε ποτέ το ασφαλές καταφύγιο που οι αδελφοί Κύπριοι μας προσέφεραν διαχρονικά», τόνισε ο επίτιμος πρόξενος της Αρμενίας στη Θεσσαλονίκη Άκης Δαγκαζιάν.
Επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η Κύπρος ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1975, καθιέρωσε την 24η Απριλίου ως εθνική ημέρα μνήμης για την αρμενική Γενοκτονία ήδη από το 1990.
Αναφέρθηκε στο μεγαλείο των Κυπρίων που υποδέχθηκαν, φιλοξένησαν, περιέθαλψαν και διέσωσαν τους πρόσφυγες. «Αγαπητοί Κύπριοι αδελφοί σας κοιτώ κατάματα και να είστε σίγουροι ότι στο πρόσωπό σας βλέπω τα πρόσωπα του Δικαίου των Εθνών», πρόσθεσε.
Σύντομο χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε ο υφυπουργός Εσωτερικών αρμόδιος για θέματα Μακεδονίας και Θράκης Σταύρος Καλαφάτης, ο οποίος μίλησε για τον σεβασμό των Ελλήνων στον αγώνα Κυπρίων και Αρμενίων για να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυναν ο πρόξενος της Κύπρου, Κωνσταντίνος Πολυκάρπου, καθώς και οι δήμαρχοι Στροβόλου Ανδρέας Παπαχαραλάμπους και Καλαμαριάς Ιωάννης Δαρδαμανέλλης.