Άπλετο φως στα τραγικά γεγονότα της Γενοκτονίας και του ξεριζωμού των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής, στην εγκατάσταση των προσφύγων στη μητέρα Ελλάδα, αλλά και στο πώς οι τελευταίοι κατάφεραν να προκόψουν στη νέα πατρίδα, διατηρώντας ταυτόχρονα άσβεστη τη μνήμη για τις πατρογονικές τους εστίες, έριξαν διακεκριμένοι επιστήμονες κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων, στο συνεδριακό κέντρο της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης «Νικόλαος Γερμανός».
Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε, το πρωί, στο πλαίσιο της σειράς εκδηλώσεων που διοργανώνει η ΠΟΠΣ από τις αρχές του έτους με τον τίτλο «Χορεία – Ήχοι αιώνων της καθ’ ημάς Ανατολής – Μια ρίζα, τρεις πολιτισμοί (Πόντος, Μικρά Ασία, Θράκη)». Όλες οι εκδηλώσεις τελούν υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού.
Η εκδήλωση άρχισε με το χαιρετισμό της προέδρου της ΠΟΠΣ Χριστίνας Σαχινίδου και την επισήμανση ότι «ο Πόντος και η Μικρά Ασία είναι η ψυχή της ιστορίας μας, η κοινή αφετηρία του γενοκτονικού μας κώδικα. Είναι διαρκές χρέος μας η διεθνής αναγνώριση των αποτρόπαιων εγκλημάτων που διαπράχθηκαν εκείνα τα χρόνια. Η σύγχρονη Τουρκία εξακολουθεί να αρνείται τη Γενοκτονία Ποντίων και Αρμενίων αλλά υπάρχουν αποδεδειγμένα ιστορικά στοιχεία. Εμείς οι Πόντιοι θα συνεχίσουμε με το ίδιο πάθος να αναζητούμε την αλήθεια».
«Η Ελλάδα συνεχίζει να τείνει χείρα συμφιλίωσης προς την Τουρκία, με την προϋπόθεση εκείνη να ζητήσει μια συγνώμη για όσα διέπραξε», ανέφερε στο χαιρετισμό του ο εκπρόσωπος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Βενιαμίν Καρακωστάνογλου, ενώ ο εκπρόσωπος του Δήμου Θεσσαλονίκης Ερωτόκριτος Θεοτοκάτος, ανέφερε ότι «πρέπει όλοι μαζί να εργαστούμε, ώστε να υπάρξει η αναγνώριση της Γενοκτονίας των αλησμόνητων πατρίδων».
«Για εμάς δεν αρκεί μία συγνώμη»
Δεν υπάρχει καμία αλησμόνητη πατρίδα για τους Αρμένιους, αφού συνεχίζουν να διεκδικούν τα εδάφη τους που κατακτήθηκαν από τους Τούρκους, σημείωσε στο χαιρετισμό του ο εκπρόσωπος της Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής Ελλάδος Μπεντρός Χαλατζιάν, υπογραμμίζοντας ότι «για εμάς τους Αρμένιους μία συγνώμη δεν αρκεί. Οι Αρμένιοι ζητούμε να τιμωρηθεί ο τουρκικός λαός, για όσα διέπραξε σε βάθος χρόνου. Για εμάς η προσφυγιά επανήλθε, το ζούμε στο Αρτσάχ. Θέλουμε να αναδείξουμε ότι ο Τούρκος παραμένει Τούρκος», τόνισε ο Μπεντρός Χαλατζιάν.
«Εμείς οι Βλάχοι κλάψαμε, όταν διεπράχθη η αιματοβαμμένη Γενοκτονία και την καταδικάσαμε. Ενώνουμε τις δυνάμεις για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής», ανέφερε από την πλευρά του ο πρόεδρος της Διεθνούς Αμφικτυονίας Βλάχων Μιχάλης Μαγειρίας.
«Επιστημονικά συνέδρια όπως αυτό, γεμίζουν τη φαρέτρα μας με γνώση και ατράνταχτα επιχειρήματα», είπε στο χαιρετισμό του ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος Αντώνης Οραήογλου, για να προσθέσει «Μικρασιάτες, Πόντιοι, Θράκες, Βλάχοι, Αρμένιοι και άλλοι θα συνεχίσουμε να δίνουμε τον αγώνα μας. Θλίβομαι που δεν υπάρχει εκπρόσωπος της κυβέρνησης».
Τους χαιρετισμούς ολοκλήρωσε ο εκπρόσωπος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θρακικών Σωματείων Βασίλης Μαντζαρούδης, ο οποίος υπογράμμισε ότι οι Θράκες στέκονται δίπλα στους Πόντιους.
Η α’ ενότητα του επιστημονικού συνεδρίου
Πρόεδρος της πρώτης ενότητας του επιστημονικού συνεδρίου ήταν ο ιστορικός και συγγραφέας Βλάσης Αγτζίδης, που τόνισε ότι το τραύμα της Γενοκτονίας είναι ακόμα ανοιχτό και βασανίζει εκατό χρόνια μετά τον ελληνικό λαό. «Δεν έχουμε δώσει ακόμα απάντηση, γιατί οι πρόσφυγες έγιναν πρόσφυγες. Έγιναν πρόσφυγες, διότι πρωτίστως υπέστησαν μία Γενοκτονία. Οι Νεότουρκοι ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη και λίγα χρόνια μετά η Θεσσαλονίκη έγινε η πατρίδα των Ποντίων», σημείωσε ο Βλάσης Αγτζίδης.
Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο πρώτος ομιλητής και μέλος της Διεθνούς Ένωσης Μελέτης Γενοκτονιών δρ Βασίλειος Μεϊχανετσίδης. «Η προσφυγιά ενός εκατομμυρίου Ελλήνων το διάστημα 1922-1923 εντάσσεται στο πλαίσιο μιας γενοκτονικής πολιτικής, διότι εκδιώχθηκαν βιαίως. Μόνο 189.000 Έλληνες αφορούσε η ανταλλαγή των πληθυσμών», ανέφερε, μεταξύ άλλων. Ο δρ Μεϊχανετσίδης επισήμανε τις ομοιότητες και τις διαφορές στις Γενοκτονίες μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων. Όπως είπε έγιναν από τον ίδιο θύτη, έγιναν για τους ίδιους λόγους και με τους ίδιους τρόπους το διάστημα 1913-1923. Η Γενοκτονία των Αρμενίων έγινε πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα σε μόλις είκοσι μήνες, ενώ των Ελλήνων μέσα σε δέκα χρόνια και η κορύφωση των σφαγών τη διετία 1922-1923.
«Οι Τούρκοι σε βάρος των Ελλήνων έδειξαν έναν εξαιρετικό σαδισμό και μία εκτεταμένη ιεροκτονία, δηλαδή σφαγή κληρικών. Τον 11ο αιώνα, όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Μικρά Ασία μετά τη Μάχη του Μαντζικέρτ, ζούσαν εκεί 9-13 εκατομμύρια Έλληνες. Με την Ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθαν στην Ελλάδα ένα εκατομμύριο Έλληνες. Τα υπόλοιπα δώδεκα εκατομμύρια είτε σφαγιάστηκαν είτε εξισλαμίστηκαν», σημείωσε ο Βασίλειος Μεϊχανετσίδης.
Δεύτερος ομιλητής ήταν ο διευθυντής στο Μουσείο Γενοκτονίας του Ερεβάν Ασότ Μελκονιάν, ο οποίος σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι «οι τραγωδίες Ελλήνων και Αρμενίων ήταν ίδιες και έλαβαν χώρα από τους γενοκτόνους Τούρκους. Τα γεγονότα των Γενοκτονιών Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων δεν έχουν καμία ουσιαστική διαφορά. Η απώλεια εδαφών αποτελεί στην ουσία μια πατριδοκτονία», ανέφερε ο Ασότ Μελκονιάν.
Ο ίδιος είπε ακόμα ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των Αρμενίων προσφύγων βρήκε καταφύγιο στην Ελλάδα και ευχαρίστησε τη χώρα μας γι’ αυτό. «Τέτοια επιστημονικά συνέδρια προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας σε βάρος γειτονικών χωρών, όπως της Ελλάδας, της Αρμενίας, του Ιράκ και άλλων», κατέληξε ο Ασότ Μελκονιάν.
«Βίαιος και σαδιστής ο Τοπάλ Οσμάν»
Τελευταίος ομιλητής της πρώτης ενότητας του επιστημονικού συνεδρίου της ΠΟΠΣ ήταν ο ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας του Ανεξάρτητου Ελεύθερου Πανεπιστημίου της Άγκυρας Σαΐτ Τσετίνογλου, ο οποίος αφιέρωσε την ομιλία του στη μνήμη του Στέργιου Θεοδωρίδη, συλλέκτη σπάνιων αντικειμένων από τον Πόντο.
Ο Σαΐτ Τσετίνογλου ανέφερε, ξεκινώντας την ομιλία του, ότι οι ραγδαίες εκτοπίσεις και σφαγές στον Πόντο ξεκίνησαν από το 1917, όταν εμφανίστηκε ο Τοπάλ Οσμάν, με τον Τούρκο ιστορικό και συγγραφέα να προχωρεί στη συνέχεια σε μία σκιαγράφηση της προσωπικότητας του σφαγέα των Ποντίων αλλά και των αποτρόπαιων πράξεων που διέπραξε.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, στην Κερασούντα, όπου ο Τοπάλ Οσμάν διετέλεσε δήμαρχος, «δε θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι το 1922 δεν υπήρχε Πόντιος να ανταλλαγεί».
Στη συνέχεια ο Σαΐτ Τσετίνογλου αποδόμησε το μύθο ότι ο Τοπάλ Οσμάν έμεινε κουτσός, επειδή ήταν μαχητής στους Βαλκανικούς Πολέμους και ότι καταγόταν από εύπορη οικογένεια και γι’ αυτό ήταν πλούσιος. Κατά τον Τούρκο ιστορικό ερευνητή και συγγραφέα, ο Τοπάλ Οσμάν είχε ένα σκοτεινό παρελθόν. Μάλιστα, τον χαρακτήρισε ως ανεπάγγελτο, παμπόνηρο, αμόρφωτο, αδαή, βίαιο και σαδιστή, στηριζόμενος σε τουρκικές πηγές. «Ο Τοπάλ Οσμάν δολοφόνησε Τούρκο βουλευτή της Τραπεζούντας. Ήταν άνθρωπος χωρίς έλεος και γνωστός για τις θηριωδίες του σε βάρος των Ελλήνων και των Αρμενίων. Ως δήμαρχος Κερασούντας κατέλυσε κάθε νόμο και τάξη. Έβαζε τους άντρες να σκάβουν το λάκκο τους και συγκέντρωνε τον πλούτο των Ελλήνων», είπε ο Σαΐτ Τσετίνογλου.
Αγτζίδης, Χρήστου, Σαμουρκασίδης και Καμάρας στη β’ ενότητα του συνεδρίου
Πρώτος ομιλητής της δεύτερης ενότητας του επιστημονικού συνεδρίου ήταν ο Βλάσης Αγτζίδης, ο οποίος αναφέρθηκε στις διπλωματικές ενέργειες και τις στρατιωτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και το μικρασιατικό χώρο εκείνη την εποχή, τα οποία είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο ποντιακό ζήτημα και γενικότερα στη μοίρα των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής.
Όπως είπε, ο Εθνικός Διχασμός ήταν η αρχή των δεινών των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής. Είχε ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα να μην μπει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο την περίοδο 1915-1917. Την απουσία αυτή κάλυψε η Ιταλία, που ήταν πίσω από όλα τα δεινά που τράβηξε ο ελληνισμός της Σμύρνης. Σημαντική επίδραση στις εξελίξεις στον Πόντο είχε και η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, με αποτέλεσμα την απόσυρση των ρωσικού στρατού από τον ανατολικό Πόντο. Ο Βλάσης Αγτζιδης αναφέρθηκε και στο υπόμνημα Ελευθερίου Βενιζέλου προς την Αγγλία, στο οποίο έκανε λόγο για ποντιακό κράτος, αλλά ήρθαν οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και άλλαξαν τα πράγματα, αφού οι σύμμαχοι δεν ήθελαν τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο και έτσι η Ελλάδα έμεινε μόνη της.
«Το πρώτο θύμα αυτών των εκλογών ήταν ο Πόντος, ο οποίος εγκαταλείφθηκε. Ο βασιλιάς διαβεβαίωσε τους συμμάχους ότι η Ελλάδα μπορούσε να συντρίψει μόνη της τον Κεμάλ. Ήταν μια εκστρατεία πολύ καλοσχεδιασμένη. Διαβεβαιώναμε τους συμμάχους ότι θα χτυπήσουμε τον Κεμάλ και από τον Πόντο. Το αντιλήφθηκε αυτό ο Κεμάλ κι έτσι ξεκίνησε από το 1921 η σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας στον Πόντο», τόνισε ο Βλάσης Αγτζίδης.
Το λόγο πήρε στη συνέχεια ο καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Θανάσης Χρήστου, ο οποίος μίλησε για τον διακεκριμένο Έλληνα μαθηματικό και φίλο του Αϊνστάιν Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή. Όπως είπε ο Θανάσης Χρήστου, ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή ήταν εκείνος που ανέλαβε την πρωτοβουλία, με προτροπή του Ελευθερίου Βενιζέλου, να στήσει πανεπιστήμιο στην Σμύρνη αλλά και ως προσωπικός φίλος του προέδρου της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων Χένρι Μοργκεντάου, να ασχοληθεί ενεργά με το θέμα αυτό και να προσφέρει τη βοήθειά του.
Για καθιέρωση ως επίσημης εθνικής ιστορικής μνήμης της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού, μετά την αναγνώρισή της από τη Βουλή των Ελλήνων το 1994, έκανε λόγο ο ιστορικός ΜΑ Δημόσιας Ιστορίας Κωνσταντίνος Σαμουρκασίδης, Όπως είπε, μετά τον ερχομό των προσφύγων στην Ελλάδα το επίσημο ελληνικό κράτος καθιέρωσε μία πολιτική λήθης των τραγικών γεγονότων της Γενοκτονίας και της απώλειας των πατρίδων της Ανατολής.
Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα ανέφερε τη μη προώθηση του εξαιρετικού έργου του Πολυχρόνη Ενεπεκίδη για τη Γενοκτονία αλλά και την απαγόρευση του κινηματογραφικού έργου 1922 του Νίκου Κούνδουρου. Η κατάσταση, είπε, άρχισε να αλλάζει από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την ταυτόχρονη έναρξη διεκδίκησης από τον ποντιακό χώρο της αναγνώρισης της Γενοκτονίας. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια έπαιξε ο Πόντιος κοινωνιολόγος Μιχάλης Χαραλαμπίδης. Μετά από διάφορες ανεπιτυχείς προσπάθειες να ψηφιστεί η αναγνώριση της Γενοκτονίας από τη Βουλή, η υπόθεση είχε αίσιο τέλος στις 24 Φεβρουαρίου, με την καθιέρωση της 19ης Μαϊου ως Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
«Οι καλές σχέσεις δύο κρατών δεν είναι δυνατό να στηρίζονται στη λήθη, γι’ αυτό και η ελληνοτουρκική φιλία είχε σαθρά θεμέλια. Η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας δεν είναι μια πράξη εκδίκησης από εμάς. Θέλουμε να μπούνε βάσεις με αυτήν για μία νέα ειλικρινή φιλία», τόνισε ο Κωνσταντίνος Σαμουρκασίδης.
Τέλος, ο ερευνητής στο Greek Diaspora Project Αντώνης Καμάρας, αναφέρθηκε στην πορεία και τις εξελίξεις σήμερα στην ελληνική διασπορά, έχοντας ως αφετηρία το δράμα των προσφύγων από την καθ’ ημάς Ανατολή, το διάστημα 1922-1923. Ο ίδιος ανέφερε και χαρακτηριστικά παραδείγματα, για το πώς επηρεάστηκε και επηρεάζεται η ελληνική διασπορά σε διάφορα μέρη του κόσμου από μεγάλες γεωπολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Ο Αντώνης Καμάρας έκανε λόγο και για προσπάθειες που γίνονται για επαναπατρισμό μέρους της ελληνικής διασποράς, νέων που εγκατέλειψαν τη χώρα κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης
- To pontosnews.gr ήταν χορηγός επικοινωνίας του επιστημονικού συνεδρίου.