Το 2025 θα μπορούσαμε ίσως να το χαρακτηρίσουμε «Έτος ποντιακού θεάτρου», καθώς πέρα από τα περιφερειακά φεστιβάλ που διεξάγονται κάθε χρόνο, φέτος έχουμε και δύο πανελλαδικά – ένα εν εξελίξει (το 1ο Πανελλαδικό Φεστιβάλ Ποντιακού Θεάτρου της ΠΟΕ) και ένα προ των πυλών (το 1ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Θεάτρου στην Ποντιακή Διάλεκτο, από το Δήμο Εορδαίας σε συνεργασία με τον ΣΠΟΣ Δυτικής Μακεδονίας & Ηπείρου και την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας).
Ο πλούτος του ποντιακού θεάτρου είναι τεράστιος και εν πολλοίς ανεξερεύνητος, οπότε αυτές οι δύο μεγάλες διοργανώσεις σίγουρα συμβάλλουν στη γνωριμία του κοινού με αυτόν.
Όπως έγραφε ο σπουδαίος μελετητής του ποντιακού πολιτισμού Ι.Τ. Παμπούκης (Ιορδάνης Βαμβακίδης) στο περιοδικό Διαβάζω, συγκρίνοντας το ποντιακό θέατρο με το κρητικό (βλ. Ερωτόκριτος, Κατσούρμπος κτλ.):
Ποια ήταν όμως η απαρχή του ποντιακού θεάτρου; Σε αυτό το θέμα συμφωνούν απόλυτα ο Ι.Τ. Παμπούκης με τον μεγάλο Πόντιο θεατράνθρωπο Ερμή Μουρατίδη.
Θεμελιωτής του ποντιακού θεάτρου ήταν ο Ιωάννης Γ. Βαλαβάνης.
Στο ίδιο τεύχος του περ. Διαβάζω (αρ. 74, 27/7/1982 – αφιέρωμα στον μικρασιατικό ελληνισμό) έγραφε ο Παμπούκης:
Και ο Ερμής Μουρατίδης, στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, υπογράφει το σχετικό λήμμα, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο:
Βαλαβάνης, Ιωάννης Γ. (1830-1899). Ο πατέρας του ποντιακού θεάτρου. Το θεατρικό του έργο Ειμαρμένης παίγνια1 – Κωμωδία εις πέντε μέρη μετά προλόγου, σε ποντιακή και καθαρεύουσα, σε δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, είναι το πρώτο ποντιακό θεατρικό έργο που τυπώθηκε. Το αφιερώνει «τω σεβαστώ μοι Καθηγητή Κ.Π. Ρομπότη». Έγραψε επίσης και μια μονόπρακτη σκηνή, Το σουτζούκι, έμμετρη, παχνιδιάρικη.2
Ο Ι. Βαλαβάνης είναι επιπλέον ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη μελέτη της ποντιακής διαλέκτου και της λαογραφίας.
Γεννήθηκε στην Κερασούντα το 1830, από πατέρα που επαγγελλόταν τον πρακτικό γιατρό. Τις πρώτες σπουδές του έκανε στο σχολείο της πατρίδας του και αργότερα φοίτησε στο Φροντιστήριον Τραπεζούντος. Μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε δάσκαλος στην πατρίδα του και ύστερα στην Τραπεζούντα.
Το 1861 ήρθε στην Αθήνα για τέσσερα χρόνια, όπου συμπλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές και ξαναγυρνώντας στην Κερασούντα δίδαξε εκεί για ένα διάστημα.
Ξανάρθε στην Αθήνα, μεσήλικας πια, και επιδιώκοντας την ανώτερη μόρφωση, γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του Εθνικού Καπποδιστριακού Πανεπιστημίου. Στο διάστημα της φοίτησής του στο πανεπιστήμιο εργάστηκε ως υπάλληλος στο υπουργείο Παιδείας κι έπειτα στο υπουργείο των Οικονομικών, συντηρώντας τον εαυτό του και στέλνοντας χρήματα στην οικογένειά του, στην Κερασούντα.
Το 1880 έδωσε τις πτυχιακές του εξετάσεις. Έπειτα έφυγε για τον Πόντο, όπου διορίστηκε καθηγητής των Ελληνικών στο Αμερικανικό Κολέγιο της Μερζιφούντας.
Δύο χρόνια μετά πήγε στο ημιγυμνάσιο της Αμισού, όπου δίδαξε για πολλά χρόνια. Ξαναγύρισε υστερότερα στην Ελλάδα και κατά τα έτη 1892-93 διεύθυνε το ελληνικό σχολείο Μεγάρων, όπου άφησε θαυμάσιες αναμνήσεις με τη διδασκαλία του και το ήθος του.
Το 1896 επέστρεψε στην Κερασούντα, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του, το 1899.
Ο Ιωάννης Γ. Βαλαβάνης έθεσε σκοπό της ζωής του τη μελέτη της διαλέκτου και των εθίμων του Πόντου και κυρίως της Κερασούντας. Περιόδευε σε πόλεις και χωριά, έμπαινε σε σπίτια, εργαστήρια, βιοτεχνίες μαζεύοντας το γλωσσικό και λαογραφικό υλικό του.
Συγκέντρωσε και αποθησαύρισε λέξεις, παραμύθια, παροιμίες, άσματα (τραγούδια), αινίγματα, έθιμα, προλήψεις, δεισιδαιμονίες, παιχνίδια, θέματα σχετικά με την οικιακή βιοτεχνία, την ιατρική κτλ.
Κατέγραψε το γλωσσικό υλικό όπως ακριβώς το άκουγε από το στόμα του λαού, φωνητικά αναλλοίωτο.
«Από απόψεως φωνητικής και γραμματικής ο Βαλαβάνης διέστειλε σαφώς τα ιδιώματα της Ποντιακής διαλέκτου, τούτο δε μαζί με πολλάς επιτυχείς ερμηνείας των ιδιωματικών λέξεων αποτελεί το επιστημονικόν μέρος της ογκώδους γλωσσικής συλλογής του. Το 1880 υπέβαλε ο Βαλαβάνης τα “Ζώντα μνημεία τής ανά τον Πόντον ιδιωτικής” εις τον γλωσσικόν διαγωνισμόν του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως και επήρε το πρώτον βραβείον από ογδόντα λίρας Τουρκίας, ποσόν πολλού λόγου άξιον εις την εποχήν εκείνην. Και εις τους γλωσσικούς διαγωνισμούς του εν Αθήναις Συλλόγου Κοραή εβραβεύοντο αι συλλογαί του» (Ανθ. Α. Παπαδόπουλος, Αρχείον Πόντου τ. 3, σελ. 231).