Ο κατά κόσμον Αλέξανδρος Αποστολίδης γεννήθηκε στη Βέροια στις 21 Οκτωβρίου 1963, και μεγάλωσε στη Νάουσα. Με καταγωγή 100% ποντιακή (από την Αργυρούπολη και την Τραπεζούντα), και μακρινός απόγονος του Ματθαίου Κωφίδη, η πορεία της ζωής του ήταν λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη.
Την ορθόδοξη ευσέβεια της Ρωμιοσύνης, όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο pontosnews.gr, την είχε διδαχτεί από την Κρωμναία προγιαγιά του Ελένη Κωφίδου-Σιαμανίδου.
Από την Γ’ Γυμνασίου φοίτησε στο Εκκλησιαστικό Σχολείο της Λαμίας, κι εκεί μπήκαν οι βάσεις που τον οδήγησαν στην ιεροσύνη, καθώς συνδέθηκε με δύο ξεχωριστές μορφές κληρικών. Τον αρχιμανδρίτη και ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγάθωνος, Γερμανό Δημάκο, τον περίφημο παπά-Ανυπόμονο –ιερέα των Μαυροσκούφηδων του Άρη Βελουχιώτη–, και τον αγιασμένο γέροντα Βησσαρίωνα Κορκολιάκο, επίσης της μονής Αγάθωνος, του οποίου το σκήνωμα κατά την ανακομιδή ευρέθη άφθαρτο.
Σημαντικό ρόλο για την πνευματική του κατάρτιση διαδραμάτισε επίσης η σχέση του με το Άγιον Όρος από τη Β’ Γυμνασίου, ιδιαίτερα με τις Ιερές Μονές Διονυσίου και Αγίου Παύλου.
Διάκονος χειροτονήθηκε λίγο πριν γίνει 20 ετών. Στη συνέχεια, πρεσβύτερος στον Μητροπολιτικό Ναό των Αγίων Αποστόλων Βεροίας, από τον τότε μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης Παύλο, ο οποίος του έδωσε και το όνομά του. Διετέλεσε εφημέριος του ναού Οσίου Αντωνίου, πολιούχου της Βέροιας.
Το 1991 εξελέγη ηγούμενος της Μονής Παναγίας Σουμελά και αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ομώνυμου ιδρύματος.
Μέσα από αφηγήσεις σφυρηλατήθηκε η αγάπη για τον Πόντο
Η αγάπη του για την ιστορία και την παράδοση του ελληνισμού του Ευξείνου Πόντου και η σχέση του με αυτές σφυρηλατήθηκαν, όπως έλεγε, από τις αφηγήσεις των γιαγιάδων του, αλλά ιδιαίτερα της προγιαγιάς του, την οποία ακολουθούσε στα σπίτια συμπατριωτών του, όπου στα παρακάθια άκουγε διηγήσεις για την πατρίδα και για τα τραγικά γεγονότα της ιστορίας των Ποντίων και για την έξοδο από τις πατρογονικές τους εστίες.
Μετά τον ξεριζωμό και την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα, η οικογένεια του πατέρα του εγκαταστάθηκε στη Ραχιά Βέροιας και αυτή της μητέρας του στη Νάουσα.
Ύστερα ήρθαν οι επισκέψεις στην Παναγία Σουμελά μέσα από την Εύξεινο Λέσχη Ποντίων Νάουσας, κυρίως στα Εννιάμερα της Παναγίας, ενώ από παιδί τον συνέπαιρνε ο ήχος της κεμεντζέ.
Για την ποντιακή διάλεκτο, μας είχε πει: «Έμπαινα στο πάπλωμα της γιαγιάς μου και ακούγαμε τη ραδιοφωνική εκπομπή “Ποντιακοί Αντίλαλοι” του Στάθη Ευσταθιάδη. Ήταν ένα μάθημα για μένα. Επίσης, η γιαγιά μου ήταν συνδρομητής της Ποντιακής Εστίας του Φίλωνα Κτενίδη, και στο υπόγειο του σπιτιού μας είχαμε πολλά τεύχη της. Διάβαζα πολύ τα ευθυμογραφήματα του “Βέβαια” και της “Στοφορίνας”. Τα διάβαζα εκφώνως κι έτσι απέκτησα επαφές με την ποντιακή διάλεκτο, την οποία καλλιέργησα ενσυνείδητα. […] Με όλα αυτά, σιγά-σιγά καλλιέργησα την ποντιακή λαλιά και μέσα από τις διηγήσεις μυήθηκα στην ιστορία του Πόντου».
Με τη βοήθεια της άλλης γιαγιάς του, από τη Ραχιά, μυήθηκε και στην αγροτική ζωή με τον τρόπο των Ποντίων. Όταν επισκεπτόταν την περιοχή, τριγυρνούσε στα χωράφια, έβλεπε τις αγελάδες και μάθαινε για το δουρβάν’ και το ξυλάγγ’.
Το πλούσιο συγγραφικό και εκδοτικό έργο του
Στον ποντιακό ελληνισμό είναι αφιερωμένο πολύ μεγάλο μέρος του συγγραφικού και εκδοτικού έργου του μακαριστού μητροπολίτη Παύλου. Κάθε έργο του αποτέλεσε ένα ακόμα λιθαράκι ώστε να αναδειχθούν περαιτέρω άγνωστες, σε πολλούς, πτυχές της ιστορίας, της παράδοσης, αλλά και της θρησκευτικής κληρονομιάς του Πόντου.
Από τα χρόνια ακόμα της ηγουμενίας του στην Παναγία Σουμελά, έγραψε τη μεταπτυχιακή του εργασία για τη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ με τίτλο «Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης. Η Αρχιερατεία του στην Τραπεζούντα».
Το 2002 κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή, με θέμα «Η Μητρόπολη Ροδοπόλεως – Το Ζήτημα των Εξαρχειών του Πόντου», η οποία εγκρίθηκε παμψηφεί με άριστα.
Είχε επίσης γράψει μονογραφία για τη Σίμικλη Χαλδίας και την ιστορία της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Χαλιναρά της Χάρσερας Χαλδίας, και είχε συνδράμει στην έκδοση πολλών έργων Πόντιων συγγραφέων και διανοουμένων.
Η άποψή του για το ρόλο της Εκκλησίας ως προς την αναγνώριση της Γενοκτονίας – Η θλίψη του για τον κερματισμό του ποντιακού χώρου
Ο μακαριστός πίστευε ότι η διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είχε κάνει κάτι ουσιαστικό για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού,, παρόλο που θα μπορούσε: «Όλοι θα πρέπει να πέσουν πάνω στις ελληνικές κυβερνήσεις για το θέμα αυτό, διότι κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους. […]. Δυστυχώς, το ελληνικό κράτος σαμποτάρει την υπόθεση αυτή ή τη χρησιμοποιεί κατά το δοκούν, όταν οι περιστάσεις ευνοούν. […]»
Παράλληλα, εξέφραζε και τη θλίψη του για το γεγονός ότι δεν υπάρχει ενότητα στον οργανωμένο ποντιακό χώρο «[…] υποτίθεται ότι όλοι αγωνιζόμαστε για έναν ιερό σκοπό, ο οποίος, όμως, φαλκιδεύεται στις προσωπικές επιδιώξεις, την αρχομανία και την ιδιοτέλεια. Για να επιτευχθεί η ενότητα, χρειάζονται ανιδιοτελείς εργάτες της ποντιακής παράδοσης».
Ο λέων του Πόντου, όπως τον είχαν ονομάσει λόγω της φλογερής του στάσης στα ποντιακά ζητήματα, άφησε την τελευταία του πνοή από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου σε ηλικία 59 ετών, στις 2 Μαΐου 2022.