Για πάνω από μια δεκαετία τρία χειρόγραφα που χρονολογούνται στον 16ο και 17ο αιώνα και προέρχονται από την Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας Εικοσιφοινίσσης μάζευαν… σκόνη, ξεχασμένα σε ένα γραφείο του οίκου δημοπρασιών Swann Auction Galleries στο Μανχάταν. Βρέθηκαν μόνο και μόνο επειδή το γραφείο επρόκειτο να ανακαινιστεί!
Σύμφωνα με τους New York Times, το 2008 ο οίκος δημοπρασιών πούλησε τα χειρόγραφα σε έναν έμπορο αρχαιοτήτων. Δύο χρόνια αργότερα επιστράφηκαν από τον αγοραστή, καθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενδεχομένως να ήταν προϊόντα λεηλασίας.
Ο έμπορος αποζημιώθηκε, αλλά οι οίκος δημοπρασιών δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με τον «κάτοχο» των κειμηλίων. Έτσι αυτά παρέμειναν ξεχασμένα, μέχρι πριν από λίγο καιρό. Τώρα θα επιστρέψουν εκεί όπου ανήκουν, στην ιστορική μονή στο Παγγαίο όρος, η οποία λεηλατήθηκε από Βούλγαρους στρατιώτες το 1917.
Την περασμένη Παρασκευή, κατά τη διάρκεια ειδικής εκδήλωσης στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Σημείο Μηδέν, η ειδική στα χειρόγραφα του οίκου Swann Auction Galleries Ντέβον Ίστλαντ παρέδωσε στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ελπιδοφόρο τα πολύτιμα αντικείμενα. Το παρών έδωσε και ο βοηθός εισαγγελέα Μάθιου Μπογδάνος, ο οποίος πρόκειται να ασκήσει διώξεις αφού πρόκειται για αντικείμενα που εμπίπτουν στο νόμο για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Τα τρία χειρόγραφα –ένα εκ των οποίων περιλαμβάνει τα ονόματα μοναχών και δωρητών– θα παραδοθούν στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και στη συνέχεια θα μεταφερθούν στο μοναστήρι. «Είναι ευλογία για τη μοναστική κοινότητα να βλέπει να επιστρέφουν σιγά-σιγά όσα ανήκουν στη βιβλιοθήκη της» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής.
Μιλώντας στους New York Times, η Λεϊλά Αμινεντόλεχ, νομικός που ειδικεύεται στο Δίκαιο της τέχνης και της πολιτιστικής κληρονομιάς, εξήγησε ότι οι συστηματικές λεηλασίες που έγιναν κατά τον Β’ Παγκόσμιο πολλές φορές επισκιάζουν ότι γεγονός ότι στρατιώτες δεν έκλεψαν μόνο κατόπιν εντολών, αλλά επειδή βρήκαν την ευκαιρία. Όπως εξήγησε, αυτή είναι η περίπτωση της βιβλιοθήκης της Παναγίας Εικοσιφοινίσσης.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα· μέχρι τον 18ο η συλλογή του είχε περίπου 1.300 τόμους. Τέσσερις ημέρες μετά τη λεηλασία από τους Βούλγαρους, τοπικός αξιωματούχος με επιστολή του προς την Ελληνική Αντιπροσωπεία Εξωτερικών Υποθέσεων της Σόφιας ενημέρωνε ότι περίπου 60 άνδρες επιτέθηκαν και ότι χρησιμοποίησαν 24 μουλάρια για τα λάφυρα. Εκτιμάται ότι έχουν κλαπεί σχεδόν 900 κειμήλια.
Το 2018 ο γενικός σύμβουλος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής Γιώργος Τσουγκαράκης μήνυσε το Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Η δίκη είναι σε εξέλιξη και αφορά χειρόγραφα για τα οποία το εκπαιδευτικό ίδρυμα αρνείται ότι είναι προϊόντα λεηλασίας. Τα τελευταία χρόνια στο μοναστήρι έχουν επιστρέψει κειμήλια που βρίσκονταν στο Μουσείο της Βίβλου στην Ουάσινγκτον και στη Λουθηριανή Θεολογική Σχολή του Σικάγου.
Το 2021 η Βιβλιοθήκη και το Μουσείο Μόργκαν στη Νέα Υόρκη ανακοίνωσαν ότι συμφώνησαν να παραχωρήσουν ως δάνειο ένα χειρόγραφο του 12ου που έγινε δωρεά στο ίδρυμα το 1926 και το οποίο διεκδικείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.