Ο Γιάννης Τσαρούχης τη θεωρούσε συνάδελφό του, μια ζωγράφο δηλαδή σαν και αυτόν, μια γνήσια καλλιτέχνη που όμως «εργάστηκε με τη φωτογραφική της μηχανή» και όχι με πινέλα όπως ο ίδιος. O Έλληνας κροίσος Αριστοτέλης Ωνάσης την είχε επιλέξει για να διακοσμήσει κάθε γωνιά του πρώτου του τάνκερ, βάζοντας παντού φωτογραφίες της από τα ελληνικά τοπία, για να του θυμίζουν όπου και αν ήταν την αγαπημένη του Ελλάδα.
Οι παραπάνω ιστορίες είναι μόνο ψήγματα από τη ζωή της μεγάλης κυρίας της ελληνικής φωτογραφίας, της Nelly’s, της κατά κόσμον Έλλης Σουγιουλτζούγλου-Σεραΐδάρη, το έργο της οποίας βρίσκεται στο επίκεντρο μιας μεγάλης αναδρομικής έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη.
Και ποιος δεν είχε φωτογραφηθεί από τα μαγικά της χέρια; Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής, Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωστής Παλαμάς, Σοφία Βέμπο, Δημήτρης Μητρόπουλος, ο γιατρός Δημήτρης Παπανικολάου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, ο Αλέξανδρος Ιόλας, η Τίνα Λιβανού, ο Αλέξανδρος Ωνάσης, αλλά και δεκάδες ακόμη μέλη εφοπλιστικών οικογενειών και της αθηναϊκής καλής κοινωνίας του περασμένου αιώνα, Έλληνες και ξένοι ηθοποιοί, καθώς και πολλοί ακόμη καλλιτέχνες πόζαραν στο φακό της, δίνοντας μας αυτά τα τόσο ξεχωριστά και ιδιαίτερα πορτρέτα της που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα στην Ιστορία της παγκόσμιας φωτογραφίας.
Και μπορεί τα στουντιακά πορτρέτα της να ήταν η σταθερή και μόνιμη απασχόληση της Μικρασιάτισσας φωτογράφου, όμως η μεγάλη της αγάπη, αλλά και ο λόγος που τόσο λατρεύτηκε στα πέρατα της γης, ήταν η αποτύπωση του ελληνικού τόπου. Ενός τόπου στον οποίο αφιερώθηκε από τα νεανικά της ακόμη χρόνια, όταν στα πρώτα της βήματα ως φωτογράφος και στο πλαίσιο των Πρώτων Δελφικών Εορτών (μέσα της δεκαετίας του 1920) βρέθηκε στην ελληνική περιφέρεια, τραβώντας τόσο δυνατές εικόνες που της ανατέθηκε η τουριστική προβολή της χώρας από το τότε υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού.
Η χρονική συγκυρία της έκθεσης μόνο τυχαία δεν είναι, αφού η παρουσίαση συμπίπτει με τη συμπλήρωση των 20 χρόνων από το θάνατο της φωτογράφου αλλά και των 40 ετών από την δημιουργία των φωτογραφικών αρχείων του Μουσείου Μπενάκη, στα οποία έχει περιέλθει η καλλιτεχνική παρακαταθήκη της Nelly’s. (Στην παρούσα έκθεση και στις εκδόσεις του Μουσείου έχουν επιλεγεί δυο τρόποι γραφής του ονόματός της, Νέλλη και Nelly’s).
Η δωρεά της προς τον πολιτιστικό οργανισμό έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, και περιλαμβάνει 50.000 αρνητικά και διαφάνειες, 20.000 πρωτότυπες εκτυπώσεις, κινηματογραφικές ταινίες και βιντεοσκοπημένες τηλεοπτικές εκπομπές, αλληλογραφία και προσωπικά έγγραφα της που καλύπτουν το διάστημα από το 1923 έως και το 1989.
Σε αυτά υπάρχουν ακόμη οι φωτογραφικές της μηχανές με τα εξαρτήματά τους, όπως και ο εξοπλισμός της από τους σκοτεινούς θαλάμους που διατηρούσε στα στούντιο της σε Αθήνα και Νέα Υόρκη.
Η παρουσίαση του πολυδιάστατου έργου της Νέλλης επιχειρείται με άξονες τις τρεις πόλεις στις οποίες διαμόρφωσε το φωτογραφικό της βλέμμα: Δρέσδη, Αθήνα, Νέα Υόρκη. Με σχεδόν 350 φωτογραφίες επιλεγμένες από το ογκώδες αρχείο της καταβάλλεται προσπάθεια να εκπροσωπηθούν οι διαφορετικές αισθητικές τάσεις που υιοθέτησε κατά τη διάρκεια των 45 χρόνων της ενασχόλησής της με το μέσο, αλλά και οι πολυάριθμες τεχνικές ασπρόμαυρης και έγχρωμης φωτογραφίας με τις οποίες πειραματίστηκε.
Αφηγηματική αφετηρία της έκθεσης είναι τα χρόνια των σπουδών της στη Δρέσδη (1920-1923), εκεί όπου η Νέλλη μαθήτευσε στο πλευρό των σπουδαίων Γερμανών φωτογράφων Hugo Erfburth και Franz Fiedler, και γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγο της, τον ταλαντούχο πιανίστα, τον αγαπημένο της Άγγελο Σεραΐδάρη.
Κόρη του Έλληνα εμπόρου Χρήστου Σουγιουλτζόγλου, η Έλλη (το καλλιτεχνικό Nelly΄s υιοθετήθηκε το 1924) γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, το 1899. Τα τραγικά γεγονότα που βίωσε στα πρώτα χρόνια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου και η ολοκληρωτική καταστροφή των επιχειρήσεων του πατέρα της, ανάγκασε την οικογένειά της να φύγει από το Αϊδίνι και να εγκατασταθεί για λίγο στη Σμύρνη. Ως καλλιτεχνικά ανήσυχη φύση, η Νέλλη έπεισε τον πατέρα της να συνοδεύσει τον μικρότερο αδερφό της στη Δρέσδη όπου διέμενε ο οικογενειακός τους φίλος και γενικός πρόξενος της Ελλάδας Ιωάννης Μίλλερ, για να κυνηγήσει το μεγάλο της όνειρο και να σπουδάσει.
Στην πρώτη ενότητα της έκθεσης ο επισκέπτης θα δει δείγματα από τις σπουδές της στο πορτρέτο αλλά και τη φωτογραφία χορού και γυμνού. Η Νέλλη έδειξε από νωρίς το ενδιαφέρον της στην εκφραστική δύναμη που κρύβει η ανθρώπινη κίνηση, ενδιαφέρον που αποτυπώθηκε σε μοναδικά φωτογραφικά ντοκουμέντα όπου χορευτές και χορεύτριες απαθανατίστηκαν μοιάζοντας σαν να αιωρούνται στον αέρα. Όπως η φωτογραφία με τη χορεύτρια από τη σχολή της Mary Wigman, την οποία τράβηξε η δημιουργός την περίοδο 1922-1923 στη Σαξονική Ελβετία και αποτελεί μέρος από ένα σύνολο αξιομνημόνευτων λήψεων στις οποίες διακρίνει κανείς τη φωτογραφική της διαίσθηση.
Η δεύτερη θεματική ενότητα της έκθεσης ακολουθεί την άφιξή της στην Αθήνα (1924-1939) και τη δυναμική της παρουσία στα φωτογραφικά δρώμενα της πόλης. Η νεαρή φωτογράφος με τον ερχομό της στην πρωτεύουσα «έστησε» το ατελιέ της στην οδό Ερμού και μέσα σε λίγο καιρό η δουλειά και τα πορτρέτα της έγιναν περιζήτητα στην αστική Αθήνα της εποχής. Οι εικόνες της δεν ήταν απλώς λήψεις, αλλά ψυχογραφήματα στα οποία καθρεφτιζόταν όλη η ψυχολογία του μοντέλου. Η Νέλλη επικεντρωνόταν στα μάτια τους και έστηνε κατά τέτοιο τρόπο τους εικονιζόμενους, ώστε οι πόζες τους να φαίνονται αυθόρμητες.
Από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής της ενασχόλησης με τη φωτογραφία προέρχεται και η εμβληματική σειρά φωτογραφιών της με πρωταγωνίστρια την πρίμα μπαλαρίνα Mona Paiva στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Η χορεύτρια της Opera Comique του Παρισιού βρέθηκε στην Αθήνα για μια σειρά παραστάσεων και η Nelly’s ενθουσιάστηκε τόσο από την παρουσία της που της πρότεινε να ανέβουν στην Ακρόπολη για να την φωτογραφίσει. Με τις απαραίτητες άδειες, ανέβηκαν και την απαθανάτισε να χορεύει –γυμνή– ανάμεσα στα μνημεία.
Οι λήψεις δημοσιεύτηκαν στον Τύπο της εποχής αναστατώνοντας τη συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία του Μεσοπολέμου – αρκετοί κατηγόρησαν τη φωτογράφο για βεβήλωση του μνημείου. Σχεδόν 5 χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1930, η Νέλλη επέστρεψε στην Ακρόπολη με τη Ρωσίδα χορεύτρια Elisaveta (Lila) Nikolska, για μια φωτογράφιση που συγκαταλέγεται ανάμεσα στις ωραιότερες των εποχών.
Το 1949 την πόρτα του φωτογραφείου της πέρασε ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Ήθελε να διακοσμήσει το πλοίο του Olympic Torch και ανέθεσε στη Nelly’s τις φωτογραφίες που θα έβαζε στα σαλόνια και στις καμπίνες. Εκείνη του πρότεινε να χρησιμοποιηθούν σε αυτό και κάποια διακοσμητικά της κεραμικά, πρόταση που αποδέχθηκε, βάζοντας έτσι τις βάσεις για μια δυνατή συνεργασία που κράτησε 10 ολόκληρα χρόνια. Στο πλαίσιο της συνεργασίας τους αυτής η Νέλλη ανέλαβε και τη φωτογράφιση και άλλων εκδηλώσεων του.
Η τρίτη και τελευταία ενότητα της έκθεσης είναι αφιερωμένη στο έργο της στη Νέα Υόρκη από το 1939 έως το 1966. Πρόκειται για το λιγότερο γνωστό τμήμα της δουλειάς της, παρά το γεγονός ότι έζησε και εργάστηκε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού για 27 χρόνια.
Η Νέλλη στα 40 της αποφάσισε να αφήσει την επιτυχημένη επιχείρησή της στην αθηναϊκή πρωτεύουσα και να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στον άγνωστο σε εκείνη χώρο της αμερικανικής φωτογραφίας. Μάλιστα, όπως είχε και η ίδια πει, τα πρώτα χρόνια παραμονής στην Αμερική ήταν ιδιαιτέρως δύσκολα λόγω της μειωμένης πελατείας, ενώ έκανε πολλές και διαφορετικές φωτογραφικές δουλειές για να βγάλει τα προς το ζην.
Η πιο συχνή της εργασία κατά την διάρκεια των σχεδόν τριών δεκαετιών στην Αμερική ήταν η φωτογράφηση θρησκευτικών τελετών και άλλων εκδηλώσεων, καταφέρνοντας να καταγράψει μέσα από το έργο της τις σχέσεις των Ελλήνων της Αμερικής με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το 1965 η απόφαση του ιδιοκτήτη του στούντιο στο οποίο είχε στήσει την επιχείρησή της στη Νέα Υόρκη να το πουλήσει έβαλε φρένο στη φωτογραφική της δραστηριότητα στην Αμερική.
Χωρίς να έχει τη διάθεση να ξεκινήσει από την αρχή, αποφάσισαν με τον σύζυγό της να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να εγκατασταθούν στο πατρικό της στη Νέα Σμύρνη, όπου έζησε για αρκετά χρόνια μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Έως το 1975, οπότε μια σειρά από δημοσιεύματα την έφεραν ξανά στο προσκήνιο δίνοντας τη δυνατότητα στο κοινό της Μεταπολίτευσης να την ανακαλύψει εκ νέου. Αφιερώματα, εκθέσεις, εκπομπές, φωτογραφικές εκδόσεις έδωσαν στη Νέλλη φήμη, σε τέτοιο βαθμό ώστε έως το θάνατό της το 1998 είχε συζητηθεί περισσότερο από κάθε άλλο συνάδελφό της.
Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη ολοκληρώνεται με μια μικρή παρουσίαση των ζωγραφικών της έργων σε πορσελάνη, μια δραστηριότητα που ανέπτυξε παράλληλα με τη φωτογραφική της καριέρα κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Αμερική. Τέλος, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις που παραχώρησε η δημιουργός, στον σκηνοθέτη Γιώργο Σγουράκη το 1994 για την εκπομπή Μονόγραμμα. Προβάλλονται επίσης και δύο ταινίες ψηφιοποιημένες από το υλικό που φυλάσσεται στο αρχείο της, ενδεικτικές των πρώτων πειραματισμών της με την κινηματογραφική λήψη.
Η αναδρομική έκθεση «Nelly’s» φιλοξενείται στο κτήριο του Μουσείου Μπενάκη, στην Πειραιώς 138. Θα διαρκέσει μέχρι και τις 23 Ιουλίου.