Δεν έφθανε ο πόλεμος στην Ουκρανία –τον οποίο, ευσχήμως, προκάλεσαν οι ΗΠΑ και έπεσε στην παγίδα τους η Ρωσία–, «άνοιξε» και το Σουδάν που απειλεί να συμπαρασύρει στη δίνη του μια σειρά χωρών της περιοχής, σε μια μακροχρόνια αντιπαράθεση από αυτές τις, διαρκώς, ανοικτές πληγές ανά τον κόσμο.
Το Σουδάν μπορεί να αποδειχθεί το φυτίλι που θα ανάψει τη φωτιά στην αφρικανική ήπειρο, μια φωτιά που ήδη καίει αλλά μπορεί να λάβει ενεργότερα, εντονότερα και επικινδυνότερα χαρακτηριστικά.
Τη Ρωσία τη συμφέρει να ανοίξει ένα άλλο μέτωπο με τις ΗΠΑ πέραν του ουκρανικού και η Αφρική, μέσω Σουδάν, προσφέρεται. Το διακύβευμα δεν ήταν –που ήταν και αυτό– μόνο η ασφάλεια της Ρωσίας. Η υπερβολική, δηλαδή, αίσθηση της Μόσχας ότι κινδυνεύει από τη γειτνίαση με τη Δύση.
Το σημαντικότερο διακύβευμα ήταν η σύγκλιση με τη Γερμανία, την πρόοδο της οποίας διέκοψε ο πόλεμος. Αυτή είναι η νίκη που πέτυχαν οι ΗΠΑ, μια νίκη που δίνει τα περιθώρια να αναζητήσουν διπλωματική διευθέτηση της πολεμικής κρίσης.
Τα κράτη, όταν αποτελούν παγκόσμιες δυνάμεις, έχουν μια τάση συνεχούς επιβεβαίωσης της κυριαρχίας τους. Και έναν συνεχή ανταγωνισμό. Οι δύο δυνάμεις που από το 1945 ως σήμερα ανταγωνίζονται με διάφορες μορφές είναι οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Η μία, φοβάται την άλλη.
Το μεγάλο ζητούμενο για τη Ρωσία ήταν και είναι να προστατεύσει την ασφάλεια της χώρας και να βγει στις θερμές θάλασσες.
Το πιο φιλόδοξο όραμα, να ελέγξει τα παράλια της Ευρασίας, να αποκτήσει πόρους, να δημιουργήσει ένα ισχυρό ναυτικό και να κυριαρχήσει στις θάλασσες. Ελέγχοντας την «καρδιά της Ευρασίας,» κατά τη θεωρία του Mackinder (βασικό μέρος της «καρδιάς» είναι η ίδια η Ρωσία) και αποκτώντας ισχυρή ναυτική παρουσία, η Ρωσία γίνεται παγκόσμια δύναμη.
Για να διαρρήξει, όμως, τον αποκλεισμό που της έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ (η περίφημη Rimland του Spykman) ο μόνος τρόπος ήταν μέσω της συνεργασίας με την Γερμανία. Η συνεργασία Ρωσίας-Γερμανίας αποτελούσε πρόταση του Γερμανού γεωπολιτικού Karl Haushofer (1869-1946) ο οποίος επηρέασε τη γεωπολιτική σκέψη των ναζιστών και ήταν αυτός που πρότεινε και την υπογραφή Συμφώνου μη επίθεσης με τη Ρωσία πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι θολούρες του Χίτλερ περί Αρίας φυλής, το μίσος του για τους Σλάβους και η αίσθησή του ότι θα πετύχαινε τους στόχους του με την Ιαπωνία, τον οδήγησαν στην μη τήρηση του Συμφώνου. Τα αποτελέσματα γνωστά.
Για να έρθουμε στις μέρες μας, ο μεγάλος φόβος των δυτικών γεωπολιτικών ήταν και είναι η δυναμική που είχε αναπτυχθεί στη σχέση Γερμανίας-Ρωσίας, μια δυναμική που τους ανησυχούσε για το πού μπορεί να οδηγήσει και η αγωνία τους να περιορίσουν τη Μόσχα στη γνωστή και περίφημη Rimland, εντάσσοντας στο NATO τις χώρες που γειτνιάζουν με τη Ρωσία. Αυτός ο περιορισμός αποτελούσε και την κόκκινη γραμμή για τη Μόσχα. Το καμπανάκι δηλαδή, χτύπησε κόκκινο και στις δύο πλευρές.
Στη μεν Δύση με τη σύγκλιση Γερμανίας-Ρωσίας και τον κίνδυνο που ενείχε η δυναμική της στη δε Ρωσία με το πλησίασμα του NATO στα σύνορά της. Ο Πούτιν έκανε τη λάθος κίνηση διότι με την εισβολή του στην Ουκρανία έθεσε τέλος στη γερμανορωσική σύγκλιση που φόβιζε τους Αμερικανούς. Ίσως, να μην μπορούσε να κάνει και διαφορετικά διότι η Ρωσία ανησυχεί από την εγγύτητα με τις ΗΠΑ, μέσω NATO.
Για ορισμένους το ρόλο της Γερμανίας –που της αποδίδουν οι γεωπολιτικές θεωρίες– τον διαδραματίζει, σήμερα, η Κίνα αλλά η Κίνα είναι ασιατική δύναμη. Μπορεί μια ρωσοκινεζική σύγκλιση –αν επιτευχθεί– να επιφέρει θετικά αποτελέσματα ελέγχου της Ασίας αλλά η Ευρασία είναι κάτι διαφορετικό. Το πρώτο συνθετικό είναι η Ευρώπη και στην καρδιά της Ευρώπης κυριαρχεί η Γερμανία.
Οι ΗΠΑ κέρδισαν με τη διακοπή αυτής της σχέσης που είναι ο διαχρονικός εφιάλτης του αγγλοσαξονικού κόσμου. Για την Ουάσινγκτον ο βασικός στόχος επετεύχθη. Τα υπόλοιπα είναι για την τιμή των όπλων.
Και σε ό,τι αφορά την Ουκρανία αυτήν καθαυτήν, η αμερικανορωσική σύγκρουση ήταν win-win. Οι Ρώσοι είναι ικανοποιημένοι που προς το παρόν δεν μπαίνει η Ουκρανία στο NATO, άρα έχουν κάθε λόγο να θέλουν μια διπλωματική διευθέτηση αλλά και οι Αμερικανοί, επίσης, καθώς η προοπτική της ένταξης είναι ανοικτή, έστω και αν δεν γίνει τώρα.
Και η Ουάσιγκτον θα ήθελε μια διπλωματική εξέλιξη. Δεν θέλει, όμως, το Κίεβο διότι πιστεύει πως με την βοήθεια της Δύσης μπορεί να κερδίσει τη Ρωσία. Δύσκολο αλλά όταν χάνεις εδάφη της πατρίδας σου και προσπαθείς να τα ανακτήσεις το δίκαιο είναι με το μέρος σου –και όχι με την γεωπολιτική– όσο δύσκολη και αν φαίνεται μια επιτυχία.
Το ζήτημα, τώρα, για τη Ρωσία είναι να κρατήσει τα εδάφη που κατέλαβε ή το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εδαφών και να διασφαλίσει μια συνεχή επαφή με την Κριμαία. Η Κριμαία είναι μείζων γεωπολιτικός στόχος.
Οι Αμερικανοί θεωρούν τελειωμένο τον πόλεμο και απλώς θα τον συντηρήσουν για τα μάτια της διεθνούς κοινότητας για να μην φανεί ότι εγκαταλείπουν την Ουκρανία.
Θα την υποστηρίξουν μέχρι να κουρασθούν οι Ουκρανοί και να αναζητήσουν ειρηνική επίλυση. Το μέτωπο που έχει διαμορφωθεί φαίνεται να παγιώνεται.
Το στοίχημα, τώρα, είναι η επιρροή και η ισορροπία δυνάμεων σε άλλες, κρίσιμες περιοχές. Η αντιπαράθεση των Μεγάλων Δυνάμεων βρίσκεται, τώρα, στον Ινδοειρηνικό αλλά και στην Αφρική, όχι, μόνο διότι η ανατολική πλευρά της Μαύρης Ηπείρου άπτεται του κέντρου της διαμάχης αλλά και διότι και στην ίδια δίνεται η μάχη της επιρροής και του ελέγχου ορυκτών χρήσιμων για την παγκόσμια τεχνολογία. Σ’ αυτήν την αντιπαράθεση Ρωσία και Κίνα κερδίζουν στον αγώνα δρόμου.
Οι βάσεις που έχει η Ρωσία στη Συρία και σε χώρες της Αφρικής και η δυνατότητα εξόδου της στις θερμές θάλασσες από τον βορρά, λόγω τήξης των πάγων (η ένταξη Φινλανδίας και ενδεχομένως Σουηδίας στο NATO δεν μπορούν να την ανακόψουν) της δίνει τη δυνατότητα γεωπολιτικής παρουσίας στις θερμές θάλασσες – προαιώνιο ζητούμενο– και οδηγεί, αναγκαστικά, στην αναθεώρηση των γεωπολιτικών αντιλήψεων για την ανάσχεση της επιρροής της. Η συνεργασία της, δε, με την Κίνα εάν προχωρήσει, δημιουργεί έναν ισχυρό πόλο που θα μπορέσει να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ.
Σε αυτό το παιχνίδι, που βρίσκεται σε δυναμική εξέλιξη, η γειτονική Τουρκία, ήδη, συμμετέχει ως έναν βαθμό και θα διαδραματίσει ρόλο ανεξαρτήτως κυβερνήσεως και προέδρου μετά τις εκλογές του Μαΐου.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, για άλλη μια φορά είναι παρατηρητής. Η δυνατότητα αντίδρασης της Αθήνας σε κρίσεις στην περιοχή, κρίσεις οποιασδήποτε εντάσεως, δείχνει μια αδυναμία πρόσληψης του προβλήματος και αντιμετώπισής του.
Η υπόθεση Σουδάν ήταν άκρως αποκαλυπτική. Στο Σουδάν, με τις εχθροπραξίες εγκλωβίστηκαν στην πρωτεύουσα Χαρτούμ, χιλιάδες πολίτες διαφόρων εθνικοτήτων μεταξύ των οποίων και 150 Έλληνες και Κύπριοι. Οι στρατοί μιας πλειάδας χωρών (ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Καναδά, Ολλανδίας, ΗΑΕ, Τουρκίας κ.ά.) εκμεταλλευόμενοι την εκεχειρία 72 ωρών διεξήγαγαν επιτυχείς επιχειρήσεις εκκένωσης των εγκλωβισμένων πολιτών τους. Η ελληνική αποστολή στρατιωτικών μεταγωγικών αεροπλάνων και μιας ομάδας ειδικών δυνάμεων αντί για το Χαρτούμ, πρωτεύουσας του Σουδάν, προσγειώθηκε στο Τζιμπουτί και τη νότια Αίγυπτο. Τους Έλληνες εγκλωβισμένους ανέλαβαν να διασώσουν στρατοί άλλων χωρών. Και η ελληνική στρατιωτική δύναμη να τους παραλάβει, στην καλύτερη περίπτωση, από εκεί που προσγειώθηκε.
Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό της αθηναϊκής παρακμής, (που αποκαλύπτει τις τεράστιες αδυναμίες ενός συγκεντρωτικού, με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, κράτους το οποίο διοικεί μια ολιγαρχία από το κέντρο της πρωτεύουσας) ότι η επιχείρηση αναδείχθηκε από τα ΜΜΕ με τυμπανοκρουσίες ως επιτυχής παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης.
Χαρακτηριστικότερη, δε, ακόμη είναι η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια ότι «στο Σουδάν, ως ΕΕ, δεν τα πήγαμε πολύ καλά». Προφανώς, ο κ. Δένδιας εννοούσε πως δεν τα πήγαν καλά, μέχρι την ημέρα της δήλωσής του, οι δυνάμεις των άλλων χωρών από τις οποίες περίμενε προστασία και βοήθεια. Γιατί οι ελληνικές δυνάμεις αντί για το Σουδάν πήγαν στο Τζιμπουτί.
Η καθημερινότητα στην Ελλάδα ενόψει των εκλογών αποκαλύπτει μια χώρα παντελώς αποδομημένη.
Κύρια αιτία αυτής της αποδόμησης είναι η απουσία αστικής τάξης και η υποκατάστασή της από μια ολιγαρχία με βαριά υποκουλτούρα για την οποία το κράτος είναι μια μαύρη τρύπα στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Όποιοι διατηρούσαν φαντασιώσεις για έναν ελληνικό εκσυγχρονισμό θα πρέπει να συνειδητοποιούν το τέλος της ουτοπίας.