Τ’ Α-Γιωργί ή τ’ Αερί είναι για τους Πόντιους τ’ Απρίλη η γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Άγιος καβαλάρης, θεωρούσαν ότι προλάβαινε αμέσως και βρισκόταν παντού, γι’ αυτό στις δύσκολες και έκτακτες περιστάσεις η πρόχειρη επίκληση στα ποντιακά ήταν: Άερ’-ι-μ’ πρόφτασον’. Και φυσικά υπήρχε και συμπλήρωμα, το τάξιμο: Τσαντάχ’ α φορτούμαι και χτίζω-σε, που υποδήλωνε ότι θα του έχτιζαν εκκλησία.
Σύμφωνα με το μνημειώδες έργο του Ξενοφώντα Άκογλου Από τη ζωή του Πόντου – Λαογραφικά Κοτυώρων, για να σατιρίσουν τους αερολόγους, με εύθυμη διάθεση έλεγαν: Έλα Χριστέ-μ’ αβράκωτε κι’ Αέρι-μ’ τσιρτσιπλάκι.
Τον Αϊ-Γιώργη τον έβαζαν φυλαχτό στις κούνιες – ο φόβος ήταν μήπως κανένα φίδι, δράκος ή παρόμοιο τέρας (πραγματικό ή φανταστικό) πνίξει τα παιδιά. Ήταν όμως και ένας άγιος που είχε το σεβασμό των Τούρκων, οι οποίοι τον φοβόντουσαν και τον αναγνώριζαν ως αυστηρό και θαυματουργό. Τη μέρα της γιορτής του την τιμούσαν και την έλεγαν Χουτρελέζ.
Περίπου 2 χλμ δυτικά των Κοτυώρων υπήρξε ο Αϊ-Γιώργης του Πόστεπε, ο οποίος λέγεται ότι ήταν θαυματουργός.
Γράφει ο Ξενοφών Άκογλου: «Ο Τούρκος φύλακας για το χειμώνα της εκεί αρμενικής εξοχικής συνοικίας όπου ήταν και το ερημοκκλήσι του αγίου διηγούνταν ότι πολλές φορές τον έβλεπε καβάλα να έρχεται με καλπασμό στην εκκλησίτσα σε βροχερές και θυελλωδικές ημέρες και νύχτες, όπου άστραφταν και τα πέταλα του αλόγου».
Κατά την ίδια καταγραφή, δίπλα στην εκκλησία υπήρχε και μια μεγάλη αγριοφιστικιά που τη θεωρούσαν ιερή και δεν την άγγιζε κανένας. «Η παράδοση αναφέρει ότι κάποτε τρεις Τούρκοι ανέβηκαν να κόψουν ξύλα και πριν προλάβουν να κατεβάσουν ούτε μια αξιναριά έπεσαν και σκοτώθηκαν», περιγράφει ο Ξενοφών Άκογλου.
Στα Κοτύωρα γιόρταζε και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην ομώνυμη συνοικία. Κατά τον συγγραφέα των Λαογραφικών, «έβγαιναν επίσης στις εξοχές με φαγητά και διασκέδαζαν, και μάλιστα αν έπεφτε ημέρα Κυριακή, αλλιώς πήγαιναν ομαδικά την αμέσως επόμενη Κυριακή. Οι περισσότεροι ανέβαιναν κυρίως στον Αϊ-Γιώργη του Πόστεπε, όπου γινόταν λειτουργία και έπειτα διασκέδαζαν ως το βράδυ. Κι οι Τούρκοι ακόμα ξεχύνονταν στις εξοχές με αρνιά παραγεμισμένα ή ψητά στο φούρνο και γλεντοκοπούσαν.
»Αμέσως μετά τη γιορτή σ’ όλα τα σπίτια σήκωναν τα στρωσίδια του χειμώνα –χαλιά, κιλίμια, πατανίες, παπλώματα, κ.λπ.–, λέγοντας: Αγιωργίτα στρώσον, Αγιωργίτα σκώσον. (Αγιωργίτα ονόμαζαν πρόσθετα τους μήνες Απρίλη και Νοέμβρη».