Το 1974 η «Γενιά της Μεταπολίτευσης» απείχε χρονικά από την έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας όσο η σημερινή από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Η πρώτη μεταπολιτευτική γενιά ελάχιστα γνώριζε για το σημαντικότερο γεγονός –από αρχαιοτάτων χρόνων– στην ιστορία του ελληνισμού, το οποίο ξερίζωσε από τις εστίες τους απογόνους Ελλήνων αποίκων από το 800 π.Χ. Αν κάποιοι γνώριζαν κάτι περισσότερο, αυτοί ήταν οι απόγονοι Μικρασιατών και Πόντιων προσφύγων που μεγάλωσαν με ιστορίες από τους διωγμούς που υπέστησαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους.
Γιατί να περιμένουμε σήμερα οι γενιές Z ή millenians (γεν. 1980), post millenians (γεν. 2000) ή Alpha (γεν. 2010), γενιές απολιτικοποιημένες σε σχέση με τη μεταπολιτευτική, και ασχολούμενες κατά βάση με τις νέες τεχνολογίες, να γνωρίζουν τι έγινε στις 21 Απριλίου 1967; Και αυτό που έγινε, σε σχέση με το 1922 δεν είναι ούτε παρωνυχίδα.
Και όμως, για όσους ενδιαφέρονται για την ιστορική εξέλιξη της χώρας, η δικτατορία των συνταγματαρχών, όπως καθιερώθηκε να λέγεται, αποτέλεσε ένα σημείο καμπής.
Μπορεί η Μεταπολίτευση να δημιούργησε κενά και χάσματα στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική μας εξέλιξη, αλλά είχε και δύο θετικά στοιχεία. Εξασθένισε τον κρατικό αυταρχισμό (με την καταλυτική βοήθεια και της Ευρώπης, στην οποία εντάχθηκε η χώρα), ένα κυρίαρχο στοιχείο του μετεμφυλιακού κράτους, και απαξίωσε στρεβλές προσλήψεις του ελληνικού πολιτισμού σαν και αυτές που με την βία επέβαλε ο δικτάτορας Μεταξάς και επιχείρησαν να επαναλάβουν οι χουντικοί της 21ης Απριλίου.
Το αν το Σύστημα που προέκυψε μετά την κατάρρευση της δικτατορίας δεν κατάφερε να διαμορφώσει ένα νέο συνεκτικό πλαίσιο πορείας και μας οδήγησε στη σημερινή τραγική εμπειρία, είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα.
Πάντως –και είναι ενδεικτικό αυτό– το τι έγινε την 21η Απριλίου 1967 δεν το γνωρίζει ούτε ο σημερινός πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος έχει την ηλικία που δεν επιτρέπει άγνοια. Σε ανάρτησή του ο κ. Μητσοτάκης με αφορμή τη θλιβερή 56η επέτειο της επιβολής δικτατορίας έγραψε πως «οι Ελληνίδες και οι Έλληνες τιμούν(!) τη σημερινή επέτειο». Στη δε προσπάθειά του να διορθώσει το σφάλμα το έκανε χειρότερο, γράφοντας σε άλλο ποστ πως «υποδέχονται τη σημερινή επέτειο προχωρώντας μπροστά(!)».
Μπορεί να υπάρχουν μερικοί Έλληνες που πράγματι τιμούν την επέτειο επιβολής της δικτατορίας, αλλά δεν φαντάζομαι πως σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται και ο πρωθυπουργός της χώρας. Αλίμονο αν συνέβαινε.
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου, απέναντι στην οποία στάθηκαν Έλληνες από όλο το πολιτικό φάσμα, συνέλαβε, βασάνισε και εξόρισε δημοκρατικούς πολίτες, αλλά το τραγικότερο αποτέλεσμά της ήταν η παράδοση σημαντικού μέρους της Κύπρου στους Τούρκους. Ο πρώτος δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος και η ομάδα που τον περιέβαλε αντικαταστάθηκαν μετά τη φοιτητική εξέγερση στο Πολυτεχνείο το 1973 από έναν σκληρότερο, τον Δημήτριο Ιωαννίδη, έναν τυφλωμένο αντικομμουνιστή και ακραίων πεποιθήσεων αξιωματικό, ο οποίος επιχείρησε με πραξικόπημα να ανατρέψει τον Μακάριο και έδωσε αφορμή στην Τουρκία να επέμβει στο νησί. Η όλη επιχείρηση είχε εμφανή τα στοιχεία της προδοσίας.
Στην εξωτερική της πολιτική και στα ελληνοτουρκικά η χουντική κυβέρνηση είχε γενικότερα καταστρεπτικές για τη χώρα συνέπειες.
Τον Σεπτέμβριο του 1967 ο δικτάτορας Παπαδόπουλος συναντήθηκε στην Κεσσάνη (και στον Έβρο) με τον Τούρκο πρωθυπουργό Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και του πρότεινε τη διπλή ένωση της Κύπρου. Ο Ντεμιρέλ απέρριψε την πρόταση, διότι η Τουρκία από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ακολουθεί το σχέδιο του Νιχάτ Ερίμ περί διχοτόμησης του νησιού (σχέδιο το οποίο εφαρμόστηκε σχεδόν κατά γράμμα), αλλά η άγνοια του δικτάτορα περί διεθνούς πολιτικής πρόδωσε τις αδυναμίες του.
Με βάση την εικόνα που σχημάτισε ο Ντεμιρέλ, η Τουρκία μεθόδευσε την κρίση της Κοφίνου, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί την οποία έστειλε λίγα χρόνια νωρίτερα ο Γεώργιος Παπανδρέου. Το σενάριο της εισβολής είχε αρχίσει να υλοποιείται.
Η δικτατορία έπεσε λόγω των τραγικών γεγονότων της τουρκικής επέμβασης στην Κύπρο και των αποτελεσμάτων που δημιούργησε.
Η Ελλάδα στα 200 χρόνια του βίου της δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει στοιχειώδη βαθμό αυτονομίας στην εξωτερική της πολιτική. Λειτουργεί οιονεί ως προτεκτοράτο.
Εκείνο που δημιούργησε είναι ένα συγκεντρωτικό κράτος με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, η εκάστοτε εξουσία του οποίου ασκεί πολιτική εσωτερικής αποικιοκρατίας για να εκτονώσει τα συμπλέγματα που της δημιουργεί η εξάρτησή της. Αυτή η ολοκληρωτική νοοτροπία έχει επηρεάσει και την κοινωνία, ιδίως τα γραφειοκρατικά στρώματα που ευνοούνται από την ύπαρξη και λειτουργία της.
Η σημερινή Ελλάδα υποχωρεί ακόμη και σε ζητήματα εδαφικής κυριαρχίας, χωρίς καμιά λαϊκή αντίδραση. Η κοινωνία, με τα όσα έχει περάσει τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα την οικονομική κρίση, έχει κουραστεί και δεν εμπιστεύεται κανέναν.
Είναι ενδεικτικό της νοοτροπίας που ενδημεί στην Αθήνα ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποδέχθηκε –προκειμένου να κρατήσει το ήπιο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις– να μην επισκέπτονται κρατικοί αξιωματούχοι τα ελληνικά νησιά που αμφισβητεί η Τουρκία. Αυτό φυσικά ισοδυναμεί με παραχώρηση κυριαρχίας.
Στο όνομα δε της συμβολής της στο ΝΑΤΟ που βοηθά την Ουκρανία να αντιμετωπίσει τη ρωσική εισβολή, η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε να δώσει στους Αμερικανούς τα αντιαεροπορικά συστήματα ρωσικής κατασκευής που διαθέτει η χώρα έναντι 2,5 δισ. δολαρίων με τα οποία θα προμηθευτεί ελικόπτερα Black Hawk και όχι νέα αντιαεροπορικά συστήματα.
Γενικώς, η αισιοδοξία που δημιούργησε η Μεταπολίτευση με την πτώση της δικτατορίας όχι μόνο ξεθύμανε, αλλά σε ορισμένα ζητήματα υπάρχει υποχώρηση. Το κράτος δικαίου χωλαίνει στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός υπαγορεύει δημοσίως στη δικαιοσύνη τι να κάνει, η χώρα δεν μπορεί να υπερασπίσει τα σύνορά της, δεν έχει στρατηγικούς στόχους για το τι θέλει, οι θεσμοί είναι καχεκτικοί και υποταγμένοι στην εκτελεστική εξουσία, τα ΜΜΕ ελεγχόμενα, μια οικονομική ολιγαρχία με χαρακτηριστικά πολιτικής υποκουλτούρας καθορίζει τις εξελίξεις, και το πολιτικό προσωπικό είναι μέτριου επιπέδου.
Δεν διαφαίνεται τίποτα που να δίνει αισιοδοξία στη χώρα της οποίας η νέα γενιά αναγκάζεται να εκπατριστεί για να επιβιώσει.
Αυτή η Ελλάδα μάς πληγώνει.