Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις την αγίαν και ζωηφόρον της Αναστάσεως ημέραν του Πάσχα» και ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΨΑΛΜΟΣ». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιη’. Κι αφού υμνολογήσανε τον Τάφο του Ζωοδότη,
γυρνούν, κοιτάζουν, τι να δουν; Ήταν ένας, καθότανε απάνω στο λιθάρι.
Κι από το φόβο τον πολύ, πήραν βήματα πίσω
και στάση είχαν σεβαστική με κάτω τα κεφάλια.
Τρέμοντας απ’ το φόβο τους, λέγανε μεταξύ τους:
«Τι παρουσία είν’ αυτή; Ποιανού η μορφή είν’ τούτη; Ποιος ξέρει άραγε να πει, τα μάτια μας τι βλέπουν;
»Άγγελος να ’ναι; Άνθρωπος; Να ήρθε από τα πάνω;
»Γιά μήπως μας ξεφύτρωσε από τη γη κι εφάνη;
»Από φωτιά λες να ’ναι; Εκπέμπει φως, γιά κοίτα… αστράφτει κι ακτινοβολεί!
»Κορίτσια πάμε! Φύγαμε! Να μην λαμπαδιαστούμε!
»Αχ… Θεία, Ουράνια βροχή, στάξε… για Σε διψάμε,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους.
ιθ’. »Σαν τις σταγόνες της βροχής στη γη την ξεραμένη, βάλσαμο θα ’ν’ για την ψυχή οι λόγοι που θα βγούνε
»τώρ’ από το Θείο στόμα Σου, χαρά Εσύ των θλιμμένων.
»Εσύ των πάντων η ζωή, μίλα μας πριν πεθάνουμε οι έρμες απ’ το φόβο».
Τέτοια παρακαλέσματα φαντάζομαι θα λέγαν εκείνες οι φιλόθεες στη θέση που βρεθήκαν.
Και τότε γλύκανε η μορφή που κάθονταν στην πέτρα
και στις γυναίκες μίλησε και τέτοια λόγια είπε: «Εσείς να μη φοβάστε· Αλί, όμως, στους φύλακες!
»Θα φρίξουν, θα ζαρώσουν, θα πέσουν να πεθάνουνε…
»Πώς θα με φοβηθούνε!… Έτσι, μήπως και μάθουνε, μήπως και καταλάβουν
»ότι αυτός που τώρα δα φρουρούσαν και δεν μπόρεσαν διόλου να Τον κρατήσουν,
»τυγχάνει να ’ν’ ο Δέσποτας απάντων των Αγγέλων.
»Ο Κύριος αναστήθηκε κι αυτοί ούτε που κατάλαβαν πως σκώθηκε απ’ τον Τάφο, μήπως και λέγανε κι αυτοί και φώναζαν μαζί σας:
»“Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους”.
κ’. »Εμπρός, λοιπόν, γυναίκες! Πάρτε απ’ τον Αθάνατο κουράγιο και σταθείτε, και μη μου παραλύσετε.
»Σεις είστε που γυρεύατε κι ήρθατε για να δείτε τον Κτίστη και Δημιουργό και Κύριο των Αγγέλων;
»Χαρά μωρέ στο θάρρος σας… που είδατε ένα κτίσμα Του, την όψη ενός Αγγέλου, κι όλες σας φοβηθήκατε!
»Δούλος απλός είμαι κι εγώ Εκείνου που διέμεινε μέσα σ’ αυτόν τον Τάφο.
»Εκείνον να υπηρετώ, γι’ αυτό είμαι φτιαγμένος κι αυτό είναι το καθήκον μου.
»Κι έτσι, απλώς διατάχθηκα το μήνυμά Του να έρθω εδώ για να σας αναγγείλω: “Ο Κύριος αναστήθηκε!
»”Του Άδη οι πύλες χάθηκαν! Τις χάλκινες τις πύλες, μονάχος τις συνέτριψε, τις έκανε κομμάτια.
»”Τις σιδερένιες αμπαριές τις έσπασε κι εκείνες
»”την προφητεία την καλή την έφερε σε πέρας, της έδωσε υπόσταση, της έδωσε ουσία,
»”και στων Αγίων το χορό δίνει την εξουσία.”
»Εμπρός λοιπόν, πηγαίνετε ευλογημένες κόρες, και δείτε πού ο Αθάνατος κείτονταν μες στον Τάφο, δοξάστε Τον με μια φωνή:
»“Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους”».
κα’. Ίχνος φόβου δεν έμεινε, τις γέμισε με θάρρος τ’ Αγγέλου η ωραία φωνή·
και τότε τ’ αποκρίθηκαν, με σύνεση του λέγουν:
«Στ’ αλήθεια Αναστήθηκε ο Κύριος όπως είπες·
»μετρήσαμε τα λόγια σου, την καθεμιά σου φράση· το ίδιο, όμως, μαρτυρά του σώματός σου η στάση.
»Όλα αυτό μας μαρτυρούν, κι όλα αυτό προδίδουν, πως όντως αναστήθηκε τώρα ο Ελεήμων.
»Γιατί αν δεν είχε αναστηθεί, να φύγει από τον Τάφο, πώς θα καθόσουν τώρα εδώ, άνετος και ωραίος;
»Πού ακούστηκε ο στρατηγός σαν είν’ κοντά ο Βασιλιάς,
»έτσι να καλοκάθεται, να πιάνει την κουβέντα;
»Νά, κάτι τέτοια πράγματα στη γη μας έτσι πάνε…
»αλλά εκεί ψηλά στους ουρανούς δεν πάει έτσι το πράγμα.
»Εκεί ’ν’ ο Θρόνος του Θεού, ο αθέατος ο Θρόνος, και κάθεται ο Ύψιστος που λόγια δεν υπάρχουνε για να Τον περιγράψουν… Ω, Κύριέ μας και Θεέ,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους».
κβ’. Ανάμικτα τα αισθήματα· φόβο μαζί ’χαν με χαρά, λύπη μα κι ευφροσύνη,
κι από τον Τάφο φύγανε πίσω να επιστρέψουν, καθώς τα λέει κι η Γραφή, τ’ Άγιο το Ευαγγέλιο.
Στους Αποστόλους πήγανε, τους λένε οι γυναίκες: «Μωρ’ τι αποκαρδιωθήκατε; Τι κάθεστε και κρύβετε τα πρόσωπά σας όλοι;
»Ανοίξτε τώρα της καρδιάς τα μάτια προς τα πάνω! Χριστός Ανέστη, μαθητές!
»Εμπρός να στήσετε χορό, το γλέντι ν’ αρχινήσει, κι ελάτε ενώστε τις φωνές μαζί μας και φωνάξτε: “Ο Κύριος αναστήθηκε!”.
»Ο προαιώνια γεννηθείς, πριν κι απ’ τ’ αστέρια τ’ ουρανού, πριν της αυγής τ’ αστέρι, έλαμψε τώρα ολόλαμπρος.
»Μην κάθεστε στενόχωροι. Τι είστε μαραμένοι; Πετάξτε τώρα από χαρά, ελάτε, ξανανιώστε!
»Ήρθε η ωραία άνοιξη, εμπρός κλωνάρια ανθίστε!
»Να πάει, να φύγει μακριά αυτή η δυσφορία. Γιορτή θέλ’ η συγκομιδή, θα ’χει καρποφορία!
»Μώρ’ θα ’πρεπε απ’ τη χαρά τα χέρια να χτυπάμε! Με τα χειροκροτήματα όλοι να τραγουδάμε: “Κύριε π’ Αναστήθηκες,
»”Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους”».
κγ’. Δώσαν στα λόγια προσοχή, οι Απόστολοι χαρήκαν με όλα όσα άκουσαν.
Κατάπληκτοι σταθήκανε, στα ίσια τις ρωτούσαν:
«Γιά πείτε, κόρες μας καλές, σαν από πού τα μάθατε τα νέα αυτά που λέτε;
»Άγγελος σας τα πρόλαβε; Άγγελος σας τα είπε;». «Ναι, ακριβώς», απάντησαν, «δεν μας τα είπε μόνο, αλλά και μας τα έδειξε, είδαμε άδειο Τάφο.
»Αλλά κι ο Ίδιος ο Θεός και Πλάστης των Αγγέλων,
»μπρος στη Μαρία φάνηκε, ξεκάθαρα της είπε: “Πήγαινε σ’ όλους τους δικούς κι αυτό ανάγγειλέ τους: ο Κύριος αναστήθηκε”.
»Μπρος, πάμε τώρα, το λοιπόν! Πώς κάνουνε σαν χαίρονται τ’ αρνιά και τα κριάρια; Σκιρτούνε από τη χαρά σαν έρθει ο ποιμένας, που κάπου λίγο έλειψε κι αυτά ήταν σαν χαμένα… Έτσι κι εμείς ας κάνουμε κι όλοι μαζί ας πούμε:
»“Ποιμένα μας Εσύ καλέ, έλα να μας μαζέψεις,
»”καθώς εμείς σκορπίσαμε, δειλά και φοβισμένα.
»”Πάτησες Συ το θάνατο, έλα για να φυλάγεις το ποίμνιο που Σ’ αγαπά,
»”Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους”».
κδ’. Μαζί Σου ας αναστηθεί, Σωτήρα και Θεέ μου, η δόλια η ψυχούλα μου που ’πεσε νεκρωμένη.
Κάμε Χριστέ, Σωτήρα μου, μη λιώσει απ’ τη λύπη
και όλ’ αυτά τα άσματα που είν’ να την αγιάζουν, πάν’ άδικα και ξεχαστούν, χαθούν μέσα στη λήθη.
Ω ναι, Συ Ελεήμονα, θερμά σε ικετεύω την πλάτη μη μου την γυρνάς, μη με εγκαταλείπεις,
κι ας φαίνομ’ έτσι βρόμικος και καταλεκιασμένος, από τα τόσα κρίματα που έχω ο καημένος.
Απ’ την κοιλιά της μάνας μου, από τη σύλληψή μου,
στην ανομία ήμουνα και μες στην αμαρτία…
Πατέρα μου Άγιε Εσύ, που αγαπάς τόσο πολύ έλεος κι ευσπλαχνία,
λιβάνι στ’ Άγιο Σου Όνομα πάντοτε ας καίει ό,τι έχω,
το στόμα και τα χείλη μου,
και η φωνή που ψέλνω, και οι Ωδές όλες αυτές που κάθομαι και γράφω.
Δώσ’ μου Θεέ μ’ τη Χάρη Σου, μ’ ύμνους καθώς κηρύσσω κι εγώ τον Θείο λόγο Σου –μπορείς Μεγαλοδύναμε –,
Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους.