Από το 1941 που εγκατέλειψε τον κινηματογράφο, μέχρι μια μέρα σαν τη σημερινή το 1990, που έφυγε από τη ζωή η Γκρέτα Γκάρμπο, όχι μόνο δεν ξεχάστηκε αλλά ήταν ένας μύθος που δυνάμωνε. Ποιος δεν θυμάται την περιβόητη φωτογραφία της, να διασχίζει μια υπαίθρια αγορά στο Παρίσι που θεωρείται από τις πιο ακριβοπληρωμένες όλων των εποχών!
Προσέξτε τις χρονολογίες. Παράτησε το σινεμά το 1941, «έφυγε» το 1990. Μισό αιώνα απουσίας. Ούτε το τιμητικό Όσκαρ που της δόθηκε στα 50s, δεν πήγε να πάρει. Μισό αιώνα μέσα στη σιωπή και ενώ νέα πρόσωπα εμφανίζονταν για να αποκαθηλωθούν στην πορεία. Η κάθε γενιά έχει τους δικούς της ήρωες. Όμως να που η Γκάρμπο άντεξε. Και σαν μύθος, με τα χρόνια, δυνάμωσε.
Από τη Στοκχόλμη στο Χόλιγουντ
Η Γκρέτα Λοβίσα Γκούσταφσον όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1905 στη Στοκχόλμη, από πολύ φτωχούς γονείς.
Όταν ήταν 14 ετών, έχασε τον πατέρα της, γεγονός που τη συγκλόνισε, καθώς είχε μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του που χαρακτηριζόταν από μεγάλη αδυναμία. Εγκατέλειψε το σχολείο για να μπορέσει να εργαστεί, ώστε να βγάζει τα προς το ζην, αλλά και να βοηθάει την οικογένεια της. Η πρώτη της δουλειά ήταν σε ένα κουρείο, όπου ήταν υπεύθυνη να ετοιμάζει τον αφρό για το ξύρισμα. Αργότερα, εργάστηκε ως μοντέλο στις διαφημίσεις πολυκαταστήματος στη Στοκχόλμη.
Από τις διαφημίσεις αυτές, την εντόπισε ο σκηνοθέτης Έρικ Άρθουρ Πέτσλερ και της έδωσε ένα ρόλο στην ταινία που γύριζε εκείνη την εποχή, το Πήτερ ο Αλήτης, το 1922.
Η «μικρή» αν και σε βωβό φιλμ, όχι απλά τα λέει αλλά σαγηνεύει και το φακό. Έτσι αποφασίζει να «επενδύσει» στην υποκριτική και αρχίζει τη φοίτησή της στο Βασιλικό Δραματικό Θέατρο της Στοκχόλμης. Εκεί, συνάντησε τον διάσημο εκείνη την εποχή σκηνοθέτη Μάουριτς Στίλερ, ο οποίος την εκπαίδευσε στις κινηματογραφικές τεχνικές υποκριτικής και της έδωσε το καλλιτεχνικό της όνομα, «Γκρέτα Γκάρμπο». Ακόμα, της έδωσε τον πρώτο μεγάλο της ρόλο στη βωβή ταινία Η Ιστορία του Γκέστα Μπέρλιν. Και σιγά-σιγά μαζί με τον Στίλερ γίνονται το δίδυμο της επιτυχίας.
Το όνομα του σκηνοθέτη αρχίζει να ακούγεται και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και το 1925 ο Στίλερ πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να συνεργαστεί με την εταιρεία Metro-Goldwyn-Mayer, ζήτησε με επιμονή να παραχωρηθεί και στην Γκάρμπο ένα συμβόλαιο.
Η φήμη της άρχισε ολοένα να μεγαλώνει, σε αντίθεση με τον Στιίλερ, ο οποίος απολύθηκε από την MGM και επέστρεψε στη Σουηδία, όπου και πέθανε ένα χρόνο αργότερα.
Η Γκάρμπο μιλάει
Το 1927 προβλήθηκε ο Τραγουδιστής της τζαζ, η πρώτη ομιλούσα ταινία. Η σαρωτική της επιτυχία, άλλαξε τα πάντα στον κινηματογράφο και έφερε τεράστια αναταραχή στο Χόλιγουντ. Καριέρες εκτοξεύτηκαν και άλλες καταστράφηκαν γιατί η φωνή τους δεν… πέρασε.
Η αλήθεια είναι ότι την Γκάρμπο την φοβόντουσαν. Ναι μεν σαγηνευτική σαν παρουσία, αλλά δεν έπαυε να είναι μια ξένη, με προφορά. Θα την ακολουθούσε το κοινό;
Και προβάλλεται, το 1930, η Άννα Κρίστι. Η πρώτη ομιλούσα ταινία της που μάλιστα είχε το διαφημιστικό σλόγκαν: Η Γκάρμπο μιλάει. Και η Γκάρμπο μίλησε. Και αποθεώθηκε. Η ταινία υπήρξε ένας προσωπικός της θρίαμβος που μάλιστα της χάρισε την πρώτη της οσκαρική υποψηφιότητα. Οι άλλες ήταν για την Κυρία με τις Καμέλιες (1937), και τη Νινότσκα (1939), αλλά δεν απέκτησε κανένα από αυτά. Το 1954 το Χόλιγουντ της απονέμει ειδικό Όσκαρ για τις «αξέχαστες ερμηνείες της», το οποίο η Γκάρμπο δεν μπήκε καν στον κόπο να παραλάβει αυτοπροσώπως.
Η άλλη πλευρά
Η μεγαλύτερη ντίβα όλων των εποχών δεν είχε ευτυχισμένη παρασκηνιακή ζωή. Βίωνε περιόδους μελαγχολίας, εξαιτίας και των αυστηρών όρων που της έθετε η MGM. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυστηρότητας της MGM, ήταν όταν απαγόρεψε στην Γκάρμπο να παρακολουθήσει την κηδεία της αδερφής της στη Σουηδία. Της επέτρεψαν μια μόνο επίσκεψη, το 1928.
Μετά την είσοδό της στο Χόλιγουντ, η Γκάρμπο άρχισε σταδιακά να αποσύρεται από τον κόσμο της ψυχαγωγίας και να απομονώνεται.
Λέγεται ότι είχε κατάθλιψη ενώ κάποιοι βιογράφοι της ισχυρίζονται ότι ίσως έπασχε από διπολική διαταραχή.
Δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν υπέγραφε αυτόγραφα, δεν παρακολουθούσε κοινωνικές εκδηλώσεις και δεν απαντούσε στην αλληλογραφία των θαυμαστών της. Το όνομά της έχει σχετιστεί με την περίφημη ατάκα της: «Θέλω να μείνω μόνη» (I want to be alone), από το Γκραντ οτέλ. Παρ’ όλα αυτά, η Γκάρμπο αργότερα σχολίασε: «Δεν είπα ποτέ, “Θέλω να είμαι μόνη”. Είπα μόνο πως “Θέλω να με αφήσουν ήσυχη” (I want to be let alone). Αυτή είναι όλη η διαφορά».
Η τελευταία της συνέντευξη δόθηκε στο διάσημο δημοσιογράφο της Daily Mail του Λονδίνου Πολ Κάναν, κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Συναντήθηκαν στο Hotel du Cap Eden Roc και ο Κάλαν άρχισε τη συζήτηση, λέγοντας το εξής: «Αναρωτιέμαι…». Αλλά η Γκάρμπο τον έκοψε, λέγοντας του, «Γιατί αναρωτιέσαι;» και έφυγε περήφανα, κάνοντας αυτή τη συνέντευξη, μια από τις συντομότερες που δημοσιεύτηκαν ποτέ.
Η μοιραία ταινία
Το 1941 προβάλλεται η Διπρόσωπη γυναίκα σε σκηνοθεσία Τζόρτζ Κιούκορ, τον σκηνοθέτη των γυναικών όπως τον αποκαλούσαν. Το φιλμ είχε όλα τα συστατικά να γίνει τεράστια επιτυχία. Φαινομενικά, γιατί το παρασκήνιο και πριν και μετά την πρεμιέρα είχε πάρει φωτιά.
Ο πλανήτης βρισκόταν στη δεινή του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι οι υπεύθυνοι του στούντιο ήθελαν κάτι φωτεινό, χαρούμενο και ηθικό» για το κοινό της εποχής. Οι παρεμβάσεις κυρίως στο σενάριο ήταν απίστευτες, σε βαθμό που το φιλμ που είδαν στην πρεμιέρα να είναι σχεδόν ένα άλλο από αυτό που πίστευαν οι συντελεστές.
Στην ουσία ήταν μια ρομαντική κομεντί, όπου η Γκάρμπο έπαιζε διπλό ρόλο για τις ανάγκες του οποίου χόρεψε κιόλας, και προσπάθησαν να τη μετατρέψουν σε ένα «κανονικό κορίτσι». Η ταινία απέτυχε και στα ταμεία και στις κριτικές και η Γκάρμπο είπε στα 36 της το μεγάλο αντίο στο σινεμά. Ήδη από το 1935 είχε γίνει πολύ επιλεκτική με τους ρόλους της και τελικά περνούσε πολύς καιρός μέχρι να συμφωνήσει να κάνει την επόμενη ταινία της. Η ίδια η Γκάρμπο παραδέχτηκε ότι ένιωθε πως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο κόσμος άλλαξε, ίσως για πάντα.
Αυτή για πολλούς ήταν η μια πλευρά της αλήθειας. Η άλλη ήταν πως είχαν ήδη βγει νέα ονόματα. Που μπορεί να υστερούσαν σε γοητεία, αλλά ήταν ηθοποιάρες. Κάθριν Χέμπορν, Μπέτι Ντέιβις, Τζόαν Κρόφορντ συν οι νεοφερμένες στο Χόλιγουντ Βίβιαν Λι, αλλά και η συμπατριώτισσα της Γκάρμπο, Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Ναι, η Γκάρμπο ήταν ντίβα. Κυριαρχούσε στο φακό ακόμα και με ένα βλέμμα της. Αλλά μεγάλη ηθοποιός δεν ήταν. Ίσως έφταιγαν οι ρόλοι, ή οι ερμηνευτικοί κώδικες της εποχής. Αλλά η Γκάρμπο είδε ότι πήγαινε για τέως πρώτο όνομα. Και είπε το αντίο.
Η επιστροφή που δεν έγινε
Το 1949, η Γκάρμπο κινηματογράφησε κάποια δοκιμαστικά καθώς σκόπευε να ξαναμπεί στην κινηματογραφική βιομηχανία για να γυρίσει το La Duchesse de Langeais σε σκηνοθεσία Ουόλτερ Ουάνγκερ, κατά τα άλλα, όμως, δεν βρέθηκε ποτέ ξανά μπροστά σε κάμερα. Τα σχέδια για την ταινία κατέρρευσαν όταν οι χρηματοδότες απέτυχαν στην υλοποίηση της ταινίας και τα δοκιμαστικά είχαν χαθεί για 40 χρόνια πριν ξαναβγούν στην επιφάνεια. Συμπεριελήφθησαν στο ντοκιμαντέρ του καναλιού TCM Γκάρμπο, το 2005, και τη δείχνουν ακόμα απαστράπτουσα στα 43 της χρόνια. Υπήρχαν υπαινιγμοί ότι μπορεί να εμφανιζόταν ως «Δούκισσα de Guermantes» στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Μαρσέλ Προυστ Η ομοιότητα των περασμένων αλλά ποτέ δεν καρποφόρησε.
Γενικώς το σενάριο επιστροφής της Γκάρμπο παιζόταν επί τρεις δεκαετίες. Αλλά δεν… Δεν είναι λίγοι πάντως αυτοί που υποστηρίζουν ότι η αποχή της, ήταν πιο κερδοφόρα από την πιθανή παρουσία της. Τα φιλμ της παρόλο που από την δεκαετία του ’50, είχαν αρχίσει να θεωρούνται ντεμοντέ, πουλιόντουσαν πολύ ακριβά. Η ίδια είχε γίνει επιχειρηματίας του εαυτού της. Κίνηση που οικονομικά αποδείχτηκε χρυσορυχείο.
Το ερωτικό μυστήριο
Πιθανολογείται πως η Γκάρμπο ήταν bisexual, έχοντας απολαύσει σχέσεις με άντρες αλλά και γυναίκες, συμπεριλαμβανομένου και του ηθοποιού Τζον Γκίλμπερτ. Πρωταγωνίστησαν μαζί για πρώτη φορά στην κλασική ταινία Σαρξ και Διάβολος του 1926. Η «ερωτική έντασή» τους στην οθόνη γρήγορα μεταφράστηκε σε ειδύλλιο εκτός οθόνης και μέχρι το τέλος της παραγωγής η Γκάρμπο είχε εγκατασταθεί στο σπίτι του. Φέρεται πως ο Γκίλμπερτ της έκανε πρόταση γάμου τρεις φορές πριν δεχτεί τελικά. Όταν, επιτέλους, ο γάμος κανονίστηκε το 1926, εκείνη δεν εμφανίστηκε στην τελετή. Αφού η σχέση είχε τελειώσει και η καριέρα του Γκίλμπερτ είχε καταρρεύσει, η Γκάρμπο του έδειξε μεγάλη αφοσίωση και επέμενε να παίξει μαζί της στη Βασίλισσα Χριστίνα το 1933, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του επικεφαλής του στούντιο της MGM Λούις Μπ. Μάγερ.
Το 1931, η Γκάρμπο έγινε φίλη με τη συγγραφέα και κοσμική Μερσέντες ντε Ακόστα, που της τη σύστησε η συγγραφέας και ηθοποιός Σάλκα Φίερτελ. Εν τέλει το ζευγάρι ξεκίνησε μια σποραδική και άστατη σχέση που διακοπτόταν από μακριές περιόδους κατά τις οποίες η Γκάρμπο την αγνοούσε και περιφρονούσε τα πολλά ερωτικά γράμματά της. Μέχρι το 1960 ο δεσμός είχε τελειώσει, μετά την έκθεση από την ντε Ακόστα, των προσωπικών τους συναντήσεων, συμπεριλαμβανομένης και μιας γυμνόστηθης φωτογραφίας της Γκάρμπο, στην επίμαχη αυτοβιογραφία της Εδώ βρίσκεται η καρδιά.
Η Γκάρμπο είχε έναν σύντομο ερωτικό δεσμό με τη χορεύτρια, μοντέλο και ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου Λουίζ Μπρουκς, όπως ισχυρίζεται η τελευταία στα απομνημονεύματά της. Περιέγραψε τη Γκάρμπο ως αρρενωπή αλλά «γοητευτική και τρυφερή ερωμένη». Η βιογραφία Γκάρμπο του 1995 συνδέει τις σχέσεις της Γκάρμπο–που ήταν συχνά απλά στενές φιλίες–με τον ηθοποιό Τζορτζ Μπρεντ, τον μαέστρο Λεοπόλδο Στοκόφσκι, τον διαιτολόγο Γκάγελορντ Χάουσερ και τον μάνατζέρ της Τζορτζ Σλι.
Σπύρος Δευτεραίος