Ο Ηλίας Τυρίκος είναι 24 χρόνων. Μεγάλωσε στο καμίνι δίπλα στον πατέρα του, στη μάνα του και στον άλλο του αδελφό, να φτιάχνουν όλοι μαζί κάρβουνα. Και ο πατέρας του ο κυρ-Γιάννης, μεσήλικας πια, όλη του τη ζωή κάρβουνα φτιάχνει. Εκεί, στην κοινοτική έκταση της Πλάτης, στο χωριό τους τα Μυστεγνά.
Είναι μια από τις τελευταίες φαμίλιες καρβουνάδων της Λέσβου.
Καρβουνάδες που δουλεύουν με τον ίδιο αρχαίο τρόπο, αναλλοίωτο στο διάβα των αιώνων. Στήσιμο της ξυλείας στην «καρβουνιάστρα», κάλυψη του σωρού με πευκοβελόνες και μετά με χώμα. Και ύστερα η φωτιά. Η φωτιά που «ξέρει τη δουλειά της». Θα σβήσει μόνη της μόλις τα ξύλα θα έχουν γίνει κάρβουνα.
Για την παραγωγή των παραδοσιακών κάρβουνων –που αυτές τις μέρες έχουν την… τιμητική τους, για το ψήσιμο του οβελία–, χρησιμοποιούνται ξύλα από συγκεκριμένα είδη δέντρων. Και αυτό γιατί δεν έχουν όλα τα ξύλα τη δυνατότητα να κάνουν καλό κάρβουνο – αυτό προέρχεται κυρίως από δένδρα που ο κόσμος τους μεγαλώνει αργά. Στην Ελλάδα είναι η βελανιδιά, το πουρνάρι, και φυσικά η ελιά. Και στη Λέσβο, το νησί της ελιάς, κάρβουνα φτιάχνονται κατά βάση από λιόξυλα.
Τα τελευταία χρόνια βέβαια εκτός από τα φυσικά κάρβουνα στην αγορά κυκλοφορούν και τα βιομηχανικά, οι «μπρικέτες». Πρόκειται για υπολείμματα διάφορων ξύλων, πρεσαρισμένα και σταθεροποιημένα με την κυτταρίνη του ξύλου. Είναι τα κάρβουνα που «βρομάν’», λέει ο Ηλίας Τυρίκος που υπερασπίζεται τα προϊόν του σαν «καθαρό»!
Τέτοιες μέρες η ζήτηση του καλού κάρβουνου πληθαίνει. Η οικογένεια του Ηλία Τυρίκου παράγει περίπου 400 με 500 τσουβάλια. Στο σύνολό τους διατίθενται στην ντόπια αγορά.
Στη Λέσβο οι παραδοσιακοί καρβουνάδες που έχουν απομείνει είναι λιγότεροι από δέκα. Παλεύουν «μέσα στη μουτζούρα και στη φωτιά» για ένα μεροκάματο. Μα, όπως λέει και ο Ηλίας Τυρίκος, «τα κάρβουνα δεν φτάνουν για να ζήσεις. Προσθέτουν κατιτίς στο εισόδημα από άλλες, αγροτικές κυρίως ασχολίες».