Διαβάστε το Μέρος Α’,
«Ο μοναχισμός στο Βυζάντιο – Μέρος Α’: Αναχωρητές ή Ασκητές, οι πρώτοι μοναχοί».
~
Αν πατέρας του ασκητισμού θεωρείται ο Άγιος Αντώνιος, τότε πατέρας του κοινοβιακού μοναχισμού θεωρείται ο Άγιος Παχώμιος.
Ο αββάς Παχώμιος (292-346) οργάνωσε το πρώτο μοναστικό κοινόβιο, βασισμένο σε ένα στρατιωτικό πρότυπο (καθότι στον πρότερο βίο του ήταν στρατιωτικός) στην Ταβέννησο, στη δεξιά όχθη του Νείλου, στην έρημο της Θηβαΐδας. Το κοινόβιο είχε μορφή οχυρωμένου στρατοπέδου και οι μοναχοί ζούσαν ομαδικά προσευχόμενοι και εργαζόμενοι. Αναγκαία συνθήκη για την ομαλή συμβίωση ήταν η υπακοή στον ηγούμενο (Παχώμιο).
Η παράδοση διασώζει πως Άγγελος Κυρίου του παρέδωσε το Τυπικό (τους κανόνες) της αδελφότητας, το οποίο ήταν χαραγμένο πάνω σε μια πλάκα.
Ο Παλλάδιος αναφέρει πως κάθε Ταβεννησιώτης (μοναχός του πρώτου κοινοβίου του Παχώμιου) ασχολούνταν με το διακόνημά του (άλλος στον κήπο, άλλος στο καλλιγραφείο, άλλος έπλεκε καλάθια…) και με την από στήθους εκμάθηση των Αγίων Γραφών (Λαυσαϊκή Ιστορία 32, σ. 101). Σύμφωνα με τον Μαρούτα (επίσκοπος στη Β. Συρία, 5ος αι.), το 24ωρο ήταν χωρισμένο για τους κοινοβιάτες σε τρία ίσα μέρη: Το ένα μέρος ήταν αφιερωμένο στην εργασία, το άλλο στην προσευχή και την ανάγνωση, και το τρίτο στην ξεκούραση. Το ίδιο ισχύει και για τους σύγχρονους κοινοβιάτες.
Δύο ήταν οι τύποι της κοινοβιακής ζωής στο Βυζάντιο:
- τα κοινόβια, όπου οι μοναχοί ζούσαν, εργάζονταν, έτρωγαν σε κοινή τράπεζα και προσεύχονταν από κοινού μέσα στα κελιά τους ή στο Κυριακό (τον κεντρικό ναό της μονής), και
- οι λαύρες, όπου η κοινοβιακή ζωή παρουσίαζε μια χαλαρότητα. Στις λαύρες οι μοναχοί ζούσαν μόνοι τους ή με έναν ή δύο υποτακτικούς τους. Υπήρχε κάποιος κοινός ηγούμενος, αλλά ο κάθε ένας ήταν γέροντας στο κελί του. Η μόνη υποχρέωση για κοινή συμβίωση ήταν το Σάββατο ή την Κυριακή, όπου τελούνταν Θεία Λειτουργία στον Κυριακό Ναό. Αντίθετα με το κοινόβιο, ο κάθε μοναχός έκανε το δικό του πρόγραμμα και ήταν υπεύθυνος για την αυτοσυντήρησή του. Έτσι, διατηρούσε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία (ενώ ο κοινοβιάτης ήταν ακτήμων) με σκοπό τον προσπορισμό του.
Απαραίτητη προϋπόθεση για έναν κοινοβιάτη ήταν η stabilitas loci (σταθερή παραμονή στο μοναστήρι του).
Αν αυτός ο κανόνας όμως είχε κάποιο αντίκρισμα στα μοναστήρια της Δύσης –τα οποία διατηρούσαν έντονα το στοιχείο του καταναγκασμού–, στα μοναστήρια της Ανατολής, του ελεύθερου πνεύματος, είχε μάλλον θεωρητική ισχύ. Οι περιπλανώμενοι μοναχοί έτσι όπως καταμαρτυρούνται σε Βίους Αγίων (πολλοί από αυτούς αγίασαν και τους τιμούμε στο Ορθόδοξο εορτολόγιο) ήταν τόσο πολλοί κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, που δύσκολα κανείς μπορούσε να αποφανθεί ποιος ήταν ο κανόνας και ποια η εξαίρεση!
Ο κοινοβιάτης μοναχός όφειλε να υπακούει στον ηγούμενό του (Γέροντα), σε αντίθεση με τον αναχωρητή που η ζωή του ήταν περισσότερο θέμα εσωτερικής πειθαρχίας, χωρίς απαραίτητα να ρυθμίζεται από κάποιο πρόγραμμα πέραν της συνεχούς και αδιάλειπτης προσευχής. Τόσο για τους κοινοβιάτες όσο και για τους ησυχαστές, ο συγχρωτισμός με τον κόσμο ήταν υποτυπώδης. Ωστόσο, ιδίως κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο και στο εξής, τα κοινόβια απέκτησαν έντονη κοινωνική και φιλανθρωπική δράση και κατείχαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της εκάστοτε κοινωνίας.
Ο Άγιος Αντώνιος και ο Άγιος Παχώμιος ήταν σύγχρονοι. Όταν ο πρώτος έμαθε την εκδημία του δευτέρου, τον χαρακτήρισε «νέο απόστολο», και αντικρούοντας εκείνους που τον κολάκεψαν λέγοντας πως αυτός είχε φτάσει σε υψηλότερο πνευματικό επίπεδο από τον εκδημούντα, απάντησε πως: «Εν τη Βασιλεία των Ουρανών θα βλέπωμεν αλλήλους και πάντας τους αγίους Πατέρας, μάλλον δε τον δεσπότην και Θεόν μας Ιησούν Χριστόν», δίδοντας έτσι μεγαλύτερη αξία στον κοινοβιακό μοναχισμό από ό,τι στον αναχωρητικό, του οποίου ήταν και ιδρυτής.
«Χαρακτηρισμός» των μοναχών βάσει κοινωνικών κριτηρίων
Σύμφωνα με την οικονομική κατάστασή τους, μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις ως προς την ένταξη των μοναχών σε κάποια συγκεκριμένη ταξινομική κατηγορία: Οι αναχωρητές ήταν άνθρωποι που μετά βίας εξασφάλιζαν τα απαραίτητα για το βιοπορισμό τους. Συχνά έτρωγαν ωμά λαχανικά, ενώ η αυστηρή νηστεία τους απέτρεπε από τη συσσώρευση πλούτου, καθώς δεν τον είχαν ανάγκη. Έτσι εντάσσονται στην κατηγορία των μικρών ή πενήτων.
Το ίδιο ισχύει και για την κατηγορία των αδελφών τους κοινοβιατών (ακτήμονες), όχι όμως για τους ηγούμενους της μονής, καθώς λόγω του υψηλού τους κύρους στη βυζαντινή κοινωνία αυτοί εντάσσονται κατόπιν νομοθεσίας του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού (919-944) στην κατηγορία των μεγάλων-δυνατών.
Όσον αφορά τους μοναχούς των ιδιόρρυθμων μοναστηριών,1 λόγω της αναγκαιότητας να αυτοσυντηρούνται και να έχουν έτσι μια μικρή ιδιοκτησία, μπορούμε να τους εντάξουμε στην τάξη των μεσαίων (έμποροι, βιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες κτλ.). Ως προς τη θέση τους στη βυζαντινή κοινωνία, όλοι οι εκπρόσωποι του μοναχισμού –λιγότερο όμως οι «ιδιόρρυθμοι»– έχαιραν εκτίμησης και σεβασμού, καθώς συχνά προέρχονταν από την τάξη των δυνατών (στρατιωτικοί, πολιτικοί αξιωματούχοι κ.ά.).
Μάλιστα, πολλοί από αυτούς είχαν καταγωγή από αρχοντική γενιά και αρκετοί είχαν υψηλή μόρφωση.
Η ένταξη των κληρικών σε ταξινομικές κατηγορίες κατά την περίοδο του Βυζαντίου
Είναι δύσκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα σε ποιες κατηγορίες εντάσσονται οι διάφορες βαθμίδες του κλήρου στο Βυζάντιο, κι αυτό γιατί έχουμε να εξετάσουμε μια μακραίωνη περίοδο με ποικίλες αλλαγές στην κοινωνική δομή. Ωστόσο αν το επιχειρούσαμε, θα μπορούσαμε με κάθε επιφύλαξη να εξάγουμε τα παρακάτω συμπεράσματα:
Όσον αφορά το αξίωμα του επισκόπου στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, την εποχή που το συγκεκριμένο οφίκιο ήταν περιβεβλημένο με κύρος και αίγλη, οι επίσκοποι και ως προς τη θέση τους στην κοινωνία και ως την περιουσία τους και τον τρόπο διαβίωσής τους, ανήκαν στους δυνατούς. Στα μεσαιωνικά χρόνια, όμως, μειώνονται τόσο το κύρος όσο και τα εισοδήματά τους, μετακυλούν δηλαδή στην τάξη των μεσαίων. Το ίδιο συμβαίνει και με τις κατώτερες τάξεις του κλήρου, τους ιερείς και τους διακόνους, αφού η μισθοδοσία τους εξαρτάται από τα έσοδα της Εκκλησίας τους.
Υπάρχουν όμως μεμονωμένες περιπτώσεις που ανήκαν στην τάξη των δυνατών, όπως αυτή του παπα-Κτενά, ο οποίος είχε τόσο μεγάλη περιουσία ώστε να είναι σε θέση να αγοράζει αξιώματα.
Όσον αφορά τις διακόνισσες, επειδή προέρχονταν από διαφορετικές τάξεις, μπορούσαν ως λαϊκές να είναι πρώην συγκλητικές που χήρεψαν, ή κόρες υψηλών αξιωματούχων, είτε ακόμη φτωχές γυναίκες που έθεσαν εαυτόν στη θεάρεστη πράξη της διακονίας του συνανθρώπου. Αρχικά δηλαδή ήταν δυνατόν να ανήκουν στην τάξη των δυνατών, των μεσαίων ή και των πενήτων, αλλά η νέα τους κατάσταση τις έβρισκε ακτήμονες, επειδή είχαν δωρίσει όποια περιουσία διέθεταν για κοινωφελή σκοπό. Επομένως οι διακόνισσες περιέπιπταν στην κατηγορία των πενήτων.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιδίωξε να γίνει η προτύπωση της Ουράνιας Βασιλείας στη Γη σε ενδοϊστορικό χρόνο. Αυτό αποτυπωνόταν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της, από την εποχή που ο Ιουστινιανός θριαμβευτικά εγκαινίαζε έναν νέο αρχιτεκτονικό τύπο στον Ιερό Ναό της Αγίας Του Θεού Σοφίας (όπου δέσποζε ο τρούλος ο οποίος συμβόλιζε την Ουράνια Βασιλεία που επικάθεται πάνω στη Αυτοκρατορία), μέχρι και τις τραγικές ημέρες της άλωσης του 1453, κατά τις οποίες οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης δέχονταν μοιρολατρικά το τέλος, επειδή δεν πέτυχαν το σκοπό τους – να εξομοιώσουν δηλαδή την επίγεια βασιλεία με την Ουράνια.
Σε μια κοινωνία όπως η βυζαντινή, η θέση των μοναχών και των κληρικών δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο εκτός από εξέχουσα και αξιοσέβαστη. Στο πέρασμα των 1.100 χρόνων της Αυτοκρατορίας, πλήθος από τις τάξεις των μοναχών αλλά και των επισκόπων, των κληρικών και των διακονισσών, έγραψαν το όνομά τους με χρυσά γράμματα όχι μόνο στα ιστορικά βιβλία-πηγές που μας διασώθηκαν, αλλά και στο «βιβλίο της Ζωής», αγιάζοντας με τη βιωτή και το έργο τους.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων