Ο Επιτάφιος της Ιεράς Βασιλικής Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Σουμελά Πόντου είναι έργο που φιλοτέχνησαν οι ξακουστές Τραπεζούντιες κεντήστρες Θεοδοσία του Κασυμπούρη και η μαθήτριά της Ελισάβετ.
Το ανεκτίμητο αυτό κειμήλιο της Ορθοδοξίας βρέθηκε σε παλαιοπωλείο του Λονδίνου το 1932 και αγοράστηκε αντί 200 λιρών από τον Αντώνιο Μπενάκη.
Έτσι μετά την επιστροφή των ιερών κειμηλίων της Παναγίας Σουμελά Πόντου στη νέα Μονή Παναγίας Σουμελά στο όρος Βέρμιο, –δηλαδή της εικόνας της Παναγίας Σουμελιώτισσας, του Ευαγγελίου του Οσίου Χριστοφόρου, του Τίμιου Σταυρού του Αυτοκράτορα Μανουήλ Γ΄ του Μεγαλοκομνηνού–, το 1997 «επιστρέφει» και ο Επιτάφιος της Μονής αφού παραχωρήθηκε ως παρακαταθήκη από το Μουσείο Μπενάκη, ο οποίος μαζί με τα υπόλοιπα πολύτιμα κειμήλια του ποντιακού ελληνισμού διηγείται μυστικά την ιστορία και τον πολιτισμό της Ρωμιοσύνης στον Πόντο.
Έχει διαστάσεις 100 εκ. ύψος και 140 εκ. πλάτος και είναι τυπικό δείγμα χρυσοκεντητικής της μεταβυζαντινής περιόδου. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται αρίστης ποιότητας μετάξι και σύρμα χρυσό και αργυρό. Σύμφωνα με τη βυζαντινολόγο Ευγενία Βέη-Χατζηδάκη «Η Θεοδοσία κεντά σε όλα τα επίπεδα πρώτα με ερυθρό ή πράσινο μετάξι και πάνω από αυτό περνά το χρυσό ή αργυρό σύρμα, ούτως ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται περί δυο ενδυμάτων εκ των οποίων το πρώτο είναι διαφανές […] Τα πρόσωπα του θρήνου είναι κεντημένα με πάρα πολύ λεπτό και ανοιχτό σιτόχρουν μετάξι και λεπτότατες βελονιές, ενώ οι κομμώσεις με ξανθό. Μόνο η κόμμωση του Νικόδημου είναι αργυρή με φαιά περιγράμματα».
Το ιδιόμελο του Εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής «Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον …» (μτφ. Εσένα που φόρεσες το φως για ρούχο…) στολίζει περιμετρικά την κεντρική παράσταση του αριστουργηματικού Επιταφίου. Η ζώνη εκτός του κυρίου θέματος στολίζεται με φυτικό διάκοσμο και μετάλλια με τις μορφές των τεσσάρων Ευαγγελιστών και των συμβόλων τους στις τέσσερις γωνίες του Επιταφίου. Έτσι ξεκινώντας από την επάνω αριστερή γωνία διακρίνουμε τον Ευαγγελιστή Ματθαίο με τον άγγελο, ακολουθεί στην επάνω δεξιά θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος με τον αετό, κάτω δεξιά ο Ευαγγελιστής Μάρκος με το λέοντα και τέλος κάτω αριστερά ο Ευαγγελιστής Λουκάς με τον ταύρο.
Σύμφωνα με την επιγραφή που βρίσκεται κεντρικά στο κάτω μέρος του επιταφίου το έργο ήταν παραγγελία του ηγούμενου Σωφρονίου ο οποίος και το αφιέρωσε στο Μοναστήρι της Σουμελά. Η επιγραφή έχει ως εξής: «Ιησούς Χριστός Νικά· εν Τραπεζούντι τη πόλει φιλοπόνως νεύθει ο τόδ’ είργασται επιτάφιον αβροίς[…] σεπτώς ανεθέμην χώρας επαύρειν της άνω λύσεως τε ρυτίδων: εν έτει σωτηρίω αφλη’ Οκτωβρίου πόνως Θεοδοσίας του Κασυμπούρι και της μαθητρίας αυτής Ελισάβετ».
Η επιγραφή μαρτυρά πως ο Επιτάφιος φιλοτεχνήθηκε το 1538. Όμως προφανώς πρόκειται για λάθος του αγιογράφου –που δημιούργησε το πατρόν πάνω στο οποίο κέντησαν οι κεντήστρες– ο οποίος εκ παραδρομής έγραψε ΑΦΛΗ (1538) αντί για ΑΨΛΗ (1738). Υπάρχει επίσης περίπτωση οι κεντήστρες να πέρασαν το Ψ για Φ. Ίσως να μην γνώριζαν πώς γράφονται σύμφωνα με την ελληνική γραφή οι ημερομηνίες.
Εκείνο που «χρεώνουμε» με βεβαιότητα στον αγιογράφο είναι κάποια στοιχεία που χαλούν την ισορροπία της σύνθεσης. Αυτά είναι τα μη συμμετρικά – ψηλά σώματα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που σκύβει για να φιλήσει το χέρι του αγαπημένου του Ιησού και του Αγίου Νικοδήμου που στέκει συντετριμμένος πίσω από τον Άγιο Ιωάννη. Ένα άλλο στοιχείο που χαλάει την ισορροπία της παράστασης είναι τα υπερφυσικά χέρια της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής που υψώνονται στον ουρανό ως ένδειξη πόνου, τα οποία οφείλονται και αυτά στο αρχικό σχέδιο του αγιογράφου.
Τη σκηνή περικλείουν από αριστερά και δεξιά οι μορφές των αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ οι οποίοι σε ρόλο διακόνων κρατούν λαμπάδα ο πρώτος και κηροπήγιο με λαμπάδα ο δεύτερος, ενώ θυμιατίζουν με θυμιατά το σώμα του νεκρού Ιησού ανοίγοντας τα φτερά τους. Αν και η εικόνα είναι στατική, μας δημιουργείται η εντύπωση πως οι άγγελοι φτερουγίζουν και πως ακούγεται ο βαρύς ήχος από την κίνησή των φτερών τους. Αυτό οφείλεται στην επιτηδειότητα της Θεοδοσίας και της βελονιάς της. Στην επιτηδειότητα της ξακουστής κεντήστρας επίσης οφείλεται και η έκφραση των προσώπων και ειδικά αυτή της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής με το περίλυπο βλέμμα και τα ανασηκωμένα φρύδια. Εάν δεν το βλέπαμε, δεν θα πιστεύαμε πως γίνεται να δοθεί τέτοια λεπτομέρεια σε κέντημα. Κι όμως χάρη στη μεταξωτή κλωστή που χωρίζεται σε μικρότερα μέρη είναι δυνατόν να αποτυπωθούν ακόμα και «ψιμυθιές» στο χρυσοκέντητο αυτόν θησαυρό του ιστορικού μοναστηριού. Τη σκηνή συμπληρώνουν ο Ιωσήφ που βρίσκεται γονυπετής στα πόδια του Κυρίου και η Μαρία του Ιακώβου που θρηνεί βουβά πίσω από την Παναγία, η οποία είναι πεσμένη πάνω στο νεκρό σώμα του Υιού Της αγκαλιάζοντάς Τον.
Σε αυτό το αριστούργημα της βυζαντινής τέχνης που ταυτόχρονα είναι και λειτουργικό «σκεύος», άμφιο για την ακρίβεια, η καλλιτεχνική ιδιοφυία της Θεοδοσίας και της μαθήτριάς της Ελισάβετ δεν θα μπορούσε να μη δώσει ιδιαίτερη έμφαση στις μορφές των πιο κοντινών ανθρώπων του Ιησού, της μητέρας Του Μαρίας και του αγαπημένου μαθητή Του Ιωάννη του Θεολόγου. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τη βυζαντινολόγο Ε. Βέη-Χατζηδάκη «για τα ενδύματα της Παναγίας και του Ιωάννη η κεντήτρια χρησιμοποιεί χρυσό σύρμα ριζοβελονιά πάνω στην κεντημένη ήδη επιφάνεια με κόκκινο μετάξι, ενώ για τα ρούχα των αγγέλων ασημένιο σύρμα σε κυανό μετάξι». Ενώ για άλλες λεπτομέρειες η βυζαντινολόγος γράφει: «Για το έδαφος χρησιμοποιήθηκε χρυσό σύρμα με πράσινο μετάξι, ενώ για τη λάρνακα αργυρό σύρμα και αργυρό μετάξι. Ο σταυρός, η σινδόνη και η στολή των αγγέλων είναι κεντημένα με αργυρό σύρμα και διακοσμούνται με χρυσά κοσμήματα».
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, στις εκκλησιές της ρωμιοσύνης θα ζήσουμε ξανά τα Άγια Πάθη του Κυρίου μας, συνοδεύοντάς τον στο μαρτύριο και την ταφή Του. Ας μας αξιώσει να τον συνοδεύσουμε και στην Αγία Του Ανάσταση!
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων