Με περιοριστικούς όρους πρόκειται να αποφυλακιστεί αύριο, Μεγάλη Πέμπτη, ή το πολύ τη Μεγάλη Παρασκευή η Εύα Καϊλή. Μετά από τέσσερις και πλέον μήνες στη φυλακή για το σκάνδαλο Qatargate, η Ελληνίδα ευρωβουλευτής πρόκειται να τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονικό βραχιολάκι παρακολούθησης, όπως επιβεβαίωσε στο Euronews ο δικηγόρος της, Σβεν Μέρι.
«Δεν θα σχολιάσω τίποτα άλλο, πέρα από το γεγονός ότι αυτή είναι μια λογική απόφαση που άργησε να ληφθεί», δήλωσε o Μέρι, ενώ ο δικηγόρος της Μιχάλης Δημητρακόπουλος, δήλωσε ότι «Η Εύα Καϊλή βγαίνει από τη φυλακή με ψηλά το κεφάλι και με αξιοπρέπεια, δεν ομολόγησε αδικήματα που δεν έχει διαπράξει, θα αγωνιστεί για την αθωότητά της μέχρι τέλους».
Την πληροφορία επιβεβαίωσε και η ομοσπονδιακή εισαγγελία του Βελγίου, ενώ αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι η απόφαση για την αποφυλάκιση πάρθηκε μια ημέρα πριν από την προγραμματισμένη εμφάνισή της ενώπιον δικαστή, το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης.
Το χρονικό της σύλληψης
Η Ελληνίδα ευρωβουλευτής είχε συλληφθεί στις αρχές Δεκεμβρίου και αμέσως άρθηκε η βουλευτική ασυλία της, διεγράφη από το ΠΑΣΟΚ, ενώ παύθηκε από τη θέση της αντιπροέδρου του ευρωκοινοβουλίου. Κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, διαφθορά και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και μεταφέρθηκε σε φυλακή που βρίσκεται στα περίχωρα των Βρυξελλών, στο πλαίσιο της προφυλάκισής της.
Για την ίδια υπόθεση είχε συλληφθεί και ο σύντροφός της, Φραντσέσκο Τζόρτζι, ο οποίος έχει αφεθεί ελεύθερος με βραχιολάκι από τα τέλη Φεβρουαρίου. Η ίδια φέρεται να είχε πιαστεί επ’ αυτοφώρω, και για αυτό η βουλευτική ασυλία της δεν είχε καμία ισχύ.
Στις 13 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, ο επικεφαλής της Αρχής για Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος Χαράλαμπος Βουρλιώτης, είχε δώσει γενική εντολή για δέσμευση, κάθε περιουσιακού στοιχείου που μπορεί να διαθέτει στην Ελλάδα η ευρωβουλευτής, όπως και ο σύζυγός της ή άμεσα συγγενικά της πρόσωπα (γονείς, αδέλφια).
Η Ελληνίδα ευρωβουλευτής ήταν η πρώτη που συνελήφθη για το σκάνδαλο Qatargate, όταν οι αρχές αποκάλυψαν την έρευνα για δωροδοκία ευρωβουλευτών από το Κατάρ και το Μαρόκο. Και οι δύο χώρες είχαν αρνηθεί κάθε εμπλοκή.