Ο μοναχισμός ξεκίνησε ως κίνημα που επηρέασε σημαντικά τη ζωή και τις αντιλήψεις του βυζαντινού κόσμου. Οι πρώτες μαρτυρίες για την εμφάνιση του κοινοβιακού μοναχισμού προέρχονται από το πρώτο μισό του 4ου αιώνα, και αναφέρονται στο κοινόβιο με αββά τον Άγιο Παχώμιο.
Ωστόσο οι καταβολές του μοναχισμού είναι αρχαιότερες.
Η κοινή ζωή των χριστιανών σε συνθήκες αυστηρής διαβίωσης αλλά και η αναχώρηση από την κοσμική ζωή με σκοπό τη σωτηρία της ψυχής τους δεν ήταν φαινόμενα πρωτόγνωρα, ιδίως για έναν τόπο όπως η αιγυπτιακή έρημος που θεωρείται η κοιτίδα του μοναχισμού.
Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι ήταν ένα κίνημα λαϊκών και όχι κληρικών, που αποζητούσαν μια αυθεντικότερη σχέση με τον Θεό, νοσταλγώντας την αγνότητα των πρωτοχριστιανικών χρόνων, την εποχή που οι Άγιοι Απόστολοι κήρυτταν το Λόγο Του, δίχως να εμπλέκονται με την κοσμική εξουσία και κυριολεκτικά μη έχοντας «πού την κεφαλήν κλίνη».
Άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα ήταν κλητοί για να ενδυθούν το μέγα αγγελικό σχήμα. Έτσι οι τάξεις των μοναχών απαρτίζονταν από πένητες αλλά και από βασιλείς1 και πρίγκιπες, από αγράμματους αλλά και από λογίους, από πρώην ληστές και πρώην πόρνες2 οι οποίες μετανόησαν για τον πρότερο βίο τους και μετέτρεψαν το έως τότε ρυπαρό σαρκίο τους σε καθαρό ναό του Κυρίου.
Οι Αναχωρητές – Ασκητές μοναχοί
Πατέρας του αναχωρητισμού θεωρείται ο Μέγας Αντώνιος (251-356 μ.Χ.), που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε συνθήκες απομόνωσης με νηστεία και προσευχή. Ο βίος του Μεγάλου Αντωνίου διασώζεται χάρη στη βιογραφία που έγραψε ένας άλλος μεγάλος άνδρας της Εκκλησίας ο Άγιος Αθανάσιος, επίσκοπος Αλεξανδρείας και φοβερός πολέμιος της αιρέσεως του Αρειανισμού.
Κοιτίδα του αναχωρητισμού θεωρείται η Αίγυπτος, στην οποία παρατηρούμε το φαινόμενο από τον 3ο αι. Ο βυζαντινολόγος Κύριλλος Μάνγκο αναφέρει χαρακτηριστικά πως εξαθλιωμένοι άνθρωποι, αδυνατώντας να πληρώσουν τους δυσβάστακτους φόρους αλλά και να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις της ζωής, κατέφευγαν στην έρημο, αποτελώντας έτσι τον πρώτο πυρήνα ασκητών.
Είναι όμως αυτό αντιπροσωπευτικό για όλους τους ασκητές της ερήμου; Μάλλον όχι, αν εξετάσουμε τα μέτρα πνευματικότητας στα οποία φτάσανε.
Κάποια άλλη ήταν η αιτία που οδηγούσε τους αναχωρητές στην έρημο, να έρχονται αντιμέτωποι με σκληρές καταστάσεις όπως η νηστεία, οι ακραίες καιρικές συνθήκες και οι «πειρασμοί» που εμφανίζονταν κυρίως στα όνειρά τους και είχαν την μορφή ερωτικής επιθυμίας, νοσταλγίας προς τους οικείους ή τα αγαπημένα φιλικά πρόσωπα, αλλά και των συνηθειών της παρελθούσης ζωής, καθώς και το φόβο των άγριων θηρίων. Η αιτία που οδηγούσε τον άνθρωπο να αντέξει όλες αυτές τις αντιξοότητες είναι διαχρονική και δεν είναι άλλη από τον πόθο του για την ένωση με το Θείο.
Ο αναχωρητισμός, άλλως ασκητισμός, μεταλαμπαδεύτηκε από την Αίγυπτο στην Παλαιστίνη (έρημος Ιουδαίας), στη Συρία, τη Μεσοποταμία, και εμφανίζεται στη Μ. Ασία (όρος Όλυμπος και όρος Κυμινάς της Βιθυνίας) πριν από το 340 μ.Χ.
Στην Ελλάδα οι πρώτες μαρτυρίες ασκητών χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 8ου αι. Το Άγιον Όρος αλλά και τα Άγια Μετέωρα είναι οι περιοχές που φιλοξενούν τους πρωτοεμφανιζόμενους στα ελληνικά εδάφη ερημίτες, και κατόπιν τα οργανωμένα κοινόβια. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά της ασκητικής ζωής: η απομόνωση, η προσευχή και η νηστεία. Τα τρία αυτά χαρακτηριστικά οδηγούν στη νήψη. Η λέξη «νήψις» προέρχεται από το ρήμα νήφω που στην κυριολεξία σημαίνει δεν πίνω οίνο, δεν αποχαυνώνω τον νου μου, αλλά τον κρατώ σε εγρήγορση (εξού και νηφάλιος).
Η νήψη δηλαδή έχει την έννοια της εγκράτειας και της αδιάλειπτης ενάργειας του νου με σκοπό την επικοινωνία με τον Θεό.
Η καθημερινότητα του ασκητή κυλούσε κυρίως μέσα στο κελί, όπου ασχολούνταν με την προσευχή και την ανάγνωση. Συχνά το κελί ενός μοναχού ήταν ένα σπήλαιο μέσα στο βράχο ή ένα πρόχειρα φτιαγμένο παράπηγμα. Αυτό ήταν συνειδητή επιλογή του ασκητή γιατί δεν ήθελε να έχει σταθερό καταφύγιο για να μη συνδεθεί με έναν τόπο, αλλά να θυμάται πάντα πως σε τούτη τη ζωή είναι παρεπίδημος και ότι ο προορισμός του είναι να γίνει κάτοικος της Ουράνιας πολιτείας, της Άνω Ιερουσαλήμ.
Μάλιστα στην πιο πρόσφατη ιστορία, στο Άγιον Όρος, παρατηρήθηκε το φαινόμενο των καυσοκαλυβιτών, οι οποίοι όταν συνήθιζαν σε ένα μέρος, έκαιγαν την καλύβα τους και αναζητούσαν άλλον τόπο για την άσκησή τους. Ενδεικτικός είναι ο λόγος του Αββά Ζήνωνα στο Γεροντικό: «Μη βάζεις ποτέ θεμέλια, όταν κτίζεις ένα κελί» (βλ. Γεροντικόν, Ζήνων α’).
Υπάρχουν και ακραίες περιπτώσεις μοναχών που έζησαν τη ζωή τους πάνω σε στύλους (στυλίτες), ακόμα και σε δέντρα (δεντρίτες).
Οι ασκητές συνήθως κάθονταν στο έδαφος ή σε ένα μικρό σκαμνάκι, με το κεφάλι να γέρνει στο στήθος τους (στάση που ειρωνεύτηκαν οι Δυτικόφρονες μοναχοί με επικεφαλής τους τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, χαρακτηρίζοντας τους ησυχαστές ως ομφαλοσκόπους), λέγοντας την ευχή ή αλλιώς καρδιακή προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ (Υιέ του Θεού), ελέησόν με». Συγχρονίζοντας την αναπνοή τους (Κύριε Ιησού Χριστέ – εισπνοή, ελέησόν με – εκπνοή) με την ευχή, αλλά κυρίως στρέφοντας όλη την ύπαρξή τους προς την παρατήρηση του Θεού, έφταναν σε μια πνευματική κατάσταση κατά την οποίαν εγκατέλειπαν πρόσκαιρα τη ματαιότητα αυτού του κόσμου και γίνονταν θεατές του Θαβώρειου Φωτός, ζούσαν δηλαδή μια εξωσωματική εμπειρία γευόμενοι μέρος των αγαθών που τους περίμεναν στην Άνω Ιερουσαλήμ.
Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας η φράση «ελέησόν με» δεν αφορά μόνο αυτόν που λέει την ευχή, αλλά δηλώνει την ενότητα του κόσμου επειδή προσευχητικά εκείνη την ώρα ο μοναχός γίνεται ένα με όλους τους ανθρώπους και προσεύχεται για να επιδαψιλεύσει ο Θεός το έλεός Του σε όλη Του τη δημιουργία.
Εκτός από την προσευχή και την ανάγνωση, όμως, ο ασκητής ασχολούνταν και με το εργόχειρό του. Το εργόχειρο του εξασφάλιζε ένα ελάχιστο εισόδημα (όταν το πουλούσε), που είτε του χρησίμευε για την αγορά τροφίμων (κυρίως ψωμιού) είτε το έδινε ως ευλογία σε ανθρώπους που συναντούσε και το είχαν ανάγκη. Εκτός από την πρακτική ανάγκη να έχει κάποιος ασκητής εργόχειρο, υπήρχε και πνευματική, εφόσον το εργόχειρο καταπολεμούσε έναν από τους μεγαλύτερους πειρασμούς-εχθρούς της προόδου της πνευματικής του ζωής που αντιμετώπιζε στην ησυχία του, την ακηδία.
Ακηδία ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία ένας άνθρωπος χάνει την ικμάδα του και αποθαρρύνεται. Η ακηδία προκαλεί με αυτόν τον τρόπο έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης και αποπροσανατολισμό νοήματος της ζωής του.
Τέλος, οι ασκητές απέφευγαν να κοιμούνται, και όταν αυτό γινόταν (αναγκαστικά λόγω ανθρώπινης αδυναμίας), ξάπλωναν πάνω στο χώμα ή σε μια ψάθα (το ψιάθιον) στη μέση του κελιού τους. Η στάση αυτή λεγόταν «χαμευνία» ή «χαμαικοιτία» και δεν αποσκοπούσε μόνο στη σκληραγώγηση αλλά και στην εγρήγορση του ασκητή, που μόλις ένιωθε ότι μπορούσε να νικήσει την κούραση και την υπνηλία του, σηκωνόταν για να συνεχίσει την προσευχή του. Ο Ιωάννης Μόσχος γράφει στο Λειμωνάριον για έναν μοναχό ο οποίος νήστευε καθημερινά και δεν κοιμήθηκε ποτέ ξαπλωμένος. Στη Λαυσαϊκή Ιστορία (Λ.Ιστ. 19,7-8 και 2,3) ο Παλλάδιος μας αναφέρει για έναν ασκητή πως δεχόταν τέτοιον σαρκικό πόλεμο από τα δαιμόνια, ώστε επέβαλε στον εαυτό του αδιάλειπτη αγρυπνία και δεν άφησε ποτέ το σαρκίο του να κοιμηθεί οικειοθελώς.
Συνεχίζεται…
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων