Για το πόσο… εκρηκτική και επεισοδιακή ήταν η Ανάσταση στα Κοτύωρα, την πατρίδα της μητέρας του στην οποία και ο ίδιος πέρασε τα παιδικά του χρόνια, έχει γράψει ο Ξενοφών Άκογλου, ο λογοτέχνης, λαογράφος και στρατιωτικός που είναι γνωστός και με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ξένος Ξενίτας.
Το έργο του Από τη ζωή του Πόντου – Λαογραφικά Κοτυώρων κυκλοφόρησε το 1939 στην Αθήνα. Ακόμα και σήμερα θεωρείται πολύτιμο λαογραφικό ντοκουμέντο, διότι αποτυπώνει την καθημερινότητα των Ελλήνων στα Κοτύωρα του Πόντου.
≈ ≈
Οι καμπάνες για την Ανάσταση χτυπούσαν 1-2 ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Μερικοί ξαγρυπνούσαν. Ξεχνιόντανε με την καλή συντροφιά και τη συζήτηση, περιμένοντας τον μαθητή του ράφτη ή του τσαγκάρη (τσιράχ’) να φέρει τα ρούχα ή τα παπούτσια τους, και γενικά με τις ετοιμασίες για την Ανάσταση. Ο πολύς κόσμος, όπως και κάθε βράδυ, κοιμόταν από νωρίς.
Λίγο πριν χτυπήσουν οι καμπάνες για την εκκλησία, ο νυχτοφύλακας (πασβανόν) περιερχόταν σε όλα τα σπίτια και τους ξυπνούσε. Όπου δεν έβλεπε φως και υπέθετε πως κοιμούνται ακόμα, βροντούσε δυνατά την πόρτα και φώναζε στερεότυπα: «Ορίιιιιιιστε σήν εγκλεσίαν!». Η φωνή του και τα χτυπήματά του αντηχούσαν βαριά στην ήρεμη ησυχία της νύχτας. Σε λίγο ξυπνούσαν, άναβαν τα φώτα σ’ όλα τα σπίτια και δεν αργούσαν να ξεχυθούν οι ομάδες στους δρόμους, προχωρώντας βιαστικά και με λαχτάρα στην εκκλησία. Ο νυχτοφύλακας στην ειδική αυτή περίπτωση ονομαζόταν τζαγκόης. Συνήθως διόριζε κι άλλον βοηθό του, επειδή δεν τα κατάφερνε μόνος να προλάβει σ’ όλα τα σπίτια της δικαιοδοσίας του.
Η ακολουθία για την Ανάσταση ψελνότανε έξω στο ύπαιθρο, στον περίβολο της εκκλησίας, όπου στηνόταν μια πρόχειρη εξέδρα, κατάλληλα στολισμένη, κυρίως με δάφνες.
Στις πιο χαλεπές και δύσκολες περιστάσεις, που ήταν συνέπειες της κάθε φορά ανώμαλης εσωτερικής και εξωτερικής κατάστασης της Τουρκίας, ήταν απαραίτητο να σμίξει η μοσκοβολητάδα της σμύρνας και του λιβανιού με τη μυρωδιά της μπαρούτης, μόλις ο παπάς θα πρωτοεκφωνούσε το «Χριστός Ανέστη». Εκτός από τις άφθονες ρουκέτες, τα φυσέκια, που ρίχναν αλλεπάλληλα και πυκνότατα χωρίς καμίαν απαγόρευση, και οι νέοι, οπλισμένοι με πιστόλια γινότανε παρέες-παρέες, πιάνανε διάφορα πόστα κατάλληλα και άρχιζαν τους πυροβολισμούς – τα ταπατζέας ή τα πιστοφέας.
Τ’ αστυνομικά όργανα, που παρακολουθούσαν την τελετή κ’ είχαν το νου τους στην εκτέλεση της απαγορευτικής διάταξης για τους πυροβολισμούς, τα ’χαναν. Ομοβροντίες από παντού· κρότοι ξεκουφαντικοί· πανδαιμόνιο.
Οι μεγαλύτεροι ανάμεσα στις παρέες των νέων που πυροβολούσαν, έτσι για να είναι εντάξει απέναντι στα αστυνομικά όργανα, φώναζαν φαινομενικά: «Άτμαϊν!» (μην ρίχνετε). Μα συμπλήρωναν αμέσως, χωρίς καμιά διακοπή: «Συρέστε!» (ρίξτε). Έτσι προέκυψε το άτμαϊν-συρέστε που χρησιμοποιούνταν συμβολικά και ειρωνικά για κείνους που έλεγαν άλλ’ αντ’ άλλων.
Ωστόσο οι αστυνομικοί μετά την πρώτη αιφνιδιαστική εντύπωση χυμούσαν σε μια κατεύθυνση από την οποία είχαν ακουστεί πυροβολισμοί. Αμέσως πυροβολούσε με ομοβροντίες άλλη παρέα από την αντίθετη κατεύθυνση, για αντιπερισπασμό. Είν’ αλήθεια ότι καμιά φορά έκαναν και τα στραβά μάτια οι αστυνομικοί. Μα τύχαινε κάποτε, είτε την ίδια νύχτα, είτε και στο τριήμερο διάστημα του Πάσχα, που συνεχίζονταν αραιά και πού οι πυροβολισμοί, να πιάσουν κανένα.
Στις περιπτώσεις αυτές η μόνη αποτελεσματική επέμβαση ήταν των γυναικών, όσες φορές η δωροδοκία δεν έπιανε τόπο. Ορμούσαν αγριεμένες, με φωνές και με λύσσα, αλλά και με κλάματα κάποτε, κι απελευθέρωναν τους παραβάτες. Ο ιπποτισμός των αστυνομικών οργάνων και των Τούρκων γενικώς ήταν υποδειγματικός. Ποτέ άνδρας δεν άπλωνε το χέρι σε γυναίκα για να την κακοποιήσει, ακόμα κι όταν βρισκόταν σε θέση αμυνόμενου και τις έτρωγε. Εκτός αυτού, παρόμοιες ενέργειες, όχι και τόσο σπάνιες, δεν έχει συμβεί να έχουν και ποινικές-δικαστικές συνέπειες.
Κοντά στους πυροβολισμούς κι όλοι σχεδόν που παρακολουθούσαν την τελετή, μικροί και μεγάλοι, άναβαν διάφορα βεγγαλικά φώτα (μαϊτάπα), ή χρησιμοποιούσαν –τα μικρά παιδιά– πιστολάκια με χάρτινα καψίλια.
Τα κάπως μεγάλα παιδιά και οι έφηβοι πυροβολούσαν με τ’ ανοιγάρα: Κλειδιά σε διάφορα μεγέθη με κοίλο το στέλεχος· παραγεμιζότανε με κεφαλάκια από σπίρτα ή και με μπαρούτι και στουπωνότανε με χαρτί ή κουρέλια (σκοκούμα), ως τα μισά σχεδόν της κοιλότητας. Το κεφάλι του καρφιού και του κλειδιού δενότανε με σπάγκο γερό, 1 μέτρο περίπου, το καθένα σε κάθε άκρη. Μετά τη γέμιση, έβαζαν το καρφί από τη μύτη στην κοιλότητα του κλειδιού.
Κρατούσαν από τη μέση του σκοινιού και το χτυπούσαν με δύναμη σε κανέναν πέτρινο τοίχο, από το κεφάλι του καρφιού. Αν όχι με την πρώτη, τουλάχιστον όμως με τη δεύτερη, ή το πολύ με την τρίτη, κρούση το σύστημα εκπυρσοκροτούσε. Ανάλογα με το μέγεθος του κλειδιού και τη γόμωση, προκαλούνταν και ο σχετικός κρότος. Τα μεγάλα κλειδιά έκαναν δαιμονισμένο κρότο, σχεδόν σαν χειροβομβίδα.
Οι πυροβολισμοί με τ’ ανοίγαρα δεν απαγορεύονταν κ’ ήταν ένας τρόπος για παραπλάνηση των αστυνομικών. Ωστόσο, καμιά φορά είχαν και τα δυστυχήματά τους, από διάρρηξη του κλειδιού κλπ.