Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις την αγίαν και ζωηφόρον της Αναστάσεως ημέραν του Πάσχα» και ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΨΑΛΜΟΣ». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιβ’. »Στον κόσμο μπρος, καλή κυρά, η γλώσσα σου να τα λαλεί όλα αυτά που είδες·
»με πάσα λεπτομέρεια όλα να τα διηγείσαι στης Βασιλείας τ’ ουρανού τα τέκνα
»που προσμένουνε το πότε θα αναστηθώ – εγώ που ζω, όπως βλέπεις.
»Εμπρός, Μαρία, γρήγορα! Μάζεψ’ τους Μαθητές μου.
»Γίνε για μένα σάλπιγγα, σάλπιγγα συ βροντόφωνη
»κι ήχησε την ειρήνη στα αυτιά κείνων που τρέμουνε τι μαύρα νέα θ’ ακούσουν –
»μιλάω για τους φίλους μου που κρύβονται σκιαγμένοι.
»Σάλπισε εγερτήριο, ξύπνα τους απ’ τον ύπνο,
»ν’ ανάψουν τις λαμπάδες τους, για να με ανταμώσουν.
»Πες τους: “παιδιά, σηκώθηκε ο Νυμφίος απ’ τον Τάφο!
»”Τα πήρε όλα κι έφυγε και τίποτα δεν άφησε πίσω του μες στο μνήμα.
»”Άλλο έτσι μην κάθεστε με νεκρωμένα μέλη, διώξτε να φύγει μακριά αυτή η παραλυσία, ότι
»”εγώ Αναστήθηκα κι εσείς βγείτε φωνάξτε:
»”Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους”».
ιγ’. Καθώς λοιπόν τα άκουσε και τα κατάλαβε καλά τα λόγια όλα του Λόγου,
η κόρη πίσω γύρισε και λέει στις δικές της που ’ταν κι εκείνες σαν κι αυτήν και στα μυαλά και σ’ όλα:
«Καλές μου φίλες, θαυμαστά είναι όλα όσα είδα και τώρα θα σας τα διηγηθώ.
»Μόν’ μην καμιά ξεγελαστεί και την ομολογία μου την πει μωρολογία.
»Δεν είν’ της φαντασίας μου, Θεόπνευστα είναι όλα.
»Η καρδιά μου όλη γέμισε απ’ του Χριστού τα λόγια κι από την παρουσία Του· και τώρ’ ακούστε να σας πω το “πώς” μα και το “πότε”.
»Όταν ο Πέτρος κι οι λοιποί έφυγαν και μ’ αφήσανε
»μόνη μου εκεί να κλαίω –στο Μνήμα λέω εκεί κοντά–
»νόμιζα ότι Τον πήρανε μέσα απ’ τον Τάφο,
»το Θείο Σώμα πήρανε τ’ Αθάνατου και φύγαν.
»Αλλά ευθύς σπλαχνίστηκε τα δάκρυά μου κι ήρθε· αμέσως μου εμφανίστηκες!
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους.
ιδ’. »Κι αμέσως μεταλλάχτηκε σε ευφροσύνη η λύπη
»κι όλα τριγύρω φαίνονταν εύθυμα και χαρούμενα – χαιρόταν η ψυχή μου.
»Και δεν διστάζω, θα το πω: “γεύτηκα τώρα και εγώ τη δόξα του Μωυσέα”.
»Γιατί είδα με τα μάτια μου, στο Μνήμα όχι στο Όρος,
»να είναι με το Σώμα Του και όχι σε νεφέλη,
»ο Ασωμάτων Δέσποτας, ο νεφελών Δεσπότης,
»ο που υπάρχει απ’ τα πριν και τώρα και για πάντα.
»Εκείνος μου παράγγειλε: “Μαριάμ γρήγορα τρέξε, να πεις
»”σε όσους μ’ αγαπούν πως είμ’ Αναστημένος.
»”Πώς πήρε τότε στα παλιά, πώς πήρε η περιστερά στο στόμα ελιάς κλαδάκι; Έτσι κι εσύ το λόγο αυτόν στη γλώσσα να κρατήσεις.
»”Στου Νώε τους απόγονους μήνυμα εσύ χαρμόσυνο, έτσι κι εσύ να δώσεις.
»”Έτσι ας προαναγγείλεις πως ξέκανα τον θάνατο και είμ’ Αναστημένος, κι όλοι μαζί να ψέλνετε
»”Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους”».
ιε’. Η ευσεβής ομήγυρη των νεαρών των γυναικών τα λόγια καλακούει.
Κι όλες μαζί συμφώνησαν κι έτσι αποκριθήκαν, πιάσανε τη Μαγδαληνή Μαρία και της είπαν:
«Όσα μας λες τώρα εσύ, αλήθεια τα θεωρούμε και συμφωνούμε πράγματι, μαζί σου είμαστ’ όλες.
»Μη μας περάσεις γι’ άπιστες που ’χουμε μια απορία…
»Πώς γίνηκε και ήτανε μέχρι τώρα στον Τάφο
»και Τον μετρούσανε κι Αυτόν μ’ όλους τους πεθαμένους; Δεν είν’ που αναστήθηκε, μόν’ είναι το πόσο άργησε εντέλει να το κάνει! Πώς το ανέχτηκε η Ζωή αυτό για τρεις ημέρες;
»Ότι απ’ τα καταχθόνια έμελλε
»να γυρίσει, εμείς το περιμέναμε· γι’ αυτό, παραδεχόμασταν και λέγαμε αντάμα:
»“Τον δούλο Του έβγαλε παλιά απ’ την κοιλιά του κήτους,
»”και πώς ο Ίδιος κάθεται μες στην κοιλιά του Θανατά τώρα φυλακωμένος;
»”Αν κάποτ’ εξανάγκασε εκείνο το θηρίο να βγάλει από την κοιλιά εκείνον που κατάπιε, δεν πρέπει τώρ’ ο Ίδιος Του ν’ Αναστηθεί απ’ το Μνήμα; Ω, Κύριέ μας και Θεέ,
»”Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους”.
ιϛ’. »Και μη θαρρείς, κόρη σεμνή, πως όσα λες χωλαίνουν.
»Σωστά εσύ μας μίλησες· τίποτα απ’ όσα ακούσαμε, δεν βρήκαμε να πάσχει.
»Αληθινοί οι λόγοι σου κι οι τρόποι σου ωραίοι.
»Όμως –Μαρία άκουσε– μερίδα θέλουμε κι εμείς, θέλουμε κοινωνία απ’ τη χαρά π’ απόλαυσες, απ’ τη χαρά που πήρες.
»Μια τέτοια ευχαρίστηση μόνη της μια ας μην πάρει·
»κι οι άλλες απομείνουνε ξερές και νεκρωμένες και δεν γευτούνε τη Ζωή που ’τυχε ν’ απολαύσεις.
»Ας είν’ πολλά τα στόματα μαζί με το δικό σου,
»για να επιβεβαιώνουνε όσα υποστηρίζεις.
»Εμπρός για να κινήσουμε όλες για το μνημείο,
»να δούμε με τα μάτια μας και να βεβαιωθούμε, κι ας είν’ να μας φανερωθεί κι εμάς με οπτασία.
»Ετούτο που σου χάρισε κι έχεις εσύ καμάρι, ας είν’ να βρούμε και εμείς, να καμαρώνουμ’ όλες· δώσε Θεέ μ’ να γίνει…
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους».
ιζ’. Έτσι μιλώντας κίνησαν οι Θεοφόρες κόρες και κίνησε η συντροφιά
να βγει από την πόλη και πήγαινε κι αυτή μαζί που έφερε τα νέα.
Κι από μακριά όταν είδανε τον Τάφο όλες φωνάξαν:
«Ιδού, λοιπόν, ο τόπος! Ή για να πούμ’ καλύτερα: ο κόρφος ο ανεκλάλητος…
»Ιδού, ο που εβάσταξε τον Βασιλέα των όλων.
»Ιδού, για δες πού χώρεσε, Εκειός που δεν χωράει σ’ ολάκερους τους ουρανούς – μα που χωράει στις καρδιές των Άγιων ανθρώπων.
»Σου πρέπει κάθε έπαινος, Σου πρέπει κάθε ύμνος, Άγιε Τάφε του Χριστού,
»Συ ο μικρός και μέγας, Συ ο φτωχός και πλούσιος!
»Ζωής ταμείο, Ειρήνης δοχείο,
»Χαράς σημείο, Χριστού μνημείο!
»Ο Τάφος είσαι του Ενός, το καύχημα του κόσμου, ότι έτσ’ Χριστέ μ’ το θέλησες,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους».