Μια θέση ανάμεσα στους αγίους της ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και στους εθνομάρτυρες, κατέχει ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Γρηγόριος Ε’ – η μνήμη του τιμάται στις 10 Απριλίου, ημέρα που απαγχονίστηκε στην Πύλη του Φαναρίου, την κεντρική είσοδο που έκτοτε παραμένει κλειστή για να θυμίζει τις βαρβαρότητες των Οθωμανών.
Για τρία μερόνυχτα ήταν κρεμασμένος ο Πατριάρχης το Πάσχα του 1821, με εντολή του σουλτάνου Μαχμούτ Β’.
Παρά τις εισηγήσεις να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, προτίμησε να παραμείνει στο Φανάρι, απόφαση που θεωρείται από πολλούς αντιφατική μιας και είχε αφορίσει την Επανάσταση. Κατ’ άλλους, ο αφορισμός από τον Πατριάρχη ήταν μονόδρομος και σε συνεννόηση με τους Φιλικούς, διότι βρισκόταν σε ευάλωτη θέση λόγω των προνομίων που αντλούσε από την Υψηλή Πύλη. Με βάση αυτή την εκτίμηση, εάν ο σουλτάνος λάμβανε αρνητική απάντηση για τον αφορισμό, αυτό θα είχε ως συνέπεια το σφαγιασμό χριστιανικών πληθυσμών στην Κωνσταντινούπολη.
Έτσι εικάζεται –άποψη που συμμερίζονται κάποιοι Τούρκοι ιστοριογράφοι– ότι ο Γρηγόριος Ε’ έπαιξε τον συμφωνημένο ρόλο του και αφόρισε την Επανάσταση αμέσως μόλις του ζητήθηκε από τον σουλτάνο.
Πάντως, οι αποφάσεις που έλαβε κατά τη διάρκεια αυτής της 3ης πατριαρχίας (είχε ανέβει στον Οικουμενικό Θρόνο στις 18 Δεκεμβρίου 1818) εξακολουθούν να διχάζουν τους ιστορικούς, κάποιοι από τους οποίους επισημαίνουν αφενός ότι είχε αρνηθεί να ενταχθεί στη Φιλική Εταιρεία και αφετέρου ότι με το συγγραφικό του έργο και τις θέσεις του είχε ταχθεί κατά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Ωστόσο γεγονός παραμένει ότι μετά την έκρηξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία (22 Φεβρουαρίου 1821) μπήκε στο στόχαστρο της Υψηλής Πύλης – ο αφορισμός έγινε λίγους μήνες αργότερα, στις 23 Μαρτίου. Γρήγορα όμως φάνηκε ότι παρά το αρχικό μούδιασμα η επαναστατική ορμή κάθε άλλο παρά ανακόπηκε· η θέση του Γρηγορίου Ε’ είχε γίνει ακόμα πιο επισφαλής.
Ανήμερα του Πάσχα του 1821, ο μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης Σταυράκης Αριστάρχης μετέβη στο Πατριαρχείο και ανέγνωσε ενώπιον μελών της Ιεράς Συνόδου το σουλτανικό φιρμάνι. Ο Γρηγόριος Β’ ήταν «ανάξιος γενόμενος του πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς την Υψηλήν Πύλην και άπιστος».
Αμέσως μετά, ο συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Μποσταντζίμπαση, όπου υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Γύρω στις 3 το μεσημέρι επέστρεψε φρουρούμενος στο Φανάρι – κατά τη διαδρομή ομάδες του μουσουλμανικού και εβραϊκού υποκόσμου της Πόλης τον χλεύαζαν και τον προπηλάκιζαν. Στην Πύλη του Πατριαρχείου είχε στηθεί η αγχόνη. Ο δήμιος, αφού του αφαίρεσε το εγκόλπιο, το ράσο, το κομπολόι και ό,τι πολύτιμο βρήκε πάνω του, τοποθέτησε το βρόχο στο λαιμό του.
Το αιωρούμενο σώμα, πάνω στο οποίο υπήρχε το καταδικαστικό φιρμάνι, το λιθοβόλησαν οι παριστάμενοι μουσουλμάνοι και εβραίοι, ενώ στο σημείο βρέθηκαν και ο μέγας βεζίρης αλλά και ο σουλτάνος.
Στις 13 Απριλίου το λείψανο αγοράστηκε από εβραίους για 800 γρόσια· αφού το έσυραν σε κεντρικούς δρόμους της Κωνσταντινούπολης, το έριξαν στη θάλασσα, με ένα μεγάλο λιθάρι για να βουλιάξει.
Όμως, το σχοινί κόπηκε και το λείψανο επέπλεε για τρεις μέρες στον Κεράτιο, ώσπου έγινε αντιληπτό από τον Κεφαλονίτη καπετάνιο του ρωσικού πλοίου «Άγιος Νικόλαος» Μαρίνο Σκλάβο. Το ανέσυρε από τη θάλασσα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και τάφηκε με μεγάλες τιμές στις 16 Ιουνίου 1821.
Στις 25 Απριλίου 1871 το λείψανο του Γρηγορίου Ε’ μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εναποτέθηκε στη Μητρόπολη. Άγιος ανακηρύχθηκε στις 8 Απριλίου 1921.
Ο Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνο εις την ελευθερία» αφιέρωσε επτά στροφές στον Πατριάρχη:
[…] Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος
Ο αρχηγός της Εκκλησιάς
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
Ωσάν νά ‘τανε φονιάς.
Έχει ολάνοικτο το στόμα
Π’ ώρες πρώτα είχε γευθή
Τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα
Λες πως θε να ξαναβγή.
Η κατάρα που είχε αφήσει
Λίγο πριν να αδικηθή
Εις οποίον δεν πολεμήση
Και ημπορεί να πολεμή […].