Μετά από τη Γενοκτονία των Αρμενίων, όταν οι γαλλικές δυνάμεις επρόκειτο να αποχωρήσουν από την Κιλικία και ολόκληρη η περιοχή να προσαρτηθεί και πάλι από την Τουρκία, την παραμονή της εισόδου των Τούρκων στην περιοχή, ξεκίνησε ένα κύμα μαζικής μετανάστευσης Αρμενίων, κυρίως προς τη Συρία και το Λίβανο.
Στα τέλη του 1921, οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν αρχικά σε προσφυγικούς καταυλισμούς που είχαν ανεγερθεί βιαστικά στις μεγάλες πόλεις του Λεβάντε, όπως το Χαλέπι, τη Βηρυτό, τη Δαμασκό και το Ισκεντερούν (Αλεξανδρέττα).
Ωστόσο, οι γαλλικές αρχές της Συρίας και του Λιβάνου έκριναν ως επιτακτική την ανάγκη μετεγκατάστασης αυτών των προσφύγων από τους προσωρινούς καταυλισμούς, σε μόνιμες κατοικίες.
Και έτσι, το 1926, οι προσπάθειες εύρεσης μόνιμης στέγης σε διάφορες ανόμοιες οργανώσεις αποφασίστηκε να συγκεντρωθούν υπό μια ενιαία αιγίδα.
Μεταξύ των οργανώσεων που πρωτοστάτησαν σε αυτές τις προσπάθειες ήταν η Ύπατη Αρμοστεία της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες, οι γαλλικές αρχές, οι αρχές της Συρίας και του Λιβάνου, η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και η Αρμενική Γενική Φιλανθρωπική Ένωση (AGBU).
Αυτές οι προσπάθειες συντονίστηκαν από την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες της Κοινωνίας των Εθνών, γνωστή και ως «Γραφείο Νάνσεν».
Οι Αρμένιοι πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί κυρίως σε δύο διαφορετικές περιοχές της Δαμασκού. Αφενός υπήρχαν τα στρατόπεδα που είχαν στηθεί έξω από τα τείχη της πόλης και τα οποία σύντομα μετατράπηκαν σε μόνιμες αρμενικές γειτονιές. Υπήρχε όμως και μια δεύτερη ομάδα προσφύγων, η οποία είχε αναζητήσει καταφύγιο μέσα στα τείχη της πόλης και εγκαταστάθηκε είτε σε σπίτια που νοίκιαζε από ντόπιους Άραβες, είτε σε τοπικά πανδοχεία.
Κατασκηνώσεις έξω από τα Τείχη της Δαμασκού
Το στρατόπεδο al-Kadam
Μια ομάδα Αρμενίων προσφύγων βρήκε καταφύγιο σε έναν παλιό, εγκαταλελειμμένο στρατώνα του Οθωμανικού Στρατού κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό al-Kadam. Σύντομα όμως αυτοί οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στις κυρίως χριστιανικές γειτονιές της Δαμασκού, με αποτέλεσμα, να διαλυθεί γρήγορα.
Καταυλισμός Dikran (ή Bab Sharqi)
Μια άλλη ομάδα προσφύγων εγκαταστάθηκε ακριβώς έξω από την περιοχή Bab Sharqi (Ανατολική Πύλη) της Δαμασκού, στα νότια της πόλης. Για πολλά χρόνια, η τοποθεσία ήταν ένα εργοστάσιο γυαλιού. Οι πρόσφυγες έστησαν αρχικά σκηνές και άλλες προσωρινές κατασκευές από κασσίτερο, τις οποίες γρήγορα βελτίωσαν σημαντικά.
Όταν μπήκε σε εφαρμογή η επανεγκατάσταση των προσφύγων, στον καταυλισμό Dikran, όπως είχε στο μεταξύ ονομαστεί, το σχέδιο προέβλεπε την παραμονή των προσφύγων στον ίδιο χώρο, με την προϋπόθεση να χτιστούν πιο ασφαλείς κατοικίες, όπως και τελικά έγινε.
Οι πρόσφυγες τότε δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν για τα νέα τους σπίτια, έτσι κάθε ιδιοκτήτης υπέγραψε συμβόλαιο με το «Γραφείο Nansen», δεσμευόμενος ότι θα αποπλήρωνε τα έξοδα κατασκευής μέσα στα επόμενα επτά χρόνια, ώστε να περάσουν στην κατοχή τους.
Καθώς η οικονομική κατάσταση των προσφύγων βελτιωνόταν, αγόρασαν επιπλέον γη στην ίδια περιοχή και έχτισαν νέα σπίτια.
Αν και οι νέες κατασκευές είχαν κριθεί ιδιαίτερα υγιεινές, καθώς είχαν μεγάλα παράθυρα και κάθε σπίτι είχε τη δική του τουαλέτα και μπάνιο, η μόνη σημαντική πρόκληση ήταν η παροχή του νερού, το οποίο έπρεπε να μεταφερθεί στον καταυλισμό με τα πόδια από την κοντινότερη πηγή που βρισκόταν περίπου 500 μέτρα μακριά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο καταυλισμός Dikran έχει διατηρήσει μεγάλο μέρος της αρχικής του μορφής μέχρι σήμερα. Μόνο δύο ή τρεις αρμενικές οικογένειες ζουν ακόμα εκεί. Αλλά η περιοχή εξακολουθεί να ονομάζεται «Η Αρμενική Γειτονιά» (حي الأرمن) και τα σπίτια που έχτισαν οι Αρμένιοι πρόσφυγες πριν από έναν αιώνα, στέκονται ακόμα.
Καταυλισμός Khcheri (Khcher’s)
Στην περιοχή Zablatan της Δαμασκού δημιουργήθηκε καταυλισμός Αρμενίων προσφύγων, οι οποίοι αρχικά ζούσαν σε σκηνές. Το 1924, ανάμεσα σε αυτούς που είχαν έρθει από την Κιλικία, ήταν και ο Khcher Geondjian, από τα Άδανα.
Εγκαταστάθηκε στην περιοχή Zablatan, όπου νοίκιασε ένα σπίτι για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Όταν άρχισε να αναζητά περισσότερα καταλύματα προς ενοικίαση για τους συγγενείς και τους φίλους του, συνειδητοποίησε ότι ήταν φθηνότερο να χτίσει μια νέα καλύβα (πέντε λίρες) σε αντίθεση με την ενοικίαση μιας καλύβας για ένα χρόνο (14 λίρες).
Τότε, ο Khcher ήρθε σε συμφωνία με τον Άραβα γείτονά του και έχτισε καλύβες στη γη του τελευταίου, τις οποίες νοίκιαζε για τρεις λίρες το χρόνο σε Αρμένιους πρόσφυγες. Ο αριθμός των καλυβών έφτασε σύντομα τις 100 και ο αριθμός των κατοίκων «άγγιξε» τους 1.300.
Έτσι ο προσφυγικός καταυλισμός Zablatan έγινε γνωστός ως Khcher. Στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του, ο ντόπιος αραβικός πληθυσμός το αποκαλούσε απλώς «Αρμενικός καταυλισμός» (كم الأرمن).
Το στρατόπεδο βρισκόταν ανατολικά της πλατείας Burj al-Rous της πόλης, δυτικά της Zablatan Corniche, νότια της εκκλησίας al-Salib (Τίμιος Σταυρός) και βόρεια της οδού Boutros al-Boustani. Η περιοχή του στρατοπέδου είναι γνωστή σήμερα ως Haret al-Salib (Γειτονιά του Σταυρού).
Τα σπίτια ήταν χτισμένα από ξύλο και άχυρο, με μείγμα πηλού και λάσπης και είχαν τριγωνικές στέγες από κασσίτερο, στις οποίες τοποθετούσαν τούβλα, για να μην τις παρασύρει ο άνεμος.
Το εσωτερικό των σπιτιών ήταν καθαρό και προσεγμένο. Στο δάπεδο, τους τοίχους ή τα έπιπλα οι γυναίκες τοποθετούσαν τα σεντόνια και τα κιλίμια (χαλίμια) που ύφαιναν. Οι άντρες ήταν κυρίως τεχνίτες – τσαγκάρηδες, βυρσοδέψες, κατασκευαστές ανδρικών γραβατών κ.λπ.
Μέχρι τη δεκαετία του ’30, η οικονομική κατάσταση των προσφύγων είχε βελτιωθεί και άρχισαν να ξαναχτίζουν τα σπίτια τους, χρησιμοποιώντας το αρχιτεκτονικό στυλ των πατρίδων τους. Τα περισσότερα από τα νέα σπίτια είχαν δύο ορόφους και οι στέγες ήταν επίπεδες, το αρχιτεκτονικό στυλ της Ayntab και του Marash. Αυτά τα σπίτια δεν είχαν αυλές και οι δύο όροφοι συνδέονταν με μια εξωτερική σκάλα.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Verjin Minasian-Der Bedrosian, ενός Αρμένιου που ζούσε στη Δαμασκό, ο καταυλισμός δεν είχε βασικές υποδομές. Το έδαφος δεν ήταν επίπεδο και δεν υπήρχε σύστημα αποχέτευσης. Το νερό και τα λύματα έρεαν συχνά στη μέση του δρόμου. Τα καλοκαίρια, οι δρόμοι ήταν υπερβολικά σκονισμένοι, και τους χειμώνες, λασπωμένοι.
Τα σπίτια δεν είχαν δικές τους τουαλέτες και χρησιμοποιούσαν κοινόχρηστα αποχωρητήρια. Οι κάτοικοι έπαιρναν νερό από πηγάδια, εξοπλισμένα με μεταλλικές αντλίες χειρός.
Στη δεκαετία του ’40, όταν οι Αρμένιοι πρόσφυγες έφτασαν σε νέα επίπεδα ευημερίας, πολλοί από αυτούς κατεδάφισαν τα παλιά τους σπίτια και τα αντικατέστησαν με πιο σύγχρονες κατοικίες. Οι σκάλες που ένωναν τους δύο ορόφους ήταν πλέον εσωτερικές. Οι τοίχοι χτίστηκαν από πέτρα ή σκυρόδεμα, και καθένα από αυτά τα οικήματα απέκτησε ηλεκτρικό ρεύμα και συνδέθηκε με τα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης της πόλης. Παράλληλα, οι δρόμοι στρώθηκαν με τσιμέντο.
Ο Khcher ήταν ο μουχτάρης της γειτονιάς (αρχηγός/συμβολαιογράφος) και ένας από τους ιδρυτές της Σχολής Papkenian του καταυλισμού, η οποία ιδρύθηκε το 1935.
Το 1947, μια ομάδα προσφύγων που ζούσε σε αυτόν τον καταυλισμό, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα να εγκατασταθούν στη Σοβιετική Αρμενία και μετανάστευσαν.
Στα σπίτια τους εντός του καταυλισμού μετακόμισαν Άραβες Χριστιανοί, οι οποίοι ζούσαν μέχρι τότε στα προάστια της Δαμασκού.
Στη δεκαετία του ’70 άρχισαν οι ανακαινίσεις και τα περισσότερα από τα παλιά διώροφα σπίτια μετατράπηκαν σε τετραώροφα κτήρια. Η περιοχή εισήλθε σε μια περίοδο ραγδαίας ανάπτυξης, ωστόσο υπάρχουν Αρμενικές οικογένειες οι οποίες συνεχίζουν να ζουν στην περιοχή μέχρι σήμερα.
Και ο Khcher μετέτρεψε το σπίτι του σε τετραώροφο κτίριο, κράτησε όμως το παλιό πηγάδι στην αυλή του νέου κτηρίου. Τα παιδιά και τα εγγόνια του εξακολουθούν να μένουν εκεί. Το 1991, στην ίδια γειτονιά ζούσε και ο Ντέιβιντ Χοβανσιάν, ο πρώτος πρεσβευτής της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Αρμενίας στη Δαμασκό.
Πρόσφυγες εντός των τειχών της Δαμασκού (Intra Muros)
Υπήρξαν και πρόσφυγες οι οποίοι έζησαν μέσα από τα τείχη, καθώς νοίκιασαν σπίτια από ντόπιους Άραβες ή δωμάτια σε τοπικά πανδοχεία, κυρίως στις περιοχές Bab Sharkis, Bab Touma και al-Abbara.
Η γειτονιά της Αρμενικής Εκκλησίας (Bab Sharkis)
Οι πρόσφυγες στην περιοχή αυτή νοίκιαζαν σπίτια και δωμάτια που ανήκαν στην Αρμενική Μονή του Bab Sharkis (Άγιος Σέργιος). Σε ορισμένους από τους πρόσφυγες, όπως στους ηλικιωμένους, τις χήρες και ορισμένες εξαιρετικά φτωχές οικογένειες, παρασχέθηκε δωρεάν στέγη. Αυτά τα σπίτια περιέβαλλαν το μοναστήρι στη βόρεια, νότια και δυτική πλευρά του.
Μέχρι σήμερα, το νότιο τμήμα αυτής της περιοχής ονομάζεται «Γειτονιά της Αρμενικής Εκκλησίας» (جادة كنيسة الأرمن). Η Μονή του Αγίου Σέργιου βρισκόταν στα ανατολικά της Δαμασκού, δίπλα στην Ανατολική Πύλη ή Πύλη του Ήλιου (Bab Sharqi). Η εκκλησία βρισκόταν σε αυτό το σημείο από τον 15ο αιώνα.
Καταυλισμός «Pelerin»
Μια άλλη ομάδα προσφύγων είχε εγκατασταθεί στην περιοχή Bab Touma (Πύλη του Θωμά) της Δαμασκού, κοντά στην ομώνυμη γέφυρα, δίπλα στο Τζαμί al-Takaf. Τα ανατολικά όρια του στρατοπέδου έφταναν μέχρι το πίσω μέρος του τζαμιού. Οι πρόσφυγες στην περιοχή αυτή αποτελούνταν από περίπου 35 οικογένειες από το Kharpert, οι οποίες ζούσαν σε ενοικιαζόμενα σπίτια με αυλές που ανήκαν σε ντόπιους Άραβες.
Αυτή η γειτονιά ήταν γνωστή ως «Γειτονιά Ousda Garabed». Ο Ousda Garabed ήταν ο Garabed Melidosian, καταγόμενος από το Kharpert, και ένας από τους ιδρυτές του προσφυγικού στρατοπέδου και του μουχτάρη του. Στα μεταγενέστερα χρόνια, η περιοχή έγινε γνωστή ως καταυλισμός Pelerin.
Abbara
Μια ομάδα Αρμενίων προσφύγων εγκαταστάθηκε στην περιοχή Abbara της Δαμασκού, στις καλύβες και το πανδοχείο που χτίστηκε στις εγκαταστάσεις της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Σέργιου. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες ήταν αβοήθητοι και ηλικιωμένοι και τους παρασχέθηκε καταφύγιο σε περιουσία που ανήκε στην εκκλησία. Αυτές οι καλύβες είχαν χρησιμοποιηθεί κάποτε ως καταφύγια για Αρμένιους προσκυνητές που ταξίδευαν στην Ιερουσαλήμ.
Κανένα ίχνος αυτού του στρατοπέδου δεν έχει διασωθεί μέχρι σήμερα.