Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις την αγίαν και ζωηφόρον της Αναστάσεως ημέραν του Πάσχα» και ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΨΑΛΜΟΣ». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ϛ’. »Τόσο παρέκκλινε, λοιπόν, εδώ η παλικαριά μας; Με θράσος ήρθε κι έμοιασε;
»Το θάρρος μας – σαν τι να πω; Μάλλον θα λογαριάστηκε σε τούτην την περίσταση κι αυτό για καταφρόνια.
»Γι’ αυτό τάχα σταθήκαμε ανάξιοι να Τον δούμε;»
Του Πλάστη οι γνήσιοι φίλοι, έτσι μιλούσαν κι έλεγαν.
Και η Μαρία π’ άκουγε, όπως ακολουθούσε, τότε τους απευθύνθηκε και αυτά είναι που τους είπε:
«Αχ… του Κυρίου μαθητές π’ όντως Τον αγαπήσατε όσο δεν πάει άλλο, δεν είν’ όπως τα σκέφτεστε…
»Κοιτάξτε κάντε υπομονή, μην αποκαρδιωθείτε!
»Στο σχέδιο ήταν του Θεού, θεία οικονομία, όλο αυτό που έγινε.
»Η Εύα πρώτη έπεσε και ήτανε γυναίκα,
»γι’ αυτό κι έτσι το θέλησε: γυναίκες να ’ναι οι πρώτες π’ αναστημένο θα Τον δουν.
»Σε μας το πρώτο “Χαίρετε” θέλησε να χαρίσει, όπως μοιρολογούσαμε στο πένθος βουτηγμένες… Ω, σπλαγχνικέ μας Κύριε,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους».
ζ’. Κι αφού τέτοια τους έλεγε –για να τ’ ακούει κι η ίδια–,
στον Τάφο αποφάσισε η Μαρία εκεί να μείνει, σαν φύγανε οι Μαθητές.
Ακόμα τότε νόμιζε πως κλάπηκε το Σώμα.
Γι’ αυτό, καθότανε βουβή· μα φώναζαν τα δάκρυα οπού ’χυνε η καημένη:
«Ωχού Χριστέ μ’ κι αλίμονο! Σε πήραν, πού Σε πάνε;
»Και πώς το καταδέχτηκες τα λερωμένα χέρια τους το Άσπιλο το Σώμα Σου να σκώσουν και να πάρουν;
»Πολυόμματα, Εξαπτέρυγα, οι ουράνιες δυνάμεις,
»“Άγιος, Άγιος, Άγιος” –Τρισάγιο ύμνο– ψέλνουνε, κραυγές ουρανομήκεις, όταν Σε μεταφέρουνε.
»Κι αυτοί… έτσι τώρα Σε πήρανε στους ώμους και πηγαίνουν;
»Πώς γίνεται και Σε βαστούν χέρια απατεώνων;
»Εσέ! που όταν ο Πρόδρομος ήταν να σε βαπτίσει, Σου ’λεγε, βροντοφώναζε: “Το πρέπον είναι τώρα Εσύ εμένα να βαπτίσεις,
»”Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους!”
η’. »Και νά που κείτεσαι νεκρός, τρεις μέρες είναι τώρα, Εσύ που αν θες σε μια στιγμή την πλάση ανακαινίζεις.
»Εσύ! Που ανέστησες τον Λάζαρο, νεκρός τέσσερις μέρες
»και σκώθηκε να περπατά στα σάβανα ζωσμένος,
»τώρα σε Τάφο κείτεσαι· κι άμποτε να ’ταν να ’βλεπα πού Σ’ έχουνε θαμμένο!
»Να πάω με τα δάκρυα, όπως άλλοτ’ η πόρνη, να πλημμυρίσω η έρημη,
»όχι μόνο τα πόδια, μα ολάκερο το Σώμα Σου, ολάκερο το Μνήμα.
»Να κλαίω, να μην σταματώ, να κλαίω και να λέω: Τον γιο της χήρας Δέσποτα,
»πες μου –δεν το θυμάσαι;– τότε που τον ανέστησες; Έτσι και τώρα Δέσποτα, ο ίδιος Σου Αναστήσου!
»Εσύ δεν έδωσες ζωή στην κόρη του Ιαείρου;
»Πώς γίνεται και κάθεσαι ακόμα μες στο Μνήμα;
»Εμπρός Χριστέ μ’ ν’ αναστηθείς, δίπλα μας πάλι να σταθείς… ας ήταν να εμφανιστείς σ’ όσους σ’ αποζητούμε,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους».
θ’. Απ’ τα πολλά τα κλάματα κι απ’ τον μεγάλο μαρασμό που φέρνει ο μάταιος πόθος, νικήθηκε η Μαγδαληνή, ηττήθηκε η Μαρία.
Την είδε έτσι τότ’ Αυτός, που όλα, τα πάντα βλέπει,
και την σπλαχνίστηκε πολύ· κι ευθύς της εμφανίζεται της κόρης και της λέει:
«Καλή κυρά, γιατί μου κλαις; Ποιον ψάχνεις μες στο μνήμα;».
Γυρίζει τότε προς Αυτόν και απαντά η Μαρία:
«Τον Κύριό μου πήρανε κάποιοι μέσ’ απ’ τον Τάφο και τώρα πού Τον πήγανε, πού κείτεται δεν ξέρω· γι’ αυτό είμαι στα κλάματα – δεν ρώτησες τι κλαίω;
»Γιά στάσου, όμως, μια στιγμή… Δεν το πιστεύω να ’σαι συ πίσω απ’ αυτό το πράγμα;
»Μην με γελούν τα μάτια μου; Ο κηπουρός δεν είσαι;
»Λοιπόν! Αν είσ’ εσύ που το ’κανες, να μου το πεις αμέσως!
»Και κανονίζω τότ’ εγώ, τον Λυτρωτή μου τώρα δα να πάρω πάλι πίσω.
»Για μένα υπήρξε Δάσκαλος, Κύριος δικός μου είναι! Αχ, Κύριέ μου και Θεέ,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους».
ι’. Αυτός που ξέρει καθενός τα μέσα και τα έξω –και την καρδιά μα και τον νου και κάθε μύχια σκέψη–
κατάλαβε πως η χροιά που είχε η φωνή του, σαν κάτι να της θύμιζε της έρμης της Μαρίας.
Και έτσι όπως ο βοσκός φωνάζει την αμνάδα, όταν αυτή παράμερα κάθεται και βελάζει με βέλασμα πονετικό σαν κάπως να υποφέρει, έτσι κι αυτός
της μίλησε: «Μαρία» – αυτό μόν’ είπε. Κι αυτή ευθύς Τον γνώρισε κι αμέσως απαντάει:
«Είν’ ο Ποιμένας μου ο καλός! Στ’ αλήθεια με φωνάζει,
»για να με πάρει –σώθηκα!– και να με πάει πίσω, κοντά στα ενενήντα εννιά τ’ άλλα τα προβατάκια που είπε στην παραβολή.
»Νά Τος Αυτός που με καλεί, πίσω Του παραστέκουν
»μύρια Αγίων σώματα και τάγματα δικαίων.
»Γι’ αυτό, άλλο δεν ρωτάω “Ποιος είσ’ εσύ που με καλείς;”.
»Αφού το ξεκαθάρισα και πια καλά το ξέρω ποιος είν’ Αυτός που με καλεί.
»Αυτός είναι –σας το ’πα– ο Κύριός μου είν’ Αυτός· Εσύ ’σαι Κύριέ μου,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους».
ια’. Απ’ έναν πόθο ζέοντα, απ’ έναν θείο πόθο και μια αγάπη δυνατή, μια πυρωμένη αγάπη,
η κόρη παρορμητικά έκανε μία κίνηση τον Κύριο ν’ αγγίξει,
Αυτόν που δίχως όρια γέμει όλη την κτίση.
Όμως, ο Πλάστης ο Αγαθός, δίχως να την μαλώσει για τούτην την παρόρμηση,
φρόντισε από τα κοσμικά στα θεία να την πάει, σ’ άλλα ουράνια πράγματα κει να την ανεβάσει.
Κι έτσι της είπε στη στιγμή κείνο το: «Μη μ’ αγγίζεις· δεν το πιστεύω γι’ άνθρωπο μόνο να με νομίζεις; Θεός είμαι, και κοίταξε τώρα να μη μ’ αγγίξεις.
»Σήκωσ’ τα μάτια σου ψηλά, κόρη σεμνή, και κοίτα,
»τα ουράνια τα πράγματα πρέπει να καταλάβεις.
»Εκεί ψηλά στους Ουρανούς, εκεί θα με εκζητήσεις· γιατί ανεβαίνω εκεί ψηλά
»και πάω προς τον Πατέρα, που δεν τον άφησα ποτέ – μαζί ήμασταν πάντα.
»Ως Λόγος είμ’ Ομόθρονος, Σύγχρονος και Συνάναρχος του Άγιου Πατέρα. Καλά το λέγεις το λοιπόν, καλώς μου το φωνάζεις:
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους.