«Στη ζωή μου έδωσα πολλές συνεντεύξεις, δεν έχω κάτι καινούριο να πω. Τα περισσότερα εστιάζονται σε πράγματα που έχεις πει και θεωρώ πως γίνομαι και βαρετός. Τελευταία φορά έδωσα συνέντευξη πριν από 2,5 χρόνια. Χαρακτηρίστηκα σνομπ αλλά δεν έχει καμία σχέση», δήλωσε πριν από λίγους μήνες σε μια από τις σπάνιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις του, ο Μιχάλης Ρακιντζής.
Ο άνθρωπος που ακόμα και τότε που υπήρχε δισκογραφία και πούλαγε έως και εξαψήφιο αριθμό δίσκων, είχε ζητήσει από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς να μην παίζουν συνέχεια τα τραγούδια του γιατί δεν ήθελε να «καούν». «Η υπερέκθεση δεν κάνει καλό μακροπρόθεσμα», είχε δηλώσει.
Από την Κρήτη, στην Αγγλία
Γεννήθηκε, σαν σήμερα στην Αθήνα, αλλά η καταγωγή του είναι από το Ρέθυμνο και συγκεκριμένα από το χωριό Έρφοι Μυλοποτάμου. Με ερεθίσματα από τον πατέρα του Γιώργο, που υπήρξε και λυράρης ασχολήθηκε με τη μουσική από 10 χρόνων, παίζοντας κιθάρα και συμμετέχοντας σε σχολικά συγκροτήματα.
Σπούδασε Μηχανολογία στο Λονδίνο και παράλληλα έπαιζε μουσική με το συγκρότημα Funk And Reggae. Λίγο αργότερα πήρε το πτυχίο του Μηχανολόγου Μηχανικού με ειδίκευση στη Μηχατρονική*, αν και δεν ακολούθησε τελικά το επάγγελμα που σπούδασε. Παράλληλα με τη μουσική του καριέρα, ασχολήθηκε με τους υπολογιστές κάτι που του φάνηκε χρήσιμο πολύ.
Το 1972 δημιούργησε το συγκρότημα «Weight Object», με το οποίο τον Μάρτιο του 1973 έλαβε μέρος με το τραγούδι «Helen» σε διαγωνισμό για την ανάδειξη νέων ελληνικών συγκροτημάτων, στο θέατρο «Μινώα».
Αργότερα το ίδιο έτος, δημιούργησε νέο συγκρότημα επονομαζόμενο «Ηλεκτρικός Αργοναύτης», με το οποίο και με το τραγούδι «Αόρατη θεά» συμμετείχε και πάλι σε διαγωνισμό νέων ελληνικών συγκροτημάτων. Η δισκογραφική εταιρεία Columbia διοργάνωσε το διαγωνισμό σε συνεργασία με το περιοδικό Φαντάζιο, ενώ το βραβείο για τα 13 τραγούδια που θα διακρίνονταν θα ήταν η συμμετοχή σε ένα LP που θα εξέδιδε η εταιρεία, καθώς και μια εμφάνιση στην τηλεόραση, που πραγματοποιήθηκε με οικοδέσποινα τη Γωγώ Ατζολετάκη.
Το LP κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο Pop Festival ’73 και περιλαμβάνει πρώιμες εμφανίσεις και άλλων μετέπειτα γνωστών ονομάτων της ελληνικής μουσικής σκηνής που συμμετείχαν στον διαγωνισμό, όπως του Γιάννη Γιοκαρίνη (με το συγκρότημα «Σκορπιός»), του Κώστα Μπίγαλη (με το συγκρότημα «Live» και με το πραγματικό του όνομα Κωνσταντίνος Μπιγάκης) και του Βασίλη Σπυρόπουλου, μετέπειτα μέλους των «Σπυριδούλα» (με το συγκρότημα «Νιρβάνα»). Η μουσική του τραγουδιού του Ρακιντζή «Αόρατη θεά» επενδυμένη με άλλους στίχους μερικά χρόνια αργότερα,
σημείωσε μεγάλη επιτυχία ως «Τα γιασεμάκια σου», τραγούδι ερμηνευμένο από τον Γιάννη Κατέβα.
Σειρά έχουν οι «Scraptown». Ένα από τα πιο πετυχημένα αγγλόφωνα ελληνικά γκρουπ της δεκαετίας του ’80. Ηχογράφησαν τρία album, ενώ το τραγούδι τους «Viva Sahara», κυκλοφόρησε με επιτυχία και στο εξωτερικό.
Σόλο κορυφή
1987 και ένα maxi single με ένα περίεργο πτηνό και χωρίς όνομα ερμηνευτή κυκλοφορεί σε περιορισμένα αντίτυπα. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η κυκλοφορία του Μιχάλη Ρακιντζή που προηγήθηκε του δίσκου «Μωρό μου Φάλτσο».
«Έκανα ένα maxi single με το “Μωρό μου Φάλτσο” και αισθανόμουν παράξενα που τραγουδούσα ελληνικά. Αισθανόμουν αμήχανα. Το δίσκο τον έκανα με τον Άκη τον Γκολφίδη και ήταν σαν ανεξάρτητη παραγωγή. Εκείνος το μοίρασε στα κλαμπ. Παιζόταν παντού αλλά κανείς δεν ήξερε ποιος τραγουδάει. Έγραφε πίσω “Αυτό είναι ένα κοινό καταναλωτικό προϊόν και όπως τα χαρτομάντιλα δεν έχουν όνομα δημιουργού, έτσι δεν χρειάζεται κι αυτό”. Όταν ολοκλήρωσα μια δουλειά στα ελληνικά και πήγα στη Minos ο πρώτος που συνάντησα ήταν ο κ. Μάτσας, που ήξερε τι τραγουδούσα και ξεκίνησα αστραπιαία».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι, σε μια πορεία με πολλές εναλλαγές πριν ξεκινήσει τις επιτυχίες, «δεν χρειάστηκε να κάνει οικονομικές θυσίες ή να σκεφτεί τον βιοπορισμό, καθώς είχε σταθεί τυχερός σε αυτό το κομμάτι»
Ήταν η χρονιά των μεγάλων αποφάσεων στην ζωή του Μιχάλη Ρακιτζή. Μη έχοντας ασχοληθεί με τον ελληνόφωνο στίχο είχε το δίλλημα: «Είπα ή θα γράψω κάτι για να ξεκινήσω μια καριέρα ή θα γυρίσω στην Αγγλία να ασχοληθώ με ιπτάμενα μέσα ή με τη μηχανολογία. Είπα “ή τώρα ή ποτέ” για την επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική. Ο χρόνος των δοκιμών είχε τελειώσει».
Ευτυχώς για όλους μας, η δοκιμή πέτυχε. Από εκεί και πέρα και για τη δεκαετία που ακολούθησε ότι έκανε ο Ρακιντζής γινόταν από πλατινένιο και πάνω. Ο ίδιος απέφευγε όχι μόνο τη δημοσιότητά αλλά και τις live εμφανίσεις. Μόνο όταν έβγαλε και το δεύτερο δίσκο του, έχοντας συμπληρώσει έναν ικανό αριθμό δικών του τραγουδιών, έκανε την πρώτη του συναυλία. Και μάλιστα εκτός Αθηνών, στην Κομοτηνή.
Από εκεί και πέρα ξεκινά ένας πανικός με τις εμφανίσεις και τη δισκογραφία του. Και όχι μόνο με τα τραγούδια που ερμήνευσε ο ίδιος, αλλά και εκείνα που έδωσε σε άλλους τραγουδιστές. Από την Ελένη Δήμου,
Τον Βασίλη Καρρά,
αλλά και τν Σοφία Αρβανίτη, που μάλιστα την περίοδο που κυκλοφόρησαν το κλασικό πλέον «Μην μου μιλάς για καλοκαίρια» ήταν ζευγάρι.
Πάμε Eurovision
2002 και η Ελλάδα, λόγω της επιτυχίας των Antique, ανακαλύπτει εκ νέου το διαγωνισμό της Eurovision. Εκείνη τη χρονιά έχουμε εθνικό τελικό και νικητή τον Μιχάλη Ρακιντζή με το «S.A.G.A.P.O».
Αυτά έγιναν μια Τρίτη του Μαρτίου του 2002. Γιατί από την επομένη μέρα ξεκίνησε το show. Οι τραγουδιστές που δεν πήραν το εισιτήριο για το διαγωνισμό άρχισαν να μιλάνε για κακό ήχο στις εμφανίσεις τους, για αδικίες, ακόμα και για πολιτικές παρεμβάσεις για την επιλογή του τραγουδιού τους. Η κατάσταση μοιάζει να είναι ανεξέλεγκτη, αλλά ξέχωρα από το χαβαλέ ξεχνάμε ότι πλέον το internet παίζει μπάλα παντού. Και ό,τι γίνεται στο μικρό χωριό το μαθαίνουνε στη μεγάλη πόλη.
Και όταν η συμμετοχή φτάνει στο Ταλίν της Εσθονίας, αντιμετωπίζεται απαξιωτικά. Συν κάποια τεχνικά προβλήματα επί σκηνής, φέρνουν τη χώρα μας στην 17η θέση και τον Ρακιτζή αντιμέτωπο με ένα δεύτερο κύμα επιθέσεων που φτάνει μέχρι το καλοκαίρι.
Το τραγούδι στην πορεία δικαιώθηκε, αλλά τότε ο μόνος κερδισμένος ήταν ο Μάρκος Σεφερλής και η παρωδία του που, όπως είχε πει ο ίδιος ο Ρακιτζής, ήταν πανέξυπνη.
Πάμε στου Μιχάλη
Και όμως ο Μιχάλης Ρακιτζής είναι ακόμα εδώ. Ασχολείται με τη μουσική, παίζει με τους ήχους, τους υπολογιστές και κάνει συγκεκριμένες εμφανίσεις. Που ξεκινάνε για περιορισμένες και καταλήγουν να πηγαίνουν συνέχεια για παραπάνω.
Και το κοινό που τον ακολουθεί είναι από όλο το ηλικιακό φάσμα. Από τους μπαμπάδες που είχαν γράψει σε κασέτα για την 6ήμερη τα τραγούδια του, μέχρι τους γιους που μεγάλωσαν με αυτά τα ακούσματα και υπόγεια πέρασαν στο υποσυνείδητό τους. Και ας έχουν άλλα ακούσματα σήμερα. Άλλωστε και ο Μιχάλης Ρακιτζής δεν τα αφήνει τα κομμάτια του, στην ησυχία τους. Τα αλλάζει και τα κάνει από hard rock μέχρι funk. Γιατί είναι ένας δημιουργός που δεν σταματάει να πειραματίζεται και να έχει ανοιχτά τα αυτιά του. Για αυτό και είναι ακόμα top και όχι ρετρό.
Σπύρος Δευτεραίος