Ανάμεσα στους βίους των αγίων ξεχωριστή θέση έχει αυτός της Οσίας Μαρίας από την Αίγυπτο και αυτό δεν είναι υποκειμενική άποψη. Αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Εκκλησία μας γιορτάζει μια ημέρα συνήθως τους αγίους της –την ημέρα της κοίμησής τους–, όμως την Αγία Μαρία την Αιγυπτία την τιμάει δύο φορές: μια την ημέρα της σεπτής κοίμησής της την 1η Απριλίου και άλλη μια την Ε’ Κυριακή των Νηστειών μέσα στη Σαρακοστή, για να την προβάλει ως μέγα παράδειγμα μετάνοιας και για να ενθαρρύνει τους πιστούς.
Ποια ήταν όμως αυτή η μεγάλη ασκήτρια της ερήμου η οποία κατάφερε να αντιστρέψει την πορεία της ζωής της και να κερδίσει επάξια με τη μετάνοιά της το στέφανο της αγιοσύνης;
Η Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο τον 4ο αι. σε χριστιανική οικογένεια. Ατίθασο παιδί από την προεφηβική της ηλικία, μόλις 12 χρονών, το έσκασε από το σπίτι της και πήγε να ζήσει μόνη της σε μεγάλο αστικό κέντρο. Εκτεθειμένη σε πολλούς κινδύνους και ψάχνοντας διαρκώς την αγάπη, η μικρή Μαρία έπεσε θύμα εκμετάλλευσης πολλών ανδρών.
Έτσι λοιπόν η Οσία Μαρία πέρασε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια στον κόσμο «ψάχνοντας την αγάπη» ανάμεσα σε αγοραίους έρωτες. Ζούσε γνέθοντας μαλλί, δουλεύοντας ευκαιριακά μιας που δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο εκτός από την αναζήτηση του αγοραίου έρωτα, που όμως ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε οικονομικά, δεν «πουλούσε» την αγάπη της, έστω και στην εσφαλμένη αυτή έκφρασή της, αντί αμοιβής. Μια μέρα του Σεπτέμβρη είδε στο λιμάνι της πόλης που διαβιούσε εκατοντάδες ανθρώπους να περιμένουν να επιβιβαστούν στα πλοία. Σε λίγο καιρό ήταν η μεγάλη γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και όλος αυτός ο κόσμος προερχόμενος από την Αίγυπτο και τη Λιβύη θα πήγαινε στα Ιεροσόλυμα. Η Μαρία είδε μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να συγχρωτιστεί με αυτόν τον κόσμο που στην πλειονότητά του ήταν νεαροί άνδρες προσκυνητές, των οποίων το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους δεν εξελίχθηκε με τόσο άγιο τρόπο όπως αρχικά φαντάζονταν.
Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ ακολούθησε το πλήθος, στον ναό που στέγαζε τον Τίμιο Σταυρό. Στο προαύλιο του ναού επικρατούσε συνωστισμός. Τότε έγινε κάτι παράξενο, ενώ η Μαρία βρισκόταν μπροστά στην πύλη του ναού μια δύναμη δεν την άφηνε να εισέλθει, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος περνούσε από δίπλα της ανεμπόδιστα.
Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να κάνει αυτό το βήμα και να βρεθεί στο εσωτερικό του ναού αλλά ο κόσμος την έσπρωχνε, την παράσερνε και την πήγαινε πίσω. Τότε κατάλαβε γιατί δεν μπορούσε να προσκυνήσει το τίμιο ξύλο και αναλύθηκε σε λυγμούς. Έκλαιγε γοερά επί ώρες συναισθανόμενη το εσωτερικό κενό που της είχε προκαλέσει ο έκλυτος πρότερος βίος της και μην έχοντας τίποτα που να μπορούσε να την παρηγορήσει στράφηκε σε μια γυναίκα, τόσο διαφορετική από αυτήν, στην Παναγία.
Την παρακάλεσε να την βοηθήσει να προσκυνήσει τον σταυρό του μαρτυρίου του Υιού Της και σε αντάλλαγμα της προσέφερε τη μεταστροφή της και τη διάθεσή της να της παραδώσει τα ηνία της νέας της ζωής. Αμέσως ένιωσε θάρρος και δύναμη να συνεχίσει. Κατευθύνθηκε στην πύλη του ναού και την πέρασε ανεμπόδιστα. Πλησιάζοντας τον Τίμιο Σταυρό έτρεμε σύγκορμη συνειδητοποιώντας πως η αγάπη που έψαχνε είναι μπροστά της, είναι ο ίδιος ο Θεός που ενανθρωπίστηκε, βασανίστηκε και σταυρώθηκε γι’ αυτήν για να την λυτρώσει από την αμαρτία της.
Ο Θεός είναι η Αγάπη που δέχτηκε την μετάνοιά της και αναγέννησε το πνεύμα της, όπως θα έκανε για κάθε δημιούργημά του.
«Πληρωμένη» λοιπόν με την άφατη αγάπη που έψαχνε σε όλη της τη ζωή η Μαρία, κατευθύνεται προς την έρημο. Φτάνει στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή, βουτάει μέσα στα νερά του Ιορδάνη, «αναβαφτίζεται» και μεταλαμβάνει σώμα και αίμα Χριστού. Την επόμενη ημέρα ξεκινάει για τον τόπο της ασκήσεώς της- την έρημο.
Η Αγία πέρασε 47 ολόκληρα χρόνια στην έρημο με σκληρό αγώνα. Δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις ακραίες καιρικές συνθήκες, την έλλειψη νερού και τροφής και τον κίνδυνο από τα άγρια θηρία. Δεχόταν πνευματικό πόλεμο από ασύμμετρες δυνάμεις. Συχνά άκουγε μέσα στην έρημο μουσικές και φωνές που τις θύμιζαν την περασμένη της ζωή, θυμόταν μεθύσια και γεύματα που κατέληγαν σε ασωτία. Γνωρίζοντας πως όλα αυτά είναι τεχνάσματα των δαιμόνων η Αγία προσηλωνόταν με μεγαλύτερο ζήλο στην προσευχή και δεν έχανε την ελπίδα της στον Κύριο.
Πέρασαν λοιπόν 47 χρόνια χωρίς να δει άνθρωπο και όταν έφτασε κοντά στο τέλος της σε ηλικία 76 ετών ο Θεός προνόησε και «έστειλε» έναν μοναχό που από παιδί είχε ενδυθεί το μοναχικό σχήμα και έζησε όλον τον βίο του με αρετή και άσκηση. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο φωτισμού που γινόταν κέντρο έλξης άλλων πνευματικών προσώπων αλλά και απλών ανθρώπων που τον προσέγγιζαν για να τον συμβουλευτούν.
Ο ενάρετος αυτός μοναχός όταν έφτασε στην μέση ηλικία «πειράχτηκε» από τον διάβολο με λογισμούς υπερηφάνειας ότι τάχα είχε φτάσει σε πνευματικά ύψη.
Γνωρίζοντας τις πονηριές του διαβόλου προσευχήθηκε στον Κύριο για να τον φωτίσει και να του κάνει κάποια αποκάλυψη. Τότε «του δόθηκε» πληροφορία να πάει στο μοναστήρι που βρισκόταν στον Ιορδάνη ποταμό πράγμα που έκανε. Το τυπικό του μοναστηριού έλεγε πως οι μοναχοί έπρεπε να περάσουν κάποιο διάστημα μέσα στη Σαρακοστή στην έρημο προσευχόμενοι. Ο αββάς Ζωσιμάς (έτσι ήταν το όνομα του μοναχού) αφού είχε περάσει εβδομάδες μοναχός προσευχόμενος στην έρημο είδε με την άκρη του ματιού του μια μορφή. Έκανε τον σταυρό του νομίζοντας ότι τον πειράζει πάλι ο διάβολος με ψεύτικες οπτασίες. Η μορφή όμως παρέμεινε μπροστά του, γυμνή, μαυρισμένη σχεδόν αποστεωμένη με λίγα άσπρα μαλλιά.
Τον αποκάλεσε με το όνομά του λέγοντάς του: «Αββά Ζωσιμά δώσε μου σε παρακαλώ το πανωφόρι σου, γιατί είμαι γυμνή». Ο Ζωσιμάς αμέσως κατάλαβε πως ήταν η απάντηση που του έδινε ο Κύριος σχετικά με τους λογισμούς υπερηφάνειας που είχε. Έβαλε μετάνοια και της ζήτησε να του διηγηθεί τη ζωή της.
Η Αγία του εξομολογήθηκε όλη τη ζωή της, τις αμαρτίες της, τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες της ερήμου αλλά και τις φυσικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ολομόναχη στην έρημο εκτεθειμένη σε ακραίες συνθήκες χωρίς καν ούτε ιματισμό (είχε λιώσει με τα χρόνια).
Αφού πέρασαν ώρες συμπροσευχόμενοι, η Αγία ζήτησε από τον Ζωσιμά να επιστρέψει ξανά σε ένα χρόνο για να την κοινωνήσει την Αγία Εσπέρα του Μυστικού Δείπνου. Ο Ζωσιμάς δόξασε τον Θεό που τον αξίωσε να συναντήσει αυτήν την αγία μορφή, γύρισε στο μοναστήρι και περίμενε καρτερικά να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος για να ξανασυναντήσει την Αγία και να την κοινωνήσει.
Ο χρόνος πέρασε γρήγορα κι ο αββάς έφτασε αργά την νύχτα της ημέρας που τον όρισε η Αγία στον Ιορδάνη και κάθισε στις όχθες του για να την περιμένει. Πέρασαν πολλές ώρες μέχρι που την είδε στην απέναντι όχθη. Δεν υπήρχε κάποια βαρκούλα για να την περάσει απέναντι και ο Ζωσιμάς εύλογα αναρωτήθηκε πως θα συναντηθούνε. Η Αγία τότε σταύρωσε τον ποταμό και περπάτησε πάνω στο νερό όπως ακριβώς έκανε και ο αληθινός της έρωτας, η αγάπη που πάντα έψαχνε, ο ενσαρκωμένος Θεός. Πέρασε στην απέναντι όχθη, συμπροσευχήθηκε με τον αββά Ζωσιμά, και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων λέγοντας με στεναγμό ανακούφισης «Νυν απολύεις την δούλην σου, Δέσποτα». Πριν φύγει για να χαθεί πάλι στην έρημο, παρακάλεσε για τελευταία φορά κάτι ακόμα στον Ζωσιμά. Του ζήτησε να επιστρέψει μετά από έναν χρόνο και να την αναζητήσει για να την ξαναδεί όπως θέλει ο Θεός. Ο Ζωσιμάς γύρισε πίσω στο μοναστήρι περιμένοντας με ανυπομονησία να δει ξανά την Αγία αυτή γυναίκα, την προσωποποίηση της ταπεινότητας και της μετάνοιας.
Μετά από έναν χρόνο γύρισε πάλι στην έρημο για να συναντήσει την Αγία. Την είδε να κείτεται νεκρή με σταυρωμένα τα χέρια της στο στήθος κοιτάζοντας προς την Ανατολή. Ήταν ολοφάνερο πως η Αγία είχε ξαπλώσει σε εκείνη την θέση περιμένοντας να πεθάνει. Όταν την αντίκρισε ο Ζωσιμάς ανθρώπινα έκλαψε και στεναχωρήθηκε που δεν την πρόλαβε ζωντανή. Προσπάθησε να την θάψει, αλλά η γη ήταν σκληρή και αυτός δεν μπορούσε να σκάψει με τα χέρια του.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα λιοντάρι. Στην θέα του θηρίου ο Ζωσιμάς φοβήθηκε αλλά έχοντας εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού και τις πρεσβείες της Αγίας, έμεινε ασάλευτος περιμένοντας να δει τι θα κάνει το λιοντάρι. Τότε το ζώο έγλειψε τα πόδια της Αγίας και έσκαψε δίπλα της με τα αιχμηρά του νύχια ένα λάκκο, στο μέγεθος τάφου. Ο Ζωσιμάς κατάλαβε πως θέλημα της Αγίας ήταν να θαφτεί σε εκείνο το μέρος, έτσι λοιπόν έθαψε το σώμα της.
Ο βίος της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας διασώθηκε από τον αββά Ζωσιμά που έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα διηγούμενος τη ζωή της Αγίας για ψυχωφελή σκοπό και καταγράφηκε από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο. Η Αγία Μαρία η Αιγυπτία, μια γυναίκα που δεν άφησε το κενό και την απόγνωση να την «καταπιεί», τουναντίον κέρδισε με την μεταστροφή της τον Παράδεισο, δοξάζεται σε όλον τον χριστιανικό κόσμο ορθόδοξο και καθολικό ως μέγα παράδειγμα της άφατης αγάπης του Θεού και του «θαύματος της μετανοίας».
Αλεξία Ιωαννίδου