Κατά τον Άνθιμο Παπαδόπουλο και το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, σαγλάμης ή σαγλάμψ είναι ο άνθρωπος ο εύρωστος, ο δυνατός, ο υγιής.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, «σαγλάμ’» είναι κάτι το οποίο είναι ακέραιο, δεν έχει υποστεί φθορά.
Έτσι χαρακτήριζαν και ένα είδος αχλαδιού με εξαιρετική αντοχή, το οποίο φύλαγαν μέσα σε μεγάλα πιθάρια που τα λέγανε πουλούλα.
Η προέλευση της λέξης είναι τουρκική (sağlam=δυνατός). Σχετικές φράσεις: «σαγλάμ’ ξύλον», «σαγλάμ’ σανίδ(ιν)» και «Οφέτος ‘ς σα δέκα καρύδα, τ’ έναν ‘κ’ έν’ σαγλάμ’».