Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις την αγίαν και ζωηφόρον της Αναστάσεως ημέραν του Πάσχα» και ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΨΑΛΜΟΣ».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο Ι
Αθάνατε, αν κατέβηκες και μες σε τάφο μπήκες,
έτσ’ ήταν που συνέτριψες τη δύναμη του Άδη,
καθώς μετά αναστήθηκες ως νικητής Χριστέ μου. Χριστέ, Χριστέ μου και Θεέ,
με «Χαίρε» Συ χαιρέτησες γυναίκες μυροφόρες
μα και στους Αποστόλους Σου δώρισες την ειρήνη,
Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους.
Προοίμιο ΙΙ
Κινήσαν για το μνήμα Σου και φτάσαν οι γυναίκες,
και ψάχνοντας δεν βρίσκανε το Άχραντό Σου Σώμα,
και κλαίγανε και λέγανε κι ήταν να τις λυπάσαι:
«Ποιο σώμα ήταν π’ ακούμπησε γυναίκα αιμορροούσα κι υπέκλεψε τη γιατρειά; Το σώμα αυτό λες κλάπηκε τώρα μέσα απ’ τον Τάφο;
»Λέτε ζωντάνεψε Αυτός, καθώς το ’χε προβλέψει; Κι αν σκοτωθώ θα σηκωθώ – πριν από το Μαρτύριο μας το ’χε προμηνύσει.
»Στ’ αλήθεια αναστήθηκε! Χριστέ μου αναστήθηκες,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους».
Οίκοι
α’. Ο Ήλιος ο αιώνιος π’ έλαμπε πριν τον ήλιο, τώρα σε Τάφο έδυσε·
και τρέχαν αξημέρωτα και Τον αναζητούσαν –σαν να γυρεύαν την αυγή, το πρώτο φως της μέρας–
οι Μυροφόρες τρέχανε και λόγια ανταλλάσσανε και λέγαν οι γυναίκες:
«Άντε για να προφτάσουμε, ας πάμε φιλενάδες, μ’ αρώματα ν’ αλείψουμε
»Σώμα που δίνει τη ζωή, μα τώρα είναι θαμμένο.
»Σώμα με σάρκα και οστά που σήκωσ’ όρθιο τον Αδάμ –ότ’ ήτανε πεσμένος– σε μνήμα τώρα κείτεται.
»Μπρος, πάμε, πάμε γρήγορα, καθώς κάποτ’ οι Μάγοι,
»πάμε να προσκυνήσουμε και πρόσφορα ν’ αφήσουμε
»τα μύρα μας ως δώρα, μπροστά στο σώμα που είν’ εκεί όχι σπαργανωμένο,
»μα με σεντόνι ολόγυρα υπάρχει τυλιγμένο.
»Κι ας κλάψουμε όλες, και γοερά φωνάζοντας ας λέμε: “Σήκω επάνω Δέσποτα,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους”».
β’. Κι αφού τέτοια μιλήσανε και είπαν μεταξύ τους, ως θεοφόρες που ήτανε
σκέφτηκαν και το άλλο – κάτι που ήταν δυνατό, όλο σοφία γεμάτο.
Έλεγαν έτσι το λοιπόν, η μία με την άλλη: «Κορίτσια, ας μη γελιόμαστε!
»Στ’ αλήθεια να πιστέψουμε πως συνηθά ο Κύριος να μένει μες σε τάφους;
»Αλήθεια περιμέναμε μέχρις τα τώρα ο τάφος να έχει μέσα, να κρατά
»Τον που κρατάει τα γκέμια στο άρμα όλης της ζωής καθώς αυτό κινείται; Να πούμε εντάξει, πέθανε, κι είναι νεκρός ακόμα;
»Άστοχος κι επιπόλαιος και απιστία γεμάτος αυτός ο λόγος θα ’τανε.
»Γι’ αυτό, ας σκεφτούμε φρόνιμα κι έτσι να κινηθούμε:
»ας πάει η Μαρία μια φορά να δει εκεί στον Τάφο πώς έχουνε τα πράγματα,
»κι ό,τι μας πει ανάλογα, ό,τι αποφασίσουμε, τ’ ακολουθούμε όλες.
»Δεν ήταν μια, δεν ήταν δυο, πολλές φορές το είχε πει ο Αθάνατος θ’ Αναστηθεί, Χριστέ μου το προείπες,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους».
γ’. Και όπως το σχεδίασαν οι συνετές γυναίκες, ανάλογα και πράξανε.
Στείλαν μονάχη μπρος να δει –πιστεύω– τη Μαρία, αυτήν που λεν Μαγδαληνή,
να πάει στο μνημούρι, καθώς λέει στο Βαγγέλιο ο Αϊ-Γιάννης ο Θεολόγος.
Σκοτάδι πίσσα ήτανε, μα ο πόθος κι αγάπη της της φώτιζαν το δρόμο.
Γι’ αυτό και το ’δε καθαρά, σαν έφτασε στον Τάφο: ο βράχος, η ταφόπλακα
που έκλεινε την είσοδο του ταφικού θαλάμου, είχε κυλήσει μακριά, ορθάνοιχτη η θύρα· κι έτσι, πίσω σαν γύρισε, αυτό είναι που τους είπε:
«Σεις του Κυρίου οι μαθητές, μάθετε αυτό που είδα
»και ό,τι καταλάβετε, πείτε το και σε μένα.
»Ο λίθος ο τεράστιος που έκλεινε τον Τάφο… Ε… δεν τον κλείνει τώρα πια!
»Άραγε τι να έγινε, πήραν τον Κύριό μου;
»Μα κι οι φρουροί δεν ήτανε, μάλλον την κοπανήσαν. Λέτε να αναστήθηκε; Χριστέ μου, αναστήθηκες;
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους;».
δ’. Αυτά σαν άκουσε ο Κηφάς κι ο γιος του Ζεβεδαίου,
βγήκανε έξω γρήγορα κι έτρεχαν προς τον Τάφο, λες και συναγωνίζονταν σε δρομικό αγώνα.
Κι ο Ιωάννης έφτασε πιο γρήγορα απ’ τον Πέτρο,
όμως μπροστά στεκότανε, δεν μπήκε μες στο Μνήμα.
Περίμενε μ’ υπομονή να ’ρθει ο «κορυφαίος».
Να έρθει ο Ποιμένας μια, κι ο αμνός ν’ ακολουθήσει· όντως, αυτό ήταν το σωστό κι έτσι έπρεπε να γίνει.
Γιατί στον Πέτρο ειπώθηκαν κείνο το «Πέτρε μ’ αγαπάς;»
και τ’ άλλο το συμβολικό «τ’ αρνιά μου τώρα ποίμαινε όπως εσύ νομίζεις».
Στον Πέτρο είχε ειπωθεί: «Μακάριος είσαι Σίμων,
»ότι σε σένα τα κλειδιά της Βασιλείας θα δώσω».
Κι ακόμα, πριν από αυτά, χάρη του Πέτρου ήτανε που υπέταξε τα κύματα κι ύστερα τα περπάτησε – βάδισες πά’ στα κύματα σαν να ’κανες περίπατο, Χριστέ μου και Θεέ μου,
Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους.
ε’. Αλλ’ όπως είπα και πιο πριν, ο Πέτρος κι ο άλλος μαθητής, ο γιος του Ζεβεδαίου,
στο Μνήμα πήγαν για να δουν, καθώς τα νέα τους πρόλαβε τρέχοντας η Μαρία.
Μπαίνουν στον Τάφο, ψάχνουνε να δουν τον Κύριό τους, δεν Τον ευρήκαν πουθενά!
Γι’ αυτό, μ’ αυτά που είδανε ταράχτηκαν οι δόλιοι, και λέγαν οι Απόστολοι αυτοί οι αγιασμένοι:
«Άραγε για ποιον λόγο αόρατος στα μάτια μας να έγιν’ ολωσδιόλου;
»Μην είν’ που ξεθαρρέψαμε; Το περισσό μας θράσος; Μήπως παραήταν τολμηρό να μπούμε έτσι στον Τάφο;
»Μας φαίνεται πως έπρεπε απ’ έξω να σταθούμε,
»και απ’ εκεί να βλέπαμε ό,τι φαινόταν μέσα.
»Γιατί ο τάφος τώρ’ αυτός δεν είν’ ο όποιος τάφος,
»μόν’ είν’ στ’ αλήθεια του Θεού οίκος ευλογημένος·
»γιατί εδώ κατέφτασε κι ενοίκησε όπως θέλησε κι όσο ήθελ’ Εκείνος· Χριστέ μου εδώ αναστήθηκες,
»Συ δίνεις την Ανάσταση π’ ορθώνει τους πεσμένους.