Ο Παναγιώτης Κάλλας γεννήθηκε το 1789 στη Δημητσάνα της Αρκαδίας και ήταν πολύ κοντός, σχεδόν νάνος, και καμπούρης. «Το ανάστημά του ήτον ως δωδεκαετούς νέου, ο δε χαρακτήρ του προσώπου του ανδρικός», γράφει ο βιογράφος και εκδότης των ποιημάτων του, Νικόλαος Παπαδόπουλος.
Λόγω προβλημάτων υγείας παρακολούθησε μόνο για δύο χρόνια μαθήματα στο Ελληνικό Σχολείο της Δημητσάνας, συμμετείχε όμως περιστασιακά ως ακροατής. Από μικρός απέκτησε την ευχέρεια στη στιχουργία, σκαρώνοντας σατιρικούς στίχους, με τους οποίους ειρωνευόταν τα κακώς κείμενα της πατρίδας του. Καθόταν σε μια γωνιά της Δημητσάνας και τους απήγγελλε, και γι’ αυτό οι συμπολίτες του τού «κόλλησαν» το παρατσούκλι Τσοπανάκος, με το οποίο έγινε γνωστός.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, η Μούσα του άλλαξε: αντί σατιρικών επιγραμμάτων, άρχισε πλέον να συνθέτει θούρια που προέτρεπαν τους Έλληνες στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας.
Κατά κύριο λόγο υμνούσε τα κατορθώματα του Κολοκοτρώνη, του Μιαούλη, του Κανάρη και των άλλων ηρώων της Επανάστασης. Απ’ όλους, ωστόσο, θαύμαζε περισσότερο και αγαπούσε τον Νικηταρά, και πρώτα σ’ αυτόν διάβαζε τα νέα του ποιήματα.
Μια μέρα ο Νικηταράς, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά του Τσοπανάκου στην Επανάσταση, του απέστειλε ως δώρο ένα λάφυρο από την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια το καλοκαίρι του 1822. Ήταν ένα όμορφο άλογο χωρίς ουρά, που θα του χρησίμευε για να περιέρχεται τα στρατόπεδα έφιππος και να εξάπτει με τους στίχους του το φρόνημα των μαχητών.
Ο Τσοπανάκος, που ήταν πάμπτωχος και μόλις που κατόρθωνε να θρέψει τον εαυτό του, ξαναβρήκε τον σατιρικό του οίστρο και ευχαρίστησε τον Νικηταρά με τους παρακάτω στίχους:
Ο Νικηταράς τού έστειλε το κριθάρι που ζητούσε, και η Πελοποννησιακή Γερουσία ανέλαβε να τον συντηρεί.
Ο θάνατος του Τσοπανάκου το 1825, σε ηλικία 36 ετών, ήταν αρκετά… πεζός. Καθ’ οδόν προς τη Δημητσάνα συνάντησε μια κορομηλιά και αποφάσισε να χορτάσει την πείνα του. Στάθηκε καβάλα στο άλογο κάτω από το δέντρο και άρχισε να καταβροχθίζει λαίμαργα τους καρπούς του δέντρου. «Αφού η φύσις τον εστέρησε το σώμα, του έδωκε μεν πνεύμα πολύ, αλλά κοιλίαν μικρήν και αδύνατον και δια τούτο μη δυνάμενος να χωνεύση τα κορόμηλα απέθανεν», γράφει ο Φωτάκος στους Βίους Πελοποννησίων ανδρών.
Τα πατριωτικά ποιήματά του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1838, από τον Νικόλαο Παπαδόπουλο, με τίτλο Άσματα πολεμιστήρια του υπέρ της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Αγώνος. Τα σατιρικά του επιγράμματα όμως χάθηκαν, και μόνο κάποια από αυτά διασώθηκαν από στόμα σε στόμα.