Όταν οι κάτοικοι του Άγιου Ιωάννη, νότια της Τραπεζούντας, άκουσαν ότι θα έμπαιναν σε λίγο οι Ρώσοι στο χωριό, στις 12 Ιουνίου 1916, σηκώθηκαν να φύγουν ώστε να είναι ασφαλείς την ώρα που τα στρατεύματα θα περνούσαν από την περιοχή.
Ο παπάς του χωριού, τους είπε: «Σε τρεις ώρες θα προχωρήσουν, και πάλι θα γυρίσουμε».
Κι έτσι, ο θείος του Ιγνάτιου Ορφανίδη πήρε ένα ξύλο για να στηρίζεται, και όχι την ομπρέλα του, όπως συνήθιζε. Η μητέρα του, άλλωστε, η Σορμαλού, έβαλε στο τζάκι να ψήσει σορβά. «Τ’ άφησε να ψήνεται σιγά-σιγά, ώστε σε τρεις ώρες που θα γυρίζαμε να είναι έτοιμος να φάμε», λέει ο Ιγνάτιος Ορφανίδης στη μαρτυρία του που φυλάσσεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
Την ίδια στιγμή, οι ανυποψίαστοι κάτοικοι αποφάσιζαν να φύγουν από το χωριό τους χωρίς καμία ιδιαίτερη πρόνοια, χωρίς απολύτως καμία υποψία ότι εκείνη τη στιγμή γίνονταν πρόσφυγες.
Την παραπάνω μαρτυρία παρουσίασε ο Ιωάννης Κασκαμανίδης, μέλος του Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΔΙΠ) του τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Φλώρινας, στο συνέδριο με θέμα «Ο προσφυγικός κόσμος στην Ελλάδα μετά τη συνθήκη της Λοζάνης: Ιστορία, εκπαίδευση, πολιτισμός μνήμη», που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες μέρες.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Ι. Κασκαμανίδης εξηγεί ότι επέλεξε τη συγκεκριμένη αναφορά κινητοποιούμενος από το προσωπικό του βίωμα, καθώς κατάγεται από προσφυγική οικογένεια, αλλά και από την ανάγκη να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα «τι θα έπαιρνε κάποιος μαζί του αν γνώριζε ότι πρόκειται να ξεριζωθεί…».
Από την έρευνα που έκανε για το θέμα, διαπίστωσε ότι οι πρόσφυγες επέλεγαν να πάρουν μαζί τους το κλειδί του σπιτιού τους, θρησκευτικές εικόνες, ακριβά αντικείμενα, μια χτένα ή μια θήκη για τις χτένες, ενώ για τη συγκεκριμένη περίπτωση σημειώνει: «οι άνθρωποι, βγαίνοντας από τα σπίτια τους ήταν σίγουροι ότι σε λίγο θα επέστρεφαν γιατί ο Ρώσος αξιωματικός είχε πει πως ο στρατός θα περάσει από το χωριό και θα ήταν καλό να απομακρυνθούν οι κάτοικοι για λίγες ώρες, ώστε να μην κινδυνέψουν από ενδεχόμενα έκτροπα ή αψιμαχίες με τους Οθωμανούς. Ο παπάς άλλωστε, που μετέφερε τη σχετική πληροφορία, είναι ένα άτομο εμπιστοσύνης και κύρους, και οι κάτοικοι του χωριού έδιναν νομοτελειακό χαρακτήρα στα λεγόμενά του».
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν εξελίχθηκαν με αυτό τον τρόπο. Οι κάτοικοι μετακινήθηκαν πρώτα σε ένα διπλανό χωριό, μετά λίγο μακρύτερα, και μετά στην Τραπεζούντα, στο Κερς και στο Νοβοροσίσκ, όπου υπήρχαν ομόδοξοι χριστιανοί Ρώσοι και έτσι θεωρούσαν ότι μπορούσαν να έχουν κάποια ασφάλεια.
Η περιπέτεια αυτή τελείωσε το 1918 για να ξεκινήσει μια νέα, που τους οδήγησε στην Μακρόνησο, αμέσως μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα.
Ο Ιγνάτιος Ορφανίδης, μέσα από τη μαρτυρία του, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την παραμονή των προσφύγων στο λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου, από την 1η Αυγούστου 1922 μέχρι, πιθανότατα, το τέλος του έτους, και γνωστοποιεί ότι κάποια στιγμή κατάφερε να φύγει. Παράλληλα, αναφέρει ότι νέοι Πόντιοι από τον Πόντο και το Καρς, που θεωρείται περιοχή του Καυκάσου, πήραν πέτρες και ξύλα και φοβέριζαν ότι θα κάψουν το λοιμοκαθαρτήριο.
Αρκετές δεκαετίες αργότερα, σύμφωνα με τον Ι. Κασκαμανίδη, διαμορφώθηκαν στον ελλαδικό χώρο ποντιακές ταυτότητες τοπικής εμβέλειας που μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους, ωστόσο αφορούν πληθυσμούς που έλκουν την καταγωγή τους από συγκεκριμένες περιοχές και οικισμούς, με μεγάλη κάποιες φορές γεωγραφική διασπορά, και διαθέτουν κοινά εθνοπολιτισμικά χαρακτηριστικά. Σε αυτές, όπως επισημαίνει, έχει ενσωματωθεί το τραύμα και η εμπειρία του ξεριζωμού και της προσφυγιάς.
Μια περισσότερο ενιαία ποντιακή ταυτότητα, που αφορά τόσο τους Πόντιους του ελλαδικού χώρου όσο και αυτούς της διασποράς, άρχισε να γίνεται ορατή μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Ο Ιωάννης Κασκαμανίδης παρουσίασε, εξάλλου, μέσα ψηφιακής αφήγησης, όπως οι χρονογραμμές, οι ψηφιακοί διαδραστικοί χάρτες και οι εφαρμογές επισημείωσης (σχολιασμού πάνω σε έναν χάρτη).
Το συνέδριο διοργάνωσαν το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Επιστήμες της Αγωγής, Ζητήματα ιστορίας, ιστορικής εκπαίδευσης και εκπαιδευτικής πολιτικής», το Εργαστήριο Τοπικής ιστορίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και το Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, η Ελληνική Εταιρεία ιστορικών της Εκπαίδευσης, η Περιφερειακή Ενότητα Φλώρινας και ο Δήμος Φλώρινας.