Ήταν το 1821 η παλιγγενεσία των Ελλήνων –οπότε ξαναγεννήθηκαν (και πώς;)–, ή ήταν η συνέχεια; Ποιοι είναι οι Έλληνες που έκαναν την Επανάσταση; Ποια η σχέση τους με το παρελθόν; Ποιες παθογένειες ανέδειξαν;
Σ’ αυτά τα ερωτήματα οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Και κάθε φορά που επιχειρείται να δοθεί μια απάντηση υπάρχουν και αμφισβητήσεις. Όταν δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε για θέματα της επικαιρότητας που μας απασχολούν, θα τα καταφέρουμε με ερωτήματα που παραμένουν διαχρονικά μετέωρα στην Ιστορία;
Ποιοι ήταν οι Έλληνες; Αυτό το ερώτημα απασχολεί τους στοχαστές της Δυτικής Ευρώπης από την εποχή της Αναγέννησης. Από πού και πότε οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στον σημερινό γεωγραφικό χώρο; Κατά καιρούς η απάντηση αν ήταν γηγενής λαός ή όχι, αλλάζει.
Στη νεοελληνική Ιστορία το ερώτημα αυτό βρέθηκε σε δεύτερη μοίρα διότι για πολλές δεκαετίες πιο επιτακτική αποστολή ήταν η θεμελίωση της νεοελληνικής ταυτότητας: Να αποδειχθεί η συνέχεια του ελληνισμού στον γεωγραφικό χώρο του ελληνικού κράτους.
Αν ο Ρόντρικ Μπίτον έχει δίκιο και οι επαναστάτες του 1821 δεν μιλούσαν ελληνικά ως κύρια γλώσσα, από πότε μπορούμε να μιλάμε για ύπαρξη ελληνικής γλώσσας και συνεπώς φορέων της, και τι μπορούμε να υποθέσουμε για την κοιτίδα και τις μετακινήσεις των φύλων που στους ιστορικούς χρόνους αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες;
Είναι ερωτήματα που δεν επιδέχονται απλές απαντήσεις.
Η γλώσσα
Η ελληνική γλώσσα ήταν ο προφανής και αδιαμφισβήτητος κοινός παρονομαστής που συνέδεε την ειδωλολατρική αρχαία Ελλάδα, το χριστιανικό Βυζάντιο, τις σύγχρονες ορθόδοξες ελίτ της νοτιοανατολικής Ευρώπης και τις ευρέως διασκορπισμένες αγροτικές κοινότητες καθεμιά από τις οποίες είχε τη δική της διάλεκτο.
Η πρώτη Εθνοσυνέλευση της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης τον Δεκέμβριο του 1821 επέλεξε συνειδητά να αναβιώσει το αρχαίο όνομα Έλληνες για τους πολίτες του νέου μορφώματος που πάλευε για την ανεξαρτησία του, και το αρχαίο όνομα Ελλάς για το κράτος.
Το ελληνικό έθνος δεν έχει έναν, άλλα δύο προγόνους, την αρχαία Ελλάδα αλλά και το Βυζάντιο, αν και ο όρος είναι προβληματικός αφού οι Βυζαντινοί δεν αυτοαποκαλούνταν έτσι.
Ζαμπέλιος-Παπαρρηγόπουλος
Δύο μορφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, επιχείρησαν να δώσουν μια απάντηση.
Ο Ζαμπέλιος ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε συστηματικά τον όρο ελληνισμός ως κυρίαρχη έννοια της ταυτότητας η οποία βασιζόταν στη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας. Σήμερα στην ελληνική γλώσσα ο ελληνισμός ορίζεται ως «το σύνολο των Ελλήνων που ζουν σε όλο τον κόσμο, το ελληνικό έθνος ή ο ελληνικός πολιτισμός και το σύνολο των Ελλήνων ως φορέων αυτού του πολιτισμού». Ο Ζαμπέλιος πρώτος διαίρεσε τον ελληνισμό σε τρεις περιόδους: την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη σύγχρονη. Ο μεσαιωνικός ελληνισμός που προέκυψε, λέει ο Ζαμπέλιος, αποτελούσε εξίσου με τον αρχαίο πρόγονό του συστατικό της ταυτότητάς του σύγχρονου Έλληνα.
Ήταν η αρχή μιας ευρείας σύνθεσης, την οποία ο Παπαρρηγόπουλος προώθησε στη λογική κατάληξή της ορίζοντας ως ελληνικόν έθνος όλους τους ανθρώπους που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Θεώρησε λοιπόν ότι η ιστορία του ελληνικού έθνους είναι συνεχές αφήγημα μιας συνεχούς διαδικασίας ιστορικής εξέλιξης. Η συνέχεια αντικαθιστά την παλιγγενεσία· δεν υπήρξε διακοπή από την αρχαία εποχή ως σήμερα, δεν ξαναγεννήθηκε ο ελληνισμός το 1821. Η Επανάσταση υπήρξε μια εξέγερση σε μια πορεία συνέχειας.
Όταν το κύριο μέρος του έργου του Παπαρρηγοπούλου τελείωσε, το 1874 θα μετατρεπόταν στο αναγκαίο πνευματικό στήριγμα της Μεγάλης Ιδέας: το κράτος δεν υπήρχε, σε αντίθεση με τις αξιώσεις του έθνους. Υπήρχε για να τις υπηρετεί, και έπρεπε να το συμπεριλάβει ολόκληρο, όπου και αν ήταν διασκορπισμένο. Μάλιστα, σε μια ακραία έκφραση της Μεγάλης Ιδέας, ο Κωλέττης είχε προτείνει το νεοσύστατο κράτος να μην έχει πρωτεύουσα μέχρι να απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη.
Η Επανάσταση
Η Επανάσταση δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Υπήρξε προετοιμασία της. Η τελική της φάση θα μπορούσε να εντοπιστεί στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, όταν αναπτύχθηκε το Κίνημα του Φιλελληνισμού που συμπαθούσε οτιδήποτε ελληνικό και το οποίο κατέληξε στη διαπίστωση πως είναι δυνατή η δημιουργία ενός σύγχρονου ελληνικού κράτους που θα συνομιλεί με τα πολιτισμένα έθνη της Ευρώπης.
Στον Ρήγα Φερραίο και στον Κοραή θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τις δύο πρώιμες αντιθέσεις που προβάλλονται ως σήμερα: Μια οικουμενική αντίληψη για τον ελληνισμό –ο Ρήγας έλεγε πως Έλληνας είναι όποιος μιλά ελληνικά και υποστηρίζει την Ελλάδα, η Ορθόδοξη Κοινοπολιτεία δηλαδή–, και μια στενή εθνική αντίληψη που εκφράστηκε από τον Κοραή, ο οποίος δεν θεωρούσε ελληνικό ούτε το Βυζάντιο.
Εμφύλιοι, διχόνοια, εξάρτηση
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης οι δύο εμφύλιοι εισήγαγαν το στοιχείο της διχόνοιας. Και το δάνειο –νωρίς κατά την εξέλιξή της– το στοιχείο της εξάρτησης.
Η συσπείρωση περί τον Μαυροκορδάτο των εκσυγχρονιστών και η αντίθεσή τους με τους παραδοσιακούς που εκφράζονταν από τον Κολοκοτρώνη αποτέλεσε θανατηφόρα σύγκρουση – και συνεχίζεται (και αυτή) ως σήμερα. Χωρίς τον Κολοκοτρώνη η Επανάσταση θα είχε εκπνεύσει. Χωρίς τον Μαυροκορδάτο δεν θα είχε λάβει τη διεθνή της διάσταση, η οποία κατά ορισμένους ιστορικούς αποτέλεσε το καθοριστικό στοιχείο για τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Ο Μαυροκορδάτος –ή ποστέλνικος, όπως τον αποκαλούσε ο Κολοκοτρώνης– επινόησε και έθεσε σε εφαρμογή ένα ιδιαίτερο κράμα δυτικού φιλελευθερισμού και κοτζαμπασισμού που σφράγισε την ελληνική πολιτική επί πολλές δεκαετίες.
Ακόμα, έθεσε τα θεμέλια του «κράτους προστασίας» που επισφραγίστηκε με τα δύο μεγάλα αγγλικά δάνεια.
Η Ελλάδα από τότε δεν ανέκαμψε. Δεν ολοκλήρωσε την Επανάσταση ούτε εδαφικά ούτε κυριαρχικά. Δεν απέκτησε ποτέ την ανεξαρτησία της. Η εθνική ανεξαρτησία δεν είναι κάτι που κατακτήθηκε με την Επανάσταση και στην πορεία απωλέσθηκε. Η εξάρτηση βρίσκεται στον γενετικό κώδικα του νέου ελληνισμού.
Οι διαιρετικές γραμμές
Η πρώτη διαιρετική γραμμή του νέου ελληνισμού εντοπίζεται προτού ακόμη ξεσπάσει η Επανάσταση. Ήταν μεταξύ αυτών που ήθελαν μια οικουμενική Ελλάδα (Ρήγας Φερραίος) και εκείνων που επιθυμούσαν μια στενή, μικρή και «καθαρή» Ελλάδα (Κοραής).
Η δεύτερη διαιρετική γραμμή ήταν μεταξύ αυτών που ήθελαν έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ των έσω και ανάληψης της ηγεσίας της από τους Έλληνες, και εκείνων που προέκριναν την Επανάσταση σε ένα μικρό ελεγχόμενο μέρος όπου θα εξαντλούσε τη δυναμική της.
Η τρίτη, μετά την έναρξη της Επανάστασης, ήταν μεταξύ αυτών που ήθελαν μια αυτόνομη και αυτοδύναμη ανάπτυξη (Κολοκοτρώνης και οι συν αυτώ), και εκείνων που ήθελαν την ένταξη στις τότε δυτικές δομές και την εξέλιξή της υπό τη δυτική επιρροή (Μαυροκορδάτος).
Η τέταρτη ήταν μεταξύ της ομάδας που συσπειρώθηκε περί τον Όθωνα και των συνταγματιστών.
Η πέμπτη μεταξύ αυτών που υποστήριζαν τη Μεγάλη Ιδέα και την ένταξη του συνόλου του ελληνισμού στο νέο ελληνικό κράτος, και των οπαδών της «μικράς εντίμου Ελλάδος».
Η έκτη μεταξύ Βενιζελικών και Βασιλικών.
Και μετά το 1936, η έβδομη μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Μια διαίρεση που ταλάνισε τον ελληνικό λαό μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
Σήμερα έχουμε μια ακόμα διαίρεση, μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν την εθνική συνέχεια των Ελλήνων από την αρχαία εποχή ως σήμερα, και εκείνων που πιστεύουν πως ο ελληνισμός ως εθνότητα δημιουργήθηκε μετά τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους.
Αυτή η τελευταία διαχωριστική γραμμή είναι οριζόντια. Διατρέχει όλα τα κόμματα.
Στις 6 Ιουλίου 1827 οι εκπρόσωποι της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας υπέγραψαν στο Λονδίνο μια τριμερή συνθήκη. Και στις 20 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου κατατρόπωσαν τις κοινές δυνάμεις Οθωμανών και Αιγυπτίων.
Στο εξής η έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης ήταν συνυφασμένη αξεδιάλυτα με τη διπλωματία και την υψηλή πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όχι όμως μιας μόνο δύναμης.
Αυτή ήταν η πραγματική σημασία της μόνιμης διάσκεψης των εκπροσώπων των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, γνωστής ως Διάσκεψης του Λονδίνου για την Ελλάδα, η οποία συγκλήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 1826 και είχε διάρκεια μέχρι το τέλος του 1832.
Με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης του 1828 ο σουλτάνος αποδέχθηκε ταπεινωτικούς όρους για να λήξει ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος που είχε ξεσπάσει.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια. Η ειρήνη στην Ευρώπη εξαρτιόταν από την ανεύρεση ενός αντίβαρου απέναντι στη Ρωσία. Η Ελλάδα ήταν η μόνη διαθέσιμη λύση. Και το ερώτημα που τέθηκε ήταν: γιατί να μην είναι η Ελλάδα πλήρως ανεξάρτητη. Κανείς δεν τόλμησε να φέρει αντιρρήσεις.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 οι τρεις κυβερνήσεις Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου δήλωσαν για πρώτη φορά πως η Ελλάδα θα αποτελέσει ανεξάρτητο κράτος.
Οι Έλληνες ηγέτες που πήραν στα χέρια τους τις τύχες της Επανάστασης –και επιβίωσαν– κατάφεραν κάτι το εξαιρετικό, να πείσουν τρία από τα πιο συντηρητικά καθεστώτα της σύγχρονης εποχής ότι η επανάστασή τους δεν ήταν εθνικά απελευθερωτική (που ήταν στην πραγματικότητα), αλλά συνιστούσε αποκατάσταση ενός αρχαίου στάτους κβο.
Η εδαφική έκταση του πρώτου κρατικού μορφώματος ήταν μικρή. Το 1861 τού παραχωρούνται τα Επτάνησα και το 1881 η Θεσσαλία.
Το μεγάλο ζητούμενο της εξωτερικής του πολιτικής τον 19ο αιώνα ήταν η ένταξη στην επικράτειά του της Κρήτης – έγιναν 7 επαναστάσεις μέχρι να επιτευχθεί το ποθητό αποτέλεσμα, το 1913, σε μια στιγμή αποκορύφωσης των προσπαθειών του μεγάλου κρητικού πολιτικού Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος κλήθηκε στην Ελλάδα με την Επανάσταση στο Γουδί, το 1909.
Μέχρι τότε μια δραματική οικονομική επιδείνωση, το 1893, ανάγκασε τον Τρικούπη να πει το περίφημο «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», και λίγο αργότερα μια στρατιωτική ήττα, το 1897 εγγράφηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο ως μεγάλη καταστροφή.
Ο ατυχής Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-56) στοίχισε το θρόνο στον Όθωνα και την μεταστροφή της Ρωσίας στον πανσλαβισμό, απτά αποτελέσματα του οποίου είχαμε το 1878 με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Ευτυχώς, η γεωπολιτική διαμόρφωση δεν ευνόησε τα σχέδια των δυνάμεων και ανέτρεψαν λίγο αργότερα, στο Βερολίνο, το χάρτη που διαμόρφωσε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Ο Βενιζέλος θεωρείται ο διαμορφωτής της σύγχρονης Ελλάδας, με τις προσπάθειές του στους Βαλκανικούς Πολέμους, την αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας και τη Συνθήκη της Λοζάνης. Το 1923 παραχωρήθηκε στην Ελλάδα η Δυτική Θράκη και το 1947 τα Δωδεκάνησα. Κάπου εκεί σταματά η εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους που δημιούργησε η Επανάσταση του 1821. Το κύριο συμπέρασμα της ιστορικής διαδρομής είναι: Ποτέ μόνοι, πάντα με συμμάχους.
Ο διχασμός του 1916 αποτέλεσε την κύρια αιτία της σημαντικότερης ήττας του ελληνισμού από την αρχαία εποχή ως σήμερα. Ένας διχασμός που συνεχίστηκε το 1946 με έναν άλλο εμφύλιο – και το αποτύπωμά του υπάρχει ως και σήμερα.
Τα συνεχή πραξικοπήματα του Μεσοπολέμου οδήγησαν στην επικράτηση της δεξιάς παράταξης ως το 1974. Κάπου εκεί η Τουρκία άρχισε να αμφισβητεί την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας και η χώρα περιήλθε σε προβληματική κατάσταση σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα του πολιτικού της συστήματος και την κοινωνική της συνοχή.
Σε σχέση με τον ιστορικό αντίπαλό της η ελληνική κοινωνία έχει καλύτερο επίπεδο ζωής, αλλά το ελληνικό κράτος υπολείπεται του μεγάλου ανταγωνιστή του στην προβολή σκληρής ισχύος.
Αυτή η ανισορροπία δημιουργεί ερωτηματικά για την πορεία. Η Επανάσταση και όσα παρήγαγε είναι ανολοκλήρωτα.