Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ονομάστηκε έτσι από τον ιδρυτή της, Οσμάν, διαδέχτηκε την Ανατολική Ρωμαϊκή. Το ενδιαφέρον των Οθωμανών για κατακτήσεις τοποθετείται χρονολογικά ανάμεσα στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, και την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, το 1821.
Επειδή όμως στην ιστορία οι χρονολογίες δεν είναι πάντοτε απόλυτες, η έντονη τουρκική παρουσία παρατηρείται από το 1071, χρονολογία της Μάχης του Ματζικέρτ, με την οποία οι Τούρκοι ενισχύουν τη δύναμή τους στην κεντρική Μικρά Ασία.
Το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έρχεται το 1918 με την επικράτηση στα τουρκικά πράγματα του κινήματος των Νεότουρκων με αρχηγό τον Μουσταφά Κεμάλ, τον επονομαζόμενο «Ατατούρκ» – δηλαδή «πατέρα των Τούρκων». Τον 19ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία περιλάμβανε στα εδάφη της τα παράλια της Βόρειας Αφρικής, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία και την Αραβική χερσόνησο, με τις «ιερές» πόλεις του Ισλάμ, Μέκκα και Μεδίνα.
Το ισχυρό βασίλειο της Περσίας στάθηκε εμπόδιο έτσι ώστε να μην εξαπλωθούν οι Οθωμανοί στη Μεσοποταμία, και η κραταιά τσαρική Ρωσία για να μην προχωρήσουν στα βορειοανατολικά. Η Μικρά Ασία όμως, όπως και τα Βαλκάνια, ήταν υποδουλωμένα. Η αποφασιστική οθωμανική στρατιωτική μηχανή προχώρησε μέχρι και τα περίχωρα της Βιέννης και τις εκτάσεις της σημερινής Ουγγαρίας και Ρουμανίας.
Ανάμεσα στις κατακτήσεις στα Βαλκάνια, περίοπτη θέση κατείχε ο ελληνικός χώρος, που μέσα στη χαοτική αυτή αυτοκρατορία, φάνταζε ως χρήσιμη γέφυρα μεταξύ του οθωμανικού κόσμου και του συνεχώς εξελισσόμενου με ραγδαίους ρυθμούς ευρωπαϊκού χώρου που εκείνη την εποχή διήγε την περίοδο του Διαφωτισμού και προχωρούσε με αποφασιστικά βήματα προς τη Βιομηχανική Επανάσταση.
Οι θεσμοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Όπως στην αυτοκρατορία την οποία διαδέχτηκε, δηλαδή τη Βυζαντινή, ο σουλτάνος κυβερνούσε «ελέω Θεού», ήταν «η σκιά του Αλλάχ επί της γης», δηλαδή ήταν τοποτηρητής του Αλλάχ κατ’ αντιστοιχία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Ο σουλτάνος διένεμε τη γη που κατακτούσε στους πολεμιστές του με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες.
Ο διοικητικός μηχανισμός της αυτοκρατορίας απαρτιζόταν από «γκιαούρηδες», δηλαδή απίστους σύμφωνα με τη μωαμεθανική πίστη χριστιανούς, ή εξωμότες, οι οποίοι όμως μη έχοντας γεννηθεί μωαμεθανοί, δεν μπορούσαν να προσβλέπουν στο ανώτατο αξίωμα του σουλτάνου.
Τον 17ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε επεκταθεί τόσο μακριά από το κέντρο εξουσίας (την Κωνσταντινούπολη, κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), που το κόστος των εκστρατειών (Δούναβης, Μεσοποταμία κ.α.) υποσκέλιζε τα κέρδη από τις κατακτήσεις. Παράλληλα μια νέα διεκδίκηση, αυτή της Κρήτης, διεξαγόταν στη θάλασσα, γεγονός που εκτόξευε το κόστος πολέμου στα ύψη καθώς ήταν αναγκαία η κατασκευή στόλου. Τα προβλήματα αυτά οδήγησαν τον σουλτάνο να λάβει αυστηρά μέτρα για τον αδύναμο κρίκο της αυτοκρατορίας του, δηλαδή τους εξασθενημένους ραγιάδες-χριστιανούς.
Ο όρος ραγιάς, τουρκιστί raya, σημαίνει κοπάδι, τσούρμο, κι είναι ενδεικτικός για το πόσο μειωτικά έβλεπαν οι μουσουλμάνοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τους χριστιανούς.
Οι κοινωνικές ομάδες πριν από την Επανάσταση
Κλήρος
Η Υψηλή Πύλη, όπως ονομάστηκε η οθωμανική κυβέρνηση από την πύλη στην είσοδο του κτηριακού συμπλέγματος που στέγαζε τις κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, φρόντισε να αποκατασταθούν σε μεγάλο βαθμό τα προνόμια και οι εξουσίες του Πατριαρχείου στο μιλέτι (θρησκευτική κοινότητα) των χριστιανών, μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη διαδοχή της από την Οθωμανική.
Η Εκκλησία είχε δικαίωμα φορολόγησης των πιστών καθώς επίσης και δικαστική εξουσία για θέματα που αφορούσαν το ποίμνιό της. Ήταν μια εξουσία «παρά τω σουλτάνω».
Φαναριώτες
Η τάξη των Φαναριωτών (ονομάζονταν έτσι από τη γειτονιά γύρω από το Πατριαρχείο, όπου διέμεναν) ξεπηδάει μέσα από τους κόλπους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Την τάξη αυτή αποτελούσαν άνθρωποι που τύγχαναν μεγάλης μόρφωσης, αποκτημένης σε πανεπιστήμια της κεντρικής Ευρώπης. Ήταν γνώστες πολλών ξένων γλωσσών (εξού και το αξίωμα του Μεγάλου Δραγουμάνου –διερμηνέα– που τους δόθηκε από την Πύλη) την εποχή που οι Τούρκοι αξιωματούχοι ομιλούσαν σαν ξένη γλώσσα μόνο την αραβική, επειδή έτσι τους επέτρεπε το Ισλάμ. Επίσης ήταν φημισμένοι για τη δεινότητα της διπλωματίας τους.
Εκτός από το αξίωμα του Μεγάλου Δραγουμάνου, που αντιστοιχεί στη σημερινή εποχή με αυτό του υπουργού Εξωτερικών, τους είχε δοθεί από την Πύλη και το αντίστοιχο του Δραγουμάνου του στόλου, του υπουργού Ναυτιλίας δηλαδή, εάν θέλουμε να κάνουμε συσχέτιση με την εποχή μας.
Η σχέση Φαναριωτών-Πατριαρχείου ήταν αμφίδρομη. Οι μεν Φαναριώτες χρησιμοποιούσαν το πνευματικό κύρος του Πατριαρχείου για να εξελιχθούν και να προβάλουν εαυτούς ως κοσμικούς εξουσιαστές των ραγιάδων· το δε Πατριαρχείο απολάμβανε οικονομική στήριξη (μην ξεχνάμε ότι οι Φαναριώτες κατείχαν μεγάλα αξιώματα, όχι μόνο στον ελλαδικό αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο-οσποδάροι). Εξίσου σημαντικές ήταν για το Πατριαρχείο και οι πολιτικές και διπλωματικές δεξιότητες των Φαναριωτών.
Προεστοί
Οι προεστοί –ή αλλιώς δημογέροντες ή κοτσαμπάσηδες ή προύχοντες (η ονομασία ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή)– προέρχονταν από το θεσμό των κοινοτήτων. Ήταν αυτοί που φρόντιζαν αφενός να παραδίδουν τους φόρους στην κεντρική εξουσία, αφετέρου να κατανέμουν τα χρέη στην κοινωνία, ένα είδος μεσαζόντων δηλαδή μεταξύ λαού και κεντρικής εξουσίας. Το ιδιαίτερα δύσκολο έργο της συλλογής των φόρων, τύγχανε μεγάλης εκτίμησης από τον σουλτάνο.
Οι προεστοί βέβαια φρόντιζαν να αποζημιώνονται για τον κόπο τους μέσω των ιδιαιτέρως επαχθών φόρων που απομυζούσαν από τους ομοθρήσκους τους.
Κλέφτες και αρματολοί
Οι κλέφτες ήταν άτακτες ομάδες οι οποίες ζούσαν σε δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές, που με ληστρικό τρόπο απέδιδαν δικαιοσύνη στην άδικη φορολογία των προεστών αλλά και εξασφάλιζαν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους. Κύριος στόχος τους ήταν οι Τούρκοι και οι κοτσαμπάσηδες, χωρίς όμως αυτό να τηρείται πάντοτε με ευλάβεια.
Παράλληλος θεσμός ήταν αυτός των αρματολών (οπλισμένων). Οι αρματολοί προέρχονταν συχνά από τους κόλπους των κλεφτών. Συνήθως συνεργάζονταν με την τοπική εξουσία των κοτσαμπάσηδων για να προφυλάξουν τους τελευταίους από τις ληστρικές επιθέσεις των πάλαι ποτέ συναδέλφων τους ληστών. Φύλαγαν δερβένια (στενά περάσματα που προσφέρονταν για επιθέσεις ληστών), τηρούσαν την τάξη στις περιοχές που επόπτευαν, και μάζευαν τους φόρους για λογαριασμό των εργοδοτών τους κοτσαμπάσηδων.
Ραγιάδες – αγρότες και κτηνοτρόφοι
Οι ραγιάδες απάρτιζαν ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, το 80% των υπηκόων της αυτοκρατορίας. Ήταν κυρίως αγρότες, υποτελείς στους τσιφλικάδες, τους νέους εκμεταλλευτές του πλούτου της γης. Οι τελευταίοι, εκμεταλλευόμενοι τις απύθμενες ορέξεις για πλούτο της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας, αγόραζαν τα δικαιώματα φορολόγησης για να απομυζήσουν πλούτο από τους ομόθρησκούς τους ραγιάδες.
Με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς, το 1718, ο επαπειλούμενος τουρκικός κίνδυνος για την Ευρώπη εξέλιπε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε πολύ μεγάλα κομμάτια της επικρατείας της αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για πρόοδο, εμπόριο και ανάπτυξη. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μετανάστευσε προς το εξωτερικό, στην Ιταλία και στην κεντρική Ευρώπη. Η ισχυρή ελληνική παροικία της Βιέννης έχει τις ρίζες της σε εκείνη την εποχή.
Έμποροι, καραβοκύρηδες, απασχολούμενοι στο εμπόριο και ναύτες
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο γαλλοαγγλικός πόλεμος ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε να αναπτυχθεί το ελληνικό εμπόριο. Ο Ναπολέων προσπαθούσε να αποκλείσει τα πλοία υπό αγγλική κυριαρχία από κάθε ευρωπαϊκό λιμάνι, ενώ με την σειρά της η Αγγλία έκανε προσπάθειες να εμποδίσει κάθε υπερπόντιο προϊόν να φτάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος, πέραν του δικού της. Από αυτόν τον διττό αποκλεισμό επωφελήθηκαν οι έμπειροι Έλληνες ναυτικοί που ανέλαβαν τη διακίνηση του εμπορίου με μεγάλα οικονομικά οφέλη. Με τα χρήματα που εξασφάλισαν από το εμπόριο, φρόντιζαν για την έκδοση βιβλίων (συνήθως μεταφράσεις έργων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού), την ίδρυση σχολείων και την απονομή υποτροφιών σε Έλληνες νέους.
Δημιουργία προϋποθέσεων για την Επανάσταση
Ο αβάσταχτος ζυγός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε συνδυασμό με έναν μηχανισμό που δυσλειτουργούσε και γινόταν ολοένα και πιο πιεστικός από την μια πλευρά και οι επαφές των Ελλήνων με την ελεύθερη Ευρώπη από την άλλη, δημιούργησαν την επιτακτική ανάγκη για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Η ολοένα και πυκνότερη παρουσία των Ενετών στις ελληνικές θάλασσες, που συνεπαγόταν τη συχνή συναλλαγή μαζί τους, η έξοδος της Ρωσίας στην Κασπία θάλασσα με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, το 1774, και η απουσία των γαλλικών και αγγλικών πλοίων κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, έκαναν τους Έλληνες ναυτικούς και πλοιοκτήτες (πλοίων υπό Ρωσική σημαία), θαλασσοκράτορες της Μεσογείου.
Παράλληλα, οι παροικιακές κοινότητες που συγκροτήθηκαν στο εξωτερικό (με τα δικαιώματα που παραχωρούνταν στους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατόπιν της Συνθήκης του Πασάροβιτς) γνώρισαν μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Οι Έλληνες πάροικοι αποκτούσαν ευρωπαϊκή συνείδηση, και το χάσμα μεταξύ αυτών και των βαρβάρων κατακτητών τους γινόταν μέρα με την ημέρα ακόμα μεγαλύτερο.
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα αναπτύχθηκε το πνευματικό κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Βασικό έργο του κινήματος ήταν η μετάφραση και η έκδοση των θεμελιωδών έργων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, έργων δηλαδή του Βολταίρου, του Νεύτωνα, του Καντ. Ο Ρήγας Φεραίος (Βελεστινλής) ήταν ο συνδετικός κρίκος που ένωνε το Διαφωτισμό με την υποκίνηση της Ελληνικής Επανάστασης. Με τα έργα του Μεγάλη Χάρτα (κείμενο συνταγματικό), Θούριος (κείμενο που παρακινούσε σε ξεσηκωμό) κ.ά. δεν σταμάτησε να σφυρηλατεί με την πένα του τον πόθο του Έλληνα για ελευθερία.
Ο Αδαμάντιος Κοραής χαρακτηρίστηκε «ο Βολταίρος του Ελληνικού Έθνους» και υπήρξε από τους μεγαλύτερους πρωτεργάτες του Ελληνικού Διαφωτισμού που σκοπό είχαν τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Η φιλογαλλική του προσέγγιση και οι προτεσταντικές του επιδράσεις (έζησε τα εφηβικά του χρόνια στο Άμστερνταμ και σπούδασε Ιατρική στο Παρίσι) δημιούργησαν αντιπάθειες στο Πατριαρχείο. Το χάσμα μεγάλωσε όταν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων εξέδωσε την Πατρική διδασκαλία με την υπογραφή του πατριάρχη Άνθιμου, που ανάμεσα στις αντιδυτικές του διδασκαλίες και με αφορμή το λόγο του Αποστόλου Παύλου «κάθε εξουσία δίδεται από τον Θεό», καλούσε τους χριστιανούς να είναι μεγάθυμοι βλέποντας τον οθωμανικό ζυγό ως ωφέλιμο για την ψυχική τους σωτηρία. Ο Κοραής σε απάντηση συνέταξε την Αδελφική διδασκαλία, ανατρέποντας τα επιχειρήματα του εκδότη της Πατρικής διδασκαλίας και καλώντας τον Γραικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να πολεμήσει για την ελευθερία του.
Αλεξία Ιωαννίδου