Σε ένα ακριτικό χωριό του νομού Κιλκίς του οποίου η πλειοψηφία των κατοίκων έλκει την καταγωγή του από το Καρς ζούσε ένα ζευγάρι, ο Δημήτρης και η Χρυσάνθη. Η Χρυσάνθη ένιωσε κάποιες ενοχλήσεις στην καρδιά και ο αγροτικός γιατρός της συνέστησε να αποφεύγει τις βαριές εργασίες. Άλλο που δεν ήθελε λοιπόν, «εκμεταλλευόμενη» την κατάσταση «επίταζεν» (διέταζε) όλη την ώρα τον σύζυγό της, ο οποίος φοβούμενος μην την χάσει γινόταν θυσία.
Μια μέρα πήγε στο σπίτι τους ένας γείτονας, ο Βάσος. Για κάμποση ώρα άκουγε τη Χρυσάνθη να λέει στο σύζυγό της: «Δήμητρηηηη φέρον ξύλα, Δήμητρηηηη άλμεξον τα χτήν(ε)α, Δήμητρηηηη ποίσον εκείνον, Δήμητρηηη ποίσον τ’ άλλον…». Για να μην την κακοχαρακτηρίσει ο γείτονας που όλη την ώρα «εκαμάτιζεν τον άντραν’ ατς», του λέει: «Ο διατρόν είπε με βελόν να μη σκώντζ απ’ αδά και θέκ’ς ατο εκές» (σ.σ.: ο γιατρός μου είπε να μην σηκώσω ούτε μια βελόνα από εδώ για να τη βάλω παραπέρα). Ο Βάσος γνωστό πειραχτήρι σχολίασε τότε: «Νέτσι, γιαμ’ είπε σε ο διατρόν να μην χορεύς πα;» (σ.σ.: μήπως σου είπε ο γιατρός να μην χορεύεις κιόλας);
Η Χρυσάνθη εμφανώς ενοχλημένη μονολόγησε: «Μόσε αβούτον για τέρεν! Α σον χορόν πα θα απαγορεύ με. Ατό ’κι ίνεται» (σ.σ.: Για κοίτα τον! Θα μας απαγορέψει και από τον χορό. Αυτό δεν γίνεται)!
Το περιστατικό είναι αληθινό[1] και δείχνει τη μεγάλη αγάπη των Ποντίων για το χορό, ο οποίος ήταν ανέκαθεν συνυφασμένος με τις ζωές τους και τον οποίο θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας τους. Δεν είναι όμως αποκλειστικά χαρακτηριστικό των Ποντίων η αγάπη για το χορό. Όλοι οι Έλληνες, ορεσίβιοι, καμπίσιοι ή νησιώτες, διακατέχονται από την ίδια αγάπη και η κάθε εθνοτοπική κοινότητα συνεισφέρει με τον δικό της μοναδικό τρόπο στην εξύφανση αυτού του υπέροχου υφαντού που συνθέτει την πλούσια πολιτιστική μας κληρονομιά.
Οι παραδοσιακοί μας χοροί είναι ζωντανά κομμάτια του λαϊκού μας πολιτισμού. Είναι στενά συνδεδεμένοι με τη μουσική και το τραγούδι, αποτελούν δείκτες της αισθητικής αγωγής του λαού μας και ανήκουν στο συνδετικό ιστό του έθνους. Η καταλυτική συμβολή των παραδοσιακών μας χορών στη διατήρηση της εθνικής μας ταυτότητας φαίνεται καθαρά αν ανατρέξουμε στη μακραίωνη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες, δηλαδή όταν δινόταν μια σχετική ελευθερία (για την ακρίβεια επιδεικνυόταν ανοχή από την Υψηλή Πύλη), ο λαός μας δεν έχανε την ευκαιρία να φορέσει τα ρούχα της σχόλης –μια υποψία για το πώς ήταν παίρνουμε από τις παραδοσιακές φορεσιές που φορούμε και σήμερα όταν δίνουμε χορευτικές παραστάσεις ως μέλη συλλόγων– και να εκφράσει μέσω της κιναισθητικής του ιδιοσυγκρασίας τον πόθο του για την ελευθερία.
Σύμφωνα με τον Claude Charles Fauriel «οι Έλληνες χορεύοντας ξεχνούσαν το δυνάστη τους» ενώ σύμφωνα με τον Νικόλαο Λάσκαρη «κρατούμενοι όλοι οι χορεύοντες δια της χειρός ομολογούμε δια τούτου ότι όλοι είμεθα αδελφοί».
Ο χορός επομένως δεν είναι μια απλή έκφραση στιγμιαίας ψυχικής ανάτασης, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι έκφραση της ενότητας και της ταυτότητας μιας κοινότητας, του πολιτισμού και των συμφραζόμενών του. Ο χορός (και τα υπόλοιπα δυο στοιχεία του τρίπτυχου, το τραγούδι και η μουσική) είναι οι πρεσβευτές και η ψυχή της κοινότητας. Το είπε εξάλλου κι ο μεγάλος μας τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος:
«Να μας έχει ο Θεός γερούς
πάντα ν’ ανταμώνουμε
και να ξεφαντώνουμε βρε
με χορούς κυκλωτικούς
κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς […]
Είτε με τις αρχαιότητες
είτε με Ορθοδοξία
των Ελλήνων οι κοινότητες
φτιάχνουν άλλο γαλαξία»!
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτιστικών Μονάδων