Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις το Πάθος του Κυρίου και εις τον Θρήνον της Θεοτόκου», και ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠ[Ε]ΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. «Λιγάκι μόνο υπομονή κάνε λοιπόν μητέρα, και σύντομα είν’ που θα με δεις
»γοργά να καταφθάνω στον τόπο όπου κείτονται· σαν τον γιατρό που δίνεται στους τραυματίες με ζήλο,
»έτσι κι εγώ θ’ ασχοληθώ να γιάνω τις πληγές τους.
»Για της καρδιάς την πώρωση, για τη σκληροκαρδία, τη Λόγχη θα έχω και τομές κατάλληλες θα κάνω.
»Και ξίδι είναι διαθέσιμο, μαζί μου θα το έχω ν’ απολυμαίνω τις πληγές.
»Για σμίλη αν θες χειρουργική, θα έχω τα καρφιά μου· τα χείλη κάθε τραύματος μ’ αυτά θα καθαρίσω, κι ύστερα απ’ το χιτώνα μου θα φτιάξω κι επιδέσμους να δέσω ως πρέπει τις πληγές άλλο να μη ματώνουν.
»Για θήκη που θα κουβαλώ φάρμακα κι εργαλεία, θα έχω –τι άλλο;– το Σταυρό.
»Σταυρό θα χρησιμοποιώ, με Τούτον θα γιατρεύω· μόν’ συ ψάλλε μητέρα μου φρόνιμα αυτό που πρέπει:
»“Απ’ τα πάθη μας τ’ ανθρώπινα, με το μαρτύριό Του, τώρα μας ελευθέρωσε,
»”ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου”.
ιδ’. »Τη λύπη σου μητέρα μου διώξε την τώρα –ας πάει–, και μην λυπάσαι άλλο πια.
»Κοίτα μπροστά χαρούμενη και με χαρά προχώρα· μ’ ό,τι σκοπό κατέβηκα στη γη αυτό και κάνω, και ήδη τώρα βιάζομαι, για να ολοκληρώσω όλα όσα είχε στο σχέδιο Αυτός που μ’ έχει στείλει.
»Μα το ’χαμε από μιας αρχής προαποφασισμένο Εγώ και ο Πατέρας μου·
»και τ’ Άγιο μου το Πνεύμα ποτέ του δεν διαφώνησε.
»Είπαμε να ενανθρωπιστώ, είπαμε και να πάθω, για χάρη αυτού που έπεσε, χάρη του πλανεμένου.
»Γι’ αυτό τρέξε μητέρα μου κι ανάγγειλέ το σ’ όλους:
»“αυτός που τον Αδάμ μισεί δέχτηκε καίριο πλήγμα απ’ το Πάθος Εκεινού
»”που νικητής θε να ’ρθει, Εκείνου που ’ν’ ο Κύριος,
»”ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου”».
ιε’. «Νικιέμαι βρε παιδάκι μου! Πάλεψαν μέσα μου όσα λες, μα η μητρική αγάπη κέρδισε και νικήθηκα…
»Στ’ αλήθεια δεν τ’ αντέχω, στα δώματα να πάω να βρω τους άλλους που ’ν’ κλεισμένοι, όσο Εσύ ’σαι στον Σταυρό.
»Εγώ σε σπίτι να κλειστώ, την ώρα που θα κλείνεσαι Εσύ μέσα στον Τάφο;
»Άσε να ’μαι κοντά Σου. Βάλσαμο στην ψυχούλα μου και μόνο που Σε βλέπω.
»Κι από την άλλη είμαι κοντά, αυτόπτης τέτοιου θράσους που δείχνουν κάποιοι που Μωυσή τάχατες λεν τιμούνε!
»Στ’ όνομα λένε αυτουνού εκδίκηση πως παίρνουν, μέσα στη μαύρη τύφλα τους, κι ήρθαν να σε σκοτώσουν.
»Αλλά για τούτο φαίνεται πως ο Μωυσής το λέει – στον Ισραήλ σαν μίλησε, αυτόν το λόγο είπε:
»“μέλλει να ιδείτε τη Ζωή στο Ξύλο κρεμασμένη”.
»Άραγες ποιος είν’ η Ζωή και ποιον να εννοούσε; Όλοι καταλαβαίνουμε:
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου».
ιϛ’. «Καλά, ας γίνει όπως θες, αλλ’ αν κοντά μου μείνεις, άλλο μην κλαις μητέρα μου, άλλο μην κλάψεις μάνα.
»Και κοίτα να μην φοβηθείς, σαν βλέπεις να σαλεύει η γης και τα στοιχεία του κόσμου.
»Γιατί αυτό που τόλμησαν μ’ όλο το θράσος που ’χουν, την κτίση τώρ’ ολάκερη να τρέμει θα την κάνει.
»Το ουράνιο στερέωμα ολάκερο θα κλείσει, θα τυφλωθεί ο ουρανός και μάτι δεν θ’ ανοίξει, ώσπου που θα μιλήσω εγώ και διαταγή θα δώσω.
»Μαζί η γη κι οι θάλασσες θα τρέχουν για να φύγουν·
»ως κι ο Ναός θα σχίσει και κείνος το χιτώνα του, από την αγανάκτηση το ρούχο του θα σκίσει, να δείξει πόσο θύμωσε μ’ αυτούς τους τολμητίες.
»Τα όρη θα τραντάζονται και τα ταφιά θα αδειάζουν.
»Και σαν τα δεις να γίνονται, η γυναίκα θα τρομάξεις· τότε πάνω στο φόβο σου
»μίλα, φώναξε, πες μου: “Σώσε με, κάνε έλεος,
»”ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου».
ιζ’. Της Παρθένου Εσύ Υιέ, της Παρθένου Εσύ Θεέ
και Ποιητή του κόσμου… Δόξα, δόξα, χίλιες δόξες στης Σοφίας Σου το βάθος μα και στο μαρτυρικό Σου Πάθος!
Συ γνωρίζεις μοναχά σ’ όλο του το μεγαλείο: ποιος ήσουν και τι έγινες! Δεν το χωράει ο νους μας.
Συ μόνος Σου το θέλησες να έρθεις και να πάθεις. Ποιος να το πει; Τέτοια τιμή! Να σώσεις τους ανθρώπους.
Συ γίνηκες για εμάς αρνί, αμνός, αγνό σφαχτάρι, πήρες τις αμαρτίες μας σαν το Σταυρό στην πλάτη.
Συ όλα τ’ αμαρτήματα τα νέκρωσες Σωτήρα, Εσύ με τη θυσία Σου, όλους Εσύ μας σώζεις.
Συ είσαι, είσ’ ο ίδιος Σου, Εσύ πάνω στο Πάθος, κι εκτός του Πάθους πάλι Εσύ, Εσύ μες στους αιώνες.
Συ είσαι Αυτός που πέθανες και ζωντανός μάς σώνεις· Εσύ στην Πάνσεμνη έδωσες
δικαίωμα και θάρρητες γι’ όλους μας να παρακαλεί, καθώς Αυτή σ’ αποκαλεί
«ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου».