Η μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, η UBS Group AG, συμφώνησε να εξαγοράσει την Credit Suisse για περισσότερα από 2 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την εφημερίδα Financial Times. Καμία από τις δύο τράπεζες ωστόσο δεν δέχθηκε να σχολιάσει τις πληροφορίες.
Η UBS θα καταβάλει περισσότερα από 0,50 φράγκο για κάθε μετοχή της Credit Suisse, τιμή πολύ χαμηλότερη από αυτή στην οποία έκλεισαν οι μετοχές της τράπεζες την Παρασκευή (1,86 φράγκα), σύμφωνα πάντα με τη Financial Times.
Η εφημερίδα, επικαλούμενη δύο πρόσωπα που έχουν γνώση της υπόθεσης, ανέφερε επίσης ότι η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας συμφώνησε να προσφέρει γραμμή ρευστότητας ύψους 100 δισ. δολαρίων στην Credit Suisse, στο πλαίσιο της συμφωνίας.
Γνώστης των συνομιλιών είχε δηλώσει νωρίτερα στο Reuters ότι η UBS ζητούσε 6 δισ. δολάρια από την ελβετική κυβέρνηση προκειμένου να αγοράσει την αντίπαλό της. Άλλη πηγή είχε σημειώσει ότι οι συνομιλίες για την εξαγορά της Credit Suisse αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια, ενώ πρόσθεσε ότι εφόσον ενωθούν οι δύο τράπεζες, ενδέχεται να καταργηθούν 10.000 θέσεις εργασίας. Η Ομοσπονδία Υπαλλήλων Ελβετικών Τραπεζών έκανε σήμερα έκκληση για την άμεση δημιουργία μιας ομάδας κρούσης ώστε να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος να χαθούν θέσεις εργασίας στην Credit Suisse.
Η κυβέρνηση της Ελβετίας ανακοίνωσε ότι θα παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου στις 19:30 (τοπική ώρα· 20:30 ώρα Ελλάδας) μετά τις διαπραγματεύσεις για την εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS.
Οι μετοχές της Credit Suisse έχασαν το ¼ της αξίας τους την προηγούμενη εβδομάδα. Η τράπεζα αναγκάστηκε να λάβει βοήθεια 54 δισ. δολαρίων από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας, καθώς προσπαθεί να ανακάμψει από σκάνδαλα που έχουν πλήξει την εμπιστοσύνη επενδυτών και πελατών.
Νωρίτερα σήμερα το Bloomberg News έγραψε ότι η Credit Suisse απέρριψε προηγούμενη πρόταση να εξαγοραστεί από την UBS προς ένα δισ. δολάρια, γιατί θεώρησε ότι το ποσό είναι πολύ χαμηλό και ότι αυτό θα έπληττε τους μετόχους και τους εργαζόμενους στην τράπεζα που έχουν μετοχές στην εταιρεία οι οποίες θα πληρωθούν τελευταίες κατά σειρά μετά από μια πιθανή χρεοκοπία (deferred stock).