Μασχαρέας, μασχαράνος, μασχαράρης και μασχαρευτός. Λέξεις συνώνυμες, προερχόμενες όλες από το ουσ. μασχαρεία (ή μασχαρή). Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, μας παραδίδει και το ρήμα μασχαρεύω, όπως και το επίρημμα μασχαρευτά.
Και εξηγεί: Μασχαράνος (θηλ. μασχαράναινα) είναι ο «αστείος εις τους λόγους, ευτράπελος».
Μασχαρεία είναι η «αστειότης», π.χ. στις φράσεις «Κρούει ατο ’ς σην μασχαρείαν» (το γυρίζει στο αστείο) και «Εχωρεί ’ς σην μασχαρείαν» (δέχεται τα αστεία).
Βέβαια, συνεκδοχικά σημαίνει και τον άνθρωπο που γίνεται περίγελος («Γέλος και μασχαρείαν εγέντον»), και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού οι λέξεις αυτές προέρχονται από την αραβική mashara – όπως και ο μασκαράς!