Αν παρακολουθήσει κανείς τις διεθνείς εξελίξεις των τελευταίων ημερών θα δει τις Ηνωμένες Πολιτείες χαμένες στη… μετάφρασή τους.
Στη Μέση Ανατολή σπεύδουν να συγκρατήσουν το Ισραήλ να μην επιτεθεί στο Ιράν που πρέπει να βρίσκεται πολύ κοντά στη δυνατότητα απόκτησης πυρηνικής βόμβας, την ίδια ώρα που Σαουδική Αραβία και Ιράν έρχονται σε συνεννόηση για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων (έχουν διακοπεί από το 2016), με τη μεσολάβηση της Κίνας. Αυτό αποτελεί πλήγμα στη διεθνή εμβέλεια της Ουάσινγκτον, αν και αναλυτές στην αμερικανική πρωτεύουσα παροτρύνουν την κυβέρνηση να δει το θέμα από τη θετική του πλευρά.
Και στο ουκρανικό μέτωπο δύο ειδήσεις «ρευστοποιούν» την εικόνα των ΗΠΑ ως μοναδικής παγκόσμιας δύναμης: αν αληθεύει ότι υπόγειο στρατηγείο του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία χτυπήθηκε από ρωσικούς πυραύλους Kinzhal χωρίς να υπάρξει αντίδραση, είναι μια ενέργεια που πλήττει ολόκληρη τη Συμμαχία, όχι μόνο τις ΗΠΑ. Αλλά και η πτώση (ή κατάρριψη, αναλόγως ποια εκδοχή προτιμάτε) του MQ9 Reaper αποτελεί επίσης ένα σοβαρό χτύπημα στο αμερικανικό κύρος. Το μη επανδρωμένο ξεκίνησε από τη βάση στη Σιγκονέλα, πέρασε πάνω από την Ελλάδα και κατέπεσε ενώ βρισκόταν στον εναέριο χώρο ανοιχτά της Κριμαίας.
Η παρακολούθηση των αμερικανικών ΜΜΕ, ή των αναλύσεων των δεξαμενών σκέψης τους, δεν βγάζει εικόνα αισιοδοξίας. Αποκαλύπτει μια νευρική δύναμη που δεν γνωρίζει πώς να αντιδράσει ώστε να αναχαιτίσει την κινεζική άνοδο και επιρροή. Μια δύναμη που αγωνίζεται να κρατήσει την πρωτοκαθεδρία της, αλλά δεν γνωρίζει το πώς.
Το εμβληματικό The Atlantic δημοσίευσε τις προηγούμενες ημέρες άρθρο με τίτλο «Η εποχή της αμερικανικής ναυτικής κυριαρχίας έχει τελειώσει». Σε αυτό ο αρθρογράφος προσπαθεί να πείσει για την αναγκαιότητα να γίνουν και πάλι οι ΗΠΑ μεγάλη θαλάσσια δύναμη, να μην ασχολούνται με εδαφικές διαφορές που δεν άπτονται των αμερικανικών συμφερόντων, και να δημιουργήσουν ένα σύγχρονο και ισχυρό ναυτικό επενδύοντας σε προηγμένα υποβρύχια, εξοπλισμένα με τους πιο πρόσφατους υπερηχητικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς που δεν θα μπορούν να εντοπιστούν.
Επικαλούμενος τον Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο Αμερικανός αρθρογράφος επισημαίνει πως ο πρώτος πρόεδρος συμβούλευε ότι η Αμερική έπρεπε να βασιστεί στο ναυτικό της και να συνάπτει προσωρινές, όχι μόνιμες, συμφωνίες για την προώθηση των συμφερόντων της.
Εδώ είναι που τίθεται θέμα αξιοπιστίας της υπερδύναμης απέναντι στους συμμάχους και σε χώρες όπως η Ουκρανία που ενθαρρύνθηκαν να μπουν σε μια πολεμική περιπέτεια από την οποία δεν γνωρίζουν πώς θα εξέλθουν. Ούτε η Ουκρανία, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Ευρώπη.
Η ασάφεια και η απροσδιοριστία στην αμερικανική πολιτική, η οποία θα καθορίζεται από το στενό συμφέρον και όχι από τη βούληση της υπερδύναμης να επιβάλει τη διεθνή τάξη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, είναι θέμα που αφορά και την Ελλάδα. Η διαφαινόμενη αλλαγή στην τουρκική πολιτική ενδέχεται να οδηγήσει σε παραχωρήσεις από την Ουάσινγκτον προς την Άγκυρα που θα ανατρέψουν την ισορροπία στην περιοχή.
Η Τουρκία αφήνει να εννοηθεί ότι δεν έχει ανάγκη τους S-400, διαρροή που στέλνει το μήνυμα ενδεχόμενης μετακίνησής τους είτε στο Αζερμπαϊτζάν είτε στο Κατάρ. Αν μια τέτοια κίνηση συνδυαστεί και με την υποχώρηση στο θέμα της ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, είναι ευνόητο πως οι λόγοι της αμερικανικής δυσαρέσκειας θα περιοριστούν σε βαθμό που όχι μόνο θα είναι δυνατή η προμήθεια της Άγκυρας με F-16, αλλά ακόμη και η επαναφορά της στο πρόγραμμα των F-35. Υποτίθεται πως η αρχή της διαμόρφωσης ισορροπίας μεταξύ των δύο χωρών, Ελλάδας και Τουρκίας, βασίζεται στην εξισορρόπηση του τουρκικού όγκου από την προμήθεια στην Ελλάδα οπλικών συστημάτων με μια ελαφρά τεχνολογική υπεροχή.
Οι ΗΠΑ φροντίζουν επίσης να διαρρέουν σε συνομιλητές τους που επισκέπτονται την Ουάσινγκτον, είτε πρόκειται για πολιτικούς, είτε για δημοσιογράφους, είτε για ακαδημαϊκούς, ότι έχουν μειωμένο ενδιαφέρον για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, παρόλο που τίποτε από όσα συμβαίνουν στο χώρο αυτό δεν το επιβεβαιώνει.
Η αμερικανική πολιτική των ΗΠΑ στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο –κατά διπλωματικές πηγές– βασίζεται σε πέντε σημεία:
Πρώτον, εξασφάλιση αξιοποίησης των υδρογονανθράκων και του φυσικού αερίου σε όσες από τις 7 μεγάλες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες ενδιαφέρονται. Προηγήθηκε η πίεση για ενεργειακή –και όχι μόνο–απεξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία.
Δεύτερον, αναμένεται να εκδηλωθεί αμερικανικό ενδιαφέρον για λύσεις σε εκκρεμή ζητήματα της περιοχής μετά την ολοκλήρωση των εκλογικών διαδικασιών σε Κύπρο, Ελλάδα, Τουρκία. Το πώς θα εγγράψουν οι ΗΠΑ το τρίγωνο Αθήνα-Άγκυρα-Λευκωσία στη σφαίρα επιρροής τους παραμένει ζητούμενο.
Ο τρίτος αμερικανικός στόχος είναι ο ενεργειακός έλεγχος της ΕΕ, η αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών που θα θέσουν τέρμα στο ερώτημα της εμβάθυνσης και η εξασθένιση της κοινής εξωτερικής πολιτικής.
Ένας τέταρτος αμερικανικός στόχος –κατά τους ίδιους κύκλους– είναι η ένταξη Τουρκίας και Ουκρανίας σε έναν απομακρυσμένο από το κέντρο εξωτερικό κύκλο της ΕΕ, έστω και χαλαρό, σε μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων που θα γονατίσει τον κοινοτικό προϋπολογισμό και θα εξανεμίσει τα οράματα σύγκλισης και συνοχής της Ένωσης.
Υπάρχει και πέμπτος στόχος: Η επίτευξη της επιθυμίας του Ηνωμένου Βασιλείου, αφού πέτυχε την έξοδό του από την ΕΕ, να προσπαθήσει να την υποβαθμίσει σε κοινή αγορά, και μόνο.
Μέσα σε αυτούς τους 5 στόχους που έχουν δρομολογηθεί και βρίσκονται υπό πυρετώδη επεξεργασία η Ελλάδα και η Τουρκία θα κάτσουν στο τραπέζι, η Κύπρος θα παραμείνει με βρετανικές βάσεις και δεν αποκλείεται να επιχειρηθεί να της δοθεί επώδυνη λύση.
Οι εκλογές στην Ελλάδα (και στην Τουρκία) αναμένεται να σηματοδοτήσουν δύσκολες εξελίξεις και για την Αθήνα.
Πόσο προετοιμασμένο είναι ένα κράτος που δεν μπόρεσε να εγκαταστήσει ένα σύστημα τηλεδιοίκησης στη μια και μοναδική σιδηροδρομική γραμμή που διαθέτει, να αντιμετωπίσει τις πιέσεις για ένα νέο τοπίο στην περιοχή;
Γιατί το υπουργείο Εξωτερικών δεν διαμορφώνει τις δικές του προτάσεις ώστε να επηρεάσει και να μην ακολουθεί τις εξελίξεις;