Στην πατρίδα πριν από τον ξεριζωμό το όνομα Αλέξιος ήταν συχνό και αγαπημένο ανάμεσα στους Ποντίους. Ήταν το όνομα του Βυζαντινού Αυτοκράτορά τους, του Αλέξιου Κομνηνού. Έγραφαν συναξάρια γι’ αυτόν «[…] Έλεπεν τοί γονέοις ατ’ και τη γαρήν ατ’ έμπαιναν κ’ έβγωναν κι ατός άμον ξένος και γυρευός εκεικά ‘ς οσπίν’ ατ’ εζήνεν με τα αποφάεια τ’ εσύρ’ ναν ατόν, άμον σκυλλίν οι χουζμακιάρ τη ταττάς ατ’ κ’ εκάουτον η καρδία τ΄ […]»*. Οι δε τουρκόφωνοι μάλιστα συνέθεσαν τραγούδι (παραφθαρμένα τουρκικά) «Αλέξιος τινλέριτι Χριστός ονή σεβέριτι, Αλέξιος τεμέζιτι, σεπεπινί πιλμέζιτι […]» δηλαδή «Τον Αλέξιο τον άκουγε ο Χριστός γιατί τον αγαπούσε, δεν μιλούσαν για τον Αλέξιο επειδή δεν τον ήξεραν […]». Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαν καλλίφωνοι τραγουδιστές σε ήχο γ΄ δηλαδή γιορτινό (όπως το «Θεοτόκε η Ελπίς») σε ακροατήριο που άκουγε σιωπηλό το βίο του Αλεξίου.
Ποιος ήταν όμως αυτός ο αφανής –επειδή το επεδίωξε– Άγιος που πολλοί δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή του και μπερδεύουν τη γιορτή του (17η Μαρτίου) με τη γιορτή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Αλεξάνδρου που γιορτάζει τον Αύγουστο;
Ο βίος του Αγίου Αλεξίου, του Ανθρώπου του Θεού
Ο Άγιος Αλέξιος γεννήθηκε τον 4ο αι. στη Ρώμη από γονείς χριστιανούς. Ο πατέρας του Ευφημιανός είχε μεγάλο κύρος, ήταν πρώτος τη τάξει συγκλητικός, και η μητέρα του η Αγλαΐα καταγόταν κι αυτή από αρχοντική γενιά. Το ζευγάρι διακρινόταν για το φιλανθρωπικό του έργο. Έξω από το αρχοντικό τους σχηματίζονταν ουρές από αναγκεμένους ανθρώπους που δεν είχαν πρόσβαση ούτε στα στοιχειώδη. Εκεί έβρισκαν ένα πιάτο ζεστό φαγητό και φροντίδα.
Μόνιμο αίτημα στα χείλη του Ευφημιανού και της Αγλαΐας την ώρα της προσευχή τους ήταν η απόκτηση ενός παιδιού. Τα χρόνια περνούσαν μα σαν άλλοι Ζαχαρίας και Ελισάβετ, δεν έχαναν την πίστη τους και τελικά το θαύμα έγινε, «το παιδί της προσευχής» γεννήθηκε.
Οι γονείς έδωσαν στον γιο τους το όνομα Αλέξιος, από το αρχαίο ελληνικό ρήμα αλέξω (ομόριζο με την αλκή=δύναμη) που σημαίνει προστατεύω, αποκρούω.
Το νεαρό αγόρι ως γόνος συγκλητικών έλαβε υψηλή μόρφωση. Ο Αλέξιος εντρυφούσε με ιδιαίτερο ζήλο στους εκκλησιαστικούς φιλοσόφους και στα ασκητικά συγγράμματα. Οι γονείς του τον καμάρωναν για την αρετή του, αλλά προβληματίζονταν γιατί το παιδί τους διέφερε από τα άλλα παιδιά των Ρωμαίων ευγενών. Είχε κλίση προς τον ασκητισμό και παρότι ήταν ενάρετοι άνθρωποι, αυτό δεν μπορούσαν να το δεχτούν. Γι’ αυτούς ήταν το αρχοντόπουλό τους που θα κληρονομούσε την περιουσία τους και θα συνέχιζε το έργο τους. Όμως ο Αλέξιος δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα για αξιώματα και πλούτη.
Όταν πλησίαζε τα 17 του χρόνια, ο Ευφημιανός και η Αγλαΐα διάλεξαν μια κόρη από αρχοντικό γένος που έλαμπε από αρετή και ομορφιά για να παντρέψουν τον μονάκριβο γιό τους. Ήταν μεγαλωμένη με τα νάματα της χριστιανοσύνης και ταίριαζε τόσο πολύ για να γίνει σύζυγος του Αλεξίου. Στο γάμο ήταν προσκεκλημένη όλη η Ρώμη. Αφού τελείωσε η στέψη, και ενώ το γλέντι των κοσμικών Ρωμαίων για το γάμο του γιου του πρώτου Συγκλητικού με την κόρη αρχοντικής οικογένειας ήταν σε εξέλιξη, οι νεόνυμφοι κατευθύνθηκαν στη συζυγική τους παστάδα.
Νέοι και ωραίοι και με την ευλογία των λόγων του Χριστού «Ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω» ο Αλέξιος και η σύζυγός του που το όνομά της δεν μάθαμε ποτέ συμφωνούν μυστικά να μείνουν για πάντα ενωμένοι μέσω του κοινού τους Θείου έρωτα, μη ολοκληρώνοντας ποτέ το γάμο τους.
Ο Αλέξιος έδωσε το χρυσό δαχτυλίδι του στην «αδελφή ψυχή του» στη νεαρή που μόλις πριν από λίγη ώρα συνδέθηκε με τα ιερά δεσμά του γάμου και έλυσε από τη μέση του τη ζώνη του, δωρίζοντάς την κι αυτήν στη νέα που με τόση αγάπη σεβάστηκε τον Θείο πόθο του.
Η σκηνή αυτή μας θυμίζει το βυζαντινό τελετουργικό της μοναχικής κουράς κατά το οποίο όταν ντύνεται από την ηγουμένη/ηγούμενο η μοναχή/μοναχός με τα ράσα και της/του δίνεται η ζώνη ως συμβολισμός της εγκράτειας που θα πρέπει να επιδεικνύει, λέγεται η ευχή: «Η/ Ο αδελφή/αδελφός ημών περιζώννυται την οσφύν αυτής/αυτού δύναμιν αληθείας, εις νέκρωσιν σώματος και ανακαίνισιν πνεύματος. Είπωμεν υπέρ αυτής/αυτού το Κύριε Ελέησον».
«Δραπέτευσε» από μια ζωή που δεν του ταίριαζε
Ο Αλέξιος βγήκε κρυφά από την γαμήλια κρεβατοκάμαρα και η σύζυγός του τον κάλυψε με τη σιωπή της. Πλησίασε έναν από τους παράνυμφούς του και τον παρακάλεσε να τον συνοδεύσει ως το λιμάνι χωρίς να του αποκαλύψει περαιτέρω το σχέδιό του.
Ο παράνυμφός του νόμιζε πως ο Αλέξιος αστειευόταν και γέλασε, μόλις όμως κατάλαβε πως του το έλεγε σοβαρά προσπάθησε να τον αποτρέψει. Αφού είδε πως ήταν ανένδοτος μην μπορώντας να κάνει κι αλλιώς αφού δεν ήθελε να προδώσει τον φίλο του, πήρε δύο άλογα και κατευθύνθηκαν στο λιμάνι Όστια ενώ τους είχε σκεπάσει το σκοτάδι της νύχτας και το γαμήλιο γλέντι πίσω στην Ρώμη… καλά κρατούσε ακόμα.
Οι δυο νέοι έφτασαν στο λιμάνι και ο Αλέξιος έδωσε εντολή στον φίλο του να περιμένει γιατί ήθελε τάχα να περπατήσει μόνος. Στην πραγματικότητα έψαχνε καράβι για να φύγει. Προσευχήθηκε στον Κύριο για να του υποδείξει σε πιο καράβι έπρεπε να μπει και εκείνη την ώρα είδε έτοιμο να αποπλεύσει ένα με προορισμό την Συρία. Του ήρθε στον νου ο βίος του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και χωρίς καμιά καθυστέρηση πήδησε τελευταία στιγμή πάνω στο πλοίο το οποίο απέπλεε. Ο φίλος του γύρισε πίσω και ειδοποίησε τους γονείς του Αλεξίου που αδυνατούσαν να πιστέψουν αυτό που έκανε ο γιος τους. Το γλέντι και οι χαρές του γάμου μετατράπηκαν μέσα σε μια στιγμή σε βαρύ πένθος και περισυλλογή.
Ο Αλέξιος έφτασε στην Σελεύκεια και αποβιβάστηκε από το πλοίο. Έβγαλε από επάνω του τα αρχοντικά γαμήλια ρούχα του και τα αντάλλαξε με κουρέλια ζητιάνων.
Τους έδωσε και όλα του τα χρήματα και κράτησε για τον εαυτό του μόνο αυτά που θεωρούσε πολύτιμα: τον διακαή πόθο του για τον Χριστό και την ταπεινοφροσύνη του. Έτσι σαν ζητιάνος κατέληξε στην Έδεσσα της Συρίας το 373, χρονιά που κοιμήθηκε ο μεγάλος ασκητής της ερήμου Όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Δεν γνωρίζουμε εάν πρόλαβαν να συναντηθούν οι δύο άντρες, γι’ αυτό που είμαστε βέβαιοι όμως είναι πως ο Αλέξιος πήρε τη σκυτάλη της ασκήσεως από τον μεγάλο Αββά της Συρίας.
Τα επόμενα χρόνια ο Άγιος Αλέξιος ζούσε ως ζητιάνος υπηρετώντας την εκκλησία στην οποία βρήκε καταφύγιο. Νήστευε όλη την ημέρα προσευχόμενος και έτρωγε μόνο λίγο ψωμί και λαχανικά. Όταν έπεφτε η νύχτα και όλοι γύρω του κοιμόντουσαν, εκείνος έμενε ξάγρυπνος και προσευχόταν όρθιος. Τις Κυριακές κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια, το σώμα και το αίμα του Ιησού που τόσο αγαπούσε.
Έτσι περνούσε ο καιρός μέχρι που κάποια μέρα είδε τους υπηρέτες του πατέρα του (οι οποίοι δεν έπαψαν ποτέ να τον ψάχνουν) να μπαίνουν μέσα στο ναό και να ρωτούν γι’ αυτόν. Η όψη του είχε αλλοιωθεί τόσο που δεν θύμιζε σε τίποτα τον παλιό όμορφο Αλέξιο. Κανένας δεν γνώριζε γι’ αυτόν ούτε το όνομά του, αφού δεν το είχε φανερώσει ποτέ. Έτσι όταν πέρασαν το βλέμμα τους από επάνω του δεν τον αναγνώρισαν μέσα στα κουρέλια που φορούσε, κρύβοντας το πρόσωπό του στα μακριά μπλεγμένα μαλλιά και γένια του. Του προσέφεραν μάλιστα και ελεημοσύνη.
Μόλις έφυγαν ο Άγιος δόξασε τον Θεό που είχε «καταντήσει» σκιά του εαυτού του και αξιώθηκε να τον ελεήσουν οι άλλοτε υπηρέτες του.
Στο ναό όπου συνήθιζε να μένει ο Άγιος Αλέξιος υπηρετούσε ένας ευλαβής νεωκόρος. Ανοίγοντας την εκκλησία τα ξημερώματα μιας Κυριακής για να την ετοιμάσει για τη Θεία Ευχαριστία άκουσε από το τέμπλο μια γυναικεία φωνή να του λέει: «Φέρε μέσα τον Άνθρωπο του Θεού, γιατί είναι άξιος της Βασιλείας των Ουρανών. Το Πανάγιο Πνεύμα αναπαύεται σ΄ αυτόν και η προσευχή του σαν φωτιά ανεβαίνει ως τον θρόνο του Κυρίου».
Ο ενάρετος άντρας κατάλαβε πως η φωνή αυτή ήταν της ίδιας της Θεοτόκου αφού βρισκόταν μπροστά στην εικόνα της. Βγήκε έξω από το ναό και άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στους ρακένδυτους τον «Άνθρωπο του Θεού» όπως τον αποκάλεσε η ίδια η Παναγία. Είδε μέσα στο σκοτάδι μια μορφή να προσεύχεται όρθια με τα χέρια ανοιγμένα στο σχήμα του σταυρού. Όλη του η παρουσία ήταν υποβλητική καθώς έδινε την εντύπωση πως «φλεγόταν» και πως η προσευχή του ανέβαινε ως θυμίαμα στον ουρανό. Με πολύ δισταγμό τον πλησίασε και έπεσε στα πόδια του ρωτώντας τον ποιος είναι για να πάρει την απάντηση από τον Άγιο πως είναι ένας από τους επαίτες της πόλης. Ο νεωκόρος δεν πείστηκε και του φανέρωσε το περιστατικό που είχε βιώσει λίγη ώρα πριν μέσα στο ναό. Τότε ο Άγιος φανέρωσε την ταυτότητά του και του ζήτησε να μην πει σε κανέναν άλλον τίποτα.
Το 390 είχαν ήδη περάσει 17 ολόκληρα χρόνια (ο δεύτερος κύκλος των 17 χρόνων) που ο Αλέξιος έζησε με σκληρή άσκηση στην Συρία. Ο Άγιος αρρώστησε από τις κακουχίες και ο νεωκόρος τον παρακάλεσε να τον διακονήσει, όμως ο Αλέξιος αρνήθηκε. Μετά βίας δέχτηκε να πάει στο νοσοκομείο της πόλης για κάποιες ημέρες αλλά μόλις ένιωσε λίγο καλύτερα, έφυγε και πάλι κρυφά. Θεωρώντας πως πρέπει να απομακρυνθεί από το περιβάλλον που έζησε για 17 χρόνια γιατί άρχισαν να αναγνωρίζουν την αγιότητά του, ανέβηκε σε ένα πλοίο με προορισμό την Ταρσό της Κιλικίας. Όμως «άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου».
Το καράβι παρασύρθηκε από θαλασσοταραχή και κατέληξε εκεί που ξεκίνησαν όλα: στην Όστια, το επίνειο της Ρώμης.
Η επιστροφή στην πατρική οικία
Ο Άγιος αφέθηκε ξανά ψυχή τε και σώματι στο θέλημα του Κυρίου και κατευθύνθηκε προς το αρχοντικό του το οποίο δέσποζε σε έναν από τους εφτά λόφους της Ρώμης που υψώνονταν πάνω από τον Τίβερη. Ήταν βέβαιος πως μετά από 17 χρόνια σκληρής άσκησης δεν θα τον αναγνώριζαν ούτε οι γονείς του. Φτάνοντας κοντά στα γνώριμα μέρη του είδε την άμαξα του πατέρα του με αυτόν επάνω να περνάει τον δρόμο. Σήκωσε το χέρι του για να την σταματήσει και σκυφτός μέσα στα κουρέλια του απευθύνθηκε στον πατέρα του λέγοντας: «Δούλε του Θεού ελέησέ με γιατί είμαι φτωχός και ξένος. Φιλοξένησέ με στο σπίτι σου και ας σε ευλογήσει ο Θεός τόσο εσένα όσο και όποιον έχεις στην ξενιτιά».
Ο πρώτος των Συγκλητικών συγκλονίστηκε από τα λόγια του. Τι τάχα σημάδι από τον Θεό είναι αυτό; Τον πήρε χωρίς δεύτερη σκέψη στο σπίτι του και διέταξε τους υπηρέτες του να του φτιάξουν μια κλίνη κάτω από την σκάλα στο αίθριο και να του προσφέρουν κάθε μέρα φαγητό από το τραπέζι που έτρωγε με την οικογένειά του, τη γυναίκα του Αγλαΐα και τη νύφη του που δεν τους εγκατέλειψε ποτέ παρότι ο νυμφίος της εξαφανίστηκε το ίδιο βράδυ του γάμου τους.
Τα επόμενα χρόνια ο Αλέξιος ασκήθηκε σκληρά, βλέποντας την μητέρα του να λιώνει από τον πόνο που της προκαλούσε η εξαφάνιση του παιδιού της, τον πατέρα του να στέλνει αποστολές σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο για να τον ψάξουν και αυτές να γυρίζουν πίσω χωρίς ευχάριστα νέα, γεμίζοντάς τον με δυσβάσταχτη πίκρα. Έβλεπε την κόρη που παντρεύτηκε να διακονεί σαν δικό τους παιδί τους γονείς του, ενώ τη νεανική ομορφιά και χαρά στο πρόσωπό της είχε αντικαταστήσει η λύπη. Όλα αυτά τα άντεχε μόνο με αδιάλειπτη προσευχή και αγρυπνία. Συγχωρούσε τους δούλους του και προσευχόταν γι’ αυτούς, που μη γνωρίζοντας ποιος ήταν τον χλεύαζαν και πετούσαν επάνω του τα αποπλύματα, ενώ παρά τη διαταγή του αφεντικού τους να σιτίζουν τον «ζητιάνο» καλά, αυτοί του έδιναν τα αποφάγια τους.
Έτσι ο Άγιος Αλέξιος πέρασε 17 χρόνια (τρίτος κύκλος των 17 χρόνων) στο αρχοντικό των γονέων του, όχι ως άρχοντας όπως του έπρεπε αλλά ως κατώτερος και από τους υπηρέτες του, σηκώνοντας εκούσια τον δικό του σταυρό.
Την 17η Μαρτίου του 407 ο Άγιος Αλέξιος «αποδρά» για τελευταία φορά για το πιο ευλογημένο ταξίδι του, αυτό που θα τον ένωνε στην αιωνιότητα με τον αγαπημένου του Ιησού Χριστό. Ήταν Κυριακή πρωί και στις εκκλησιές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τελούνταν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ο ουρανός της Ρώμης συννέφιασε βαριά και μια φωνή ακούστηκε μέσα στον Καθεδρικό ναό που λειτουργούσε ο Αρχιεπίσκοπος (Πάπας) Ιννοκέντιος Α΄: «Ζητήσατε (προστακτική) τον Άνθρωπο του Θεού». Ποιος είναι αυτός αναρωτήθηκε ο Ιννοκέντιος; «Στον οίκο του Ευφημιανού θα τον βρείτε».
Ο Αυτοκράτορας Ονώριος που ήταν παρών στην Λειτουργία μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο έσπευσαν στο σπίτι του Συγκλητικού και τον ρώτησαν πού είχε τον «Άνθρωπο του Θεού». Εκείνος έμεινε ενεός. Ποιος τάχα μέσα στο σπίτι του να είχε τόση αγιοσύνη και αυτός να μην το γνώριζε; Αμέσως πήγε το μυαλό του στον ζητιάνο που είχε μαζέψει πριν 17 χρόνια. Έτρεξε κάτω από την σκάλα, στο μέρος που του είχε παραχωρήσει για να ζήσει, και αντίκρισε το σκήνωμα του Αγίου.
Το θέαμα ήταν υπερκόσμιο, καθώς ο Άγιος έλαμπε και ευωδίαζε μαρτυρώντας για πρώτη φορά δημόσια την χάρη του. Είδε στο χέρι του μια επιστολή και δοκίμασε να την πάρει για να την διαβάσει. Το χέρι του Αγίου όμως δεν άνοιγε. «Δώσε μας Άγιε το χαρτί σου, αν και αμαρτωλοί επίτρεψέ μας να σε γνωρίσουμε» είπε ο Αρχιεπίσκοπος προσπαθώντας να παραλάβει την επιστολή. Και τότε έμαθαν όλοι την αλήθεια.
Πλήθος κόσμου συνέρρευσε για να προσκυνήσει τον «Άνθρωπο του Θεού», θαυματουργικά ο άγιος θεράπευε κάθε ασθένεια και αδυναμία τους. Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς που η πομπή με το λείψανο του Αγίου δεν μπορούσε να φτάσει στον Ναό του Αγίου μάρτυρος Βονιφατίου για την νεκρώσιμη ακολουθία. Τότε ο Αυτοκράτορας διέταξε να ρίξουν χρυσά νομίσματα στην άκρη του δρόμου για να αποσπάσει την προσοχή των φτωχών Ρωμαίων και να ανοίξει ο δρόμος, όμως ο κόσμος παρόλη τη φτώχεια του, έχοντας μπροστά του τον αδαπάνητο θησαυρό, τη μαρτυρία για την όντως Ζωή που αποτυπωνόταν στο λείψανο του Αγίου τους (που έγινε ένας με αυτούς), δεν έδινε σημασία στα χρυσά νομίσματα.
Μέσα στο Ναό του Αγίου Βονιφατίου (που μετέπειτα ονομάστηκε ναός των Αγίων Βονιφατίου και Αλεξίου) οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν ένα περίτεχνο μνημείο με χρυσό και πολύτιμους λίθους εντός του οποίου ενταφίασαν το άγιο λείψανο. Ο τάφος του τοποθετημένος σε έναν από τους εφτά λόφους της Ρώμης ευωδίαζε και μυρόβλιζε αγιάζοντας ολόκληρη την πόλη.
Ο Άγιος Αλέξιος στην Ελλάδα
Το 1398 η κάρα του Αγίου δωρίσθηκε από τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο στην Ιερά Μονή Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα –ο Άγιος είναι πολιούχος της περιοχής–, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα. Εκεί την 17η Μαρτίου του 1821 ημέρα της εορτής του Αγιαλέξη, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός μετά το πέρας της δοξολογίας όρκισε τους αγωνιστές της Επανάστασης πάνω σε χρυσοκέντητο λάβαρο για την ελευθερία της Ελλάδας.
Λέγεται πως τότε κηρύχτηκε η Ελληνική Επανάσταση και κατ’ οικονομίαν γιορτάζεται στην μεγάλη Θεομητορική γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Στην Πελοπόννησο ο Άγιος τιμάται ιδιαίτερα αφού η φυσική του παρουσία είναι συνεχής από τον 14ο αι. Πολλοί και πολλές είναι οι Αλέξιοι και οι Αλεξίες που κατάγονται από την Πελοπόννησο. Εκεί υπάρχει και το μοναδικό Καθολικό Μονής στην Ελλάδα που τιμάται στον Άγιο Αλέξιο. Είναι ο Ι.Ν. του Αγίου Αλεξίου της Ιεράς Μονής Θεοτόκου Μπούρα στην ορεινή Αρκαδία.
Αλεξία Ιωαννίδου