Μεταφερόμαστε μισό αιώνα πριν. Και συγκεκριμένα, στην αντίστοιχη οσκαρική περίοδο του 1973. Τη χρονιά που το Όσκαρ καλύτερης ταινίας πήγαινε στον Νονό του Φράνσις Φορντ Κόπολα, αλλά τα περισσότερα βραβεία, οκτώ στο σύνολο, πήγαν στο Καμπαρέ, το μιούζικαλ του Μπομπ Φος που ανανέωσε ριζικά ένα είδος που είχε αρχίσει να φθίνει.
Ένα από τα οκτώ αγαλματίδια πήγε στην 27χρονη τότε Λάιζα Μινέλι, για την ερμηνεία της.
Γι’ αυτήν τη βράβευση υπάρχει και ένα παραλειπόμενο: Η Νταϊάνα Ρος, που ήταν υποψήφια στην ίδια κατηγορία για την ερμηνεία της στην ταινία Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ –στην οποία υποδυόταν το θρύλο της τζαζ Μπίλι Χόλιντεϊ–, στο άκουσμα της Μινέλι ως νικήτριας αποχώρησε από την αίθουσα.
Όπως και να ‘ναι, η νεαρή Μινέλι μετά το Όσκαρ ήταν έτοιμη για εκτόξευση. Ή μήπως όχι;
Από μικρή στα φώτα και τα προβλήματα
Σαν σήμερα λοιπόν, το 1946, γεννήθηκε η κόρη του σπουδαίου σκηνοθέτη Βινσέντε Μινέλι και της εξίσου σπουδαίας ηθοποιού (και όχι μόνο) Τζούντι Γκάρλαντ. Πιο Χόλιγουντ δεν γίνεται, δηλαδή.
Η Λάιζα σε ηλικία τριών ετών έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο πλάι στη μητέρα της, στην ταινία In the Good Old Summertime, τη σκηνοθεσία της οποίας υπέγραφε ο πατέρας της.
Δύο χρόνια αργότερα οι γονείς της χωρίζουν, και η μικρή πηγαίνει να μείνει με τη μητέρα της η οποία την ωθεί να κάνει τα πρώτα της βήματα στο θεατρικό σανίδι και να εκμεταλλευτεί την υπέροχη φωνή της. Η Λάιζα μεγάλωσε ανάμεσα σε αστέρες του Χόλιγουντ και ετοιμαζόταν για καριέρα, αφού το ταλέντο υπήρχε.
Αυτό που δεν έζησε, ήταν φυσικά η παιδική και η εφηβική ζωή.
Κι αυτό όχι μόνο λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, αλλά γιατί έπρεπε να αντιμετωπίσει την εξάρτηση της μητέρας της από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά αλλά και να φροντίσει τα δύο ετεροθαλή αδέλφια της (Λόρνα και Τζο Λουφτ).
Στα 16 της ανέλαβε τον κεντρικό ρόλο στο μιούζικαλ Best Foot Forward που παίχτηκε στη Νέα Υόρκη και έγινε τεράστια επιτυχία, ενώ το 1964 εμφανίστηκε πλάι στη μητέρα της σε συναυλία που έλαβε χώρα στο London Palladium και χάρισε και στις δυο γυναίκες διθυραμβικές κριτικές. Η συναυλία ηχογραφήθηκε, σημειώνοντας επιτυχία και δισκογραφικά.
Εκείνη την περίοδο η Λάιζα γνωρίστηκε με τον Πίτερ Άλεν (έναν Αυστραλό τραγουδοποιό τον οποίο η μητέρα της είχε προωθήσει στο χώρο του θεάματος), με τον οποίο παντρεύτηκε το 1967.
Το 1965, σε ηλικία μόλις 19 ετών, βραβεύτηκε με βραβείο Tony για την ερμηνεία της στο μιούζικαλ Flora, the Red Menace, ενώ το 1970 έλαβε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου για τη συμμετοχή της στην ταινία Πούκι. Αυτό ήρθε να απαλύνει τον πόνο της, γιατί ένα χρόνο νωρίτερα, το 1969, η μητέρα της βρέθηκε νεκρή από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών. Ήταν μόλις 47 ετών.
Και μετά το Καμπαρέ τι;
Ξαναγυρνάμε στο Όσκαρ για το Καμπαρέ. Μετά από αυτόν το θρίαμβο θα περίμενε κανείς η Μινέλι να δέχεται σωρεία προτάσεων –όπως έγραφαν παλιά– για το σινεμά. Δεν ήρθαν; Δεν έκανε σωστές επιλογές; Όπως και να ‘ναι, η Τυχερή κυρία που ακολούθησε, τρία χρόνια μετά, υπήρξε αποτυχία.
Το ίδιο συνέβη και το 1977 με το New York – New York, σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε και με παρτενέρ τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο.
Ο Σκορσέζε είχε διαμαρτυρηθεί ότι οι παραγωγοί του άλλαξαν την ταινία, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι ο σκηνοθέτης δεν το είχε με το μιούζικαλ. Το μόνο που κέρδισε η Μινέλι, ήταν η επιτυχία του ομώνυμου τραγουδιού.
Στην ουσία η μόνη αξιομνημόνευτη ταινία που έκανε η Μινέλι ήταν το Άρθουρ, το 1981, αλλά η επιτυχία πιστώθηκε στον Ντάντλεϊ Μουρ και τον Τζον Γκίλγουντ, ο οποίος κέρδισε μάλιστα και Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου.
Άντε να μνημονεύσουμε και την εμφάνισή της στο Sex and the city 2, το 2010. Εμφάνιση, όχι ρόλο ή ερμηνεία.
Στην ουσία, μετά το Καμπαρέ, απλώς η Μινέλι δεν υπήρχε για το σινεμά. Στη μουσική κάτι πήγε να γίνει το 1989 με τη συνεργασία της με τους Pet Shop Boys.
Και στο θέατρο, το 1997 αντικατέστησε την Τζούλι Άντριους στο Βίκτορ/Βικτόρια και πήγε καλά.
Στην ουσία η Μινέλι έμεινε προσκολλημένη σε μια άλλη εποχή, η οποία όμως ήταν και είναι παρελθόν. Ναι, υπήρξε αδικημένη στον τομέα καριέρα. Αλλά ουδείς είναι σίγουρος αν η ευθύνη δεν ήταν δική της.
Τα προβλήματα και η δύναμη
Το αλκοόλ και οι ουσίες υπήρξαν από νωρίς στη ζωή της, κάνοντας πολλούς να μιλούν για «παράλληλες» ζωές με τη μητέρα της. Από την άλλη, και η προσωπική της ζωή δεν ήταν και ό,τι το καλύτερο. Ο πρώτος της γάμος με τον Πίτερ Άλεν έληξε το 1974. Ο Άλεν ήταν ομοφυλόφιλος – είχε μάλιστα σχέση και με τον σύζυγο της Τζούντι Γκάρλαντ, Μαρκ Χέρον.
Μετά παντρεύτηκε με τον σκηνοθέτη Τζακ Χέιλι Τζούνιορ. Τον άφησε το 1979 για τον γλύπτη Μαρκ Τζέρο, με τον οποίο παρέμεινε παντρεμένη μέχρι και το 1992.
Δεν κατάφερε να αποκτήσει παιδιά παρά τις προσπάθειές της. Έμεινε έγκυος τρεις φορές και απέβαλε και τις τρεις. Ο τέταρτος γάμος της, με τον Ντέιβιντ Γκεστ το 2002, έληξε μετά από έναν χρόνο και το διαζύγιό τους οριστικοποιήθηκε το 2007.
Το 2000 χτυπήθηκε από ιογενή εγκεφαλίτιδα και οι γιατροί της πρόβλεψαν ότι δεν επρόκειτο να ξαναμιλήσει και ότι επρόκειτο να μείνει καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι για την υπόλοιπη ζωή της, αλλά η Μινέλι με τη δύναμη της θέλησης και με τη βοήθεια μαθημάτων φωνητικής και χορού κατάφερε να ορθοποδήσει σχετικά.
Πάντως στην περσινή απονομή των Όσκαρ εμφανίστηκε μαζί επί σκηνής με τη Lady Gaga, με το αμαξίδιο.
Σπύρος Δευτεραίος