Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον της Ελλάδας βρίσκεται πλέον στην Ανατολική Μεσόγειο (στα Βαλκάνια απέτυχε παταγωδώς) και οι εξελίξεις στην περιοχή αυτή προδιαγράφουν το μέλλον της. Οι εξελίξεις δεν είναι μόνο ραγδαίες, αλλά έχουν και μια δυναμική που δεν επιτρέπουν την αποχή. Όποιος απέχει θα χάσει, διότι οι άλλοι «παίκτες» θα αμφισβητήσουν δικαιώματά του.
Η εμπλοκή στην περιοχή είναι επιβεβλημένη. Δεν επαφίεται στη βούληση της Αθήνας.
Στον ευρύτερο αυτό χώρο, λοιπόν, θα μεταφερθεί οσονούπω και ο ανταγωνισμός των δυνάμεων, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ θα ήθελαν να τον αποφύγουν αφού δυσκολεύονται να διαχειριστούν τα δύο μέτωπα που ανοίχθηκαν: το ευρωπαϊκό με τον πόλεμο στην Ουκρανία και το ανατολικοασιατικό με την Κίνα.
Οι δυνάμεις στις οποίες παραδοσιακά –και στρατηγικά– στηρίζονται οι ΗΠΑ στην περιοχή είναι το Ισραήλ, η Τουρκία και η Ελλάδα. Και οι τρεις βρίσκονται σε κατάσταση εσωτερικής ρευστότητας που αποσπά μεγάλο μέρος της προσοχής τους.
Στο Ισραήλ, οι αποκαλούμενες από την κυβέρνηση «μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη» έχουν ξεσηκώσει μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης κατά του Νετανιάχου, διότι θεωρείται πως επιχειρείται η επιβολή μιας ιδιότυπης δικτατορίας. Ο γνωστός ιστορικός Νόα Χαράρι έγραψε στον Guardian ότι «τα πραξικοπήματα δεν γίνονται πάντα με τανκς στους δρόμους. Πολλά πραξικοπήματα στην ιστορία πραγματοποιήθηκαν κεκλεισμένων των θυρών με στυλό και χαρτιά, και όταν οι άνθρωποι κατάλαβαν το νόημα αυτών που γράφονταν σε αυτά τα χαρτιά ήταν πολύ αργά για να αντισταθούν».
Ακόμη και στελέχη των δυνάμεων ασφαλείας του Ισραήλ διαδηλώνουν κατά της κυβερνητικής προσπάθειας, με δυνητικό αποτέλεσμα να μειώνεται η δυνατότητα αντίδρασης της χώρας σε ενδεχόμενη απειλή. Έχουμε να κάνουμε με μια ακροδεξιά κυβέρνηση, υπουργός της οποίας ζήτησε να ισοπεδωθούν Παλαιστίνιοι σε περιοχή της Δυτικής Όχθης. Και όπως προέκυψε από την ειδησεογραφία, το ερώτημα που βαραίνει τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων είναι «αν αυτή η επιθυμία δοθεί ως εντολή στην αεροπορία, θα πρέπει να υλοποιηθεί;. Και ποιες οι συνέπειές της, προσωπικές και ποινικές;».
Η εσωτερική ρευστότητα κορυφώνεται στο Ισραήλ σε μια στιγμή που το Ιράν έχει πετύχει εμπλουτισμό του ουρανίου του σε ποσοστό 85%, λίγο δηλαδή πιο κάτω από το ποσοστό που του επιτρέπει να κατασκευάσει πυρηνική βόμβα (90%). Και το Ισραήλ έχει ορκιστεί να μην επιτρέψει στο Ιράν να αποκτήσει βόμβα, διότι το θεωρεί υπαρξιακή απειλή.
Είναι τέτοια η διεθνής ανησυχία μήπως το Ισραήλ προβεί σε κάποια επιθετική στρατιωτική ενέργεια κατά του Ιράν χωρίς να ενημερωθούν οι ΗΠΑ –οι οποίες αναγκαστικά στη συνέχεια θα εμπλακούν–, που ο Αμερικανός αρχηγός ΓΕΕΘΑ Μαρκ Μίλι πραγματοποίησε επίσκεψη την εβδομάδα που πέρασε και είχε συναντήσεις με τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Ένα μέτωπο κατά του Ιράν είναι ό,τι χειρότερο αυτήν τη στιγμή για την Ουάσινγκτον· θα αποσπάσει την προσοχή της από την Ουκρανία, θα διασπάσει τις δυνάμεις και θα είναι προβληματικό. Από την άλλη, για την Τεχεράνη και τη Μόσχα είναι η κατάλληλη στιγμή για να στρέψουν αλλού την αμερικανική προσοχή.
Στην Τουρκία, ο καταστρεπτικός σεισμός ρευστοποίησε το πολιτικό κλίμα και τη δυνατότητα ακόμη και του τουρκικού αυταρχικού κράτους να αντιδράσει.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αντιμετωπίζει για πρώτη φορά το ενδεχόμενο να χάσει τις εκλογές – μια τέτοια απώλεια θα είναι απειλητική ακόμη και για τη ζωή του Τούρκου προέδρου. Την προηγούμενη εβδομάδα δημοσκόπηση ενός ινστιτούτου φιλικά διακείμενου τον έφερε να χάνει από τον πρώτο γύρο (56,8 έναντι 43,2%) από τον επικεφαλής της ενωμένης αντιπολίτευσης των «6» που προσωρινά έγιναν πέντε λόγω αποστασίας της λύκαινας Ακσενέρ, η οποία όταν αντιλήφθηκε ότι δεν επηρεάζει τις εξελίξεις επέστρεψε στο μαντρί.
Αλλά ο Ερντογάν δεν αντιμετωπίζει μόνο αυτό το πρόβλημα. Ο Μαρκ Μίλι μετά την επίσκεψή του στο Ισραήλ, επισκέφθηκε τη μικρή στρατιωτική βάση που διατηρούν οι ΗΠΑ στη Βόρεια Συρία, για να εξετάσει τις συνθήκες ασφάλειας των στρατιωτών. Οι Αμερικανοί συνεργάζονται στη Συρία με τις κουρδικές δυνάμεις τις οποίες η Τουρκία θεωρεί τρομοκρατικές, αλλά εκείνοι όχι – έτσι, όχι μόνο δεν αναδιπλώνονται από τις τουρκικές αντιδράσεις, αντιθέτως φροντίζουν να τις ενισχύουν. Η Τουρκία αντέδρασε επισήμως καλώντας για εξηγήσεις στο υπουργείο Εξωτερικών τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Άγκυρα Τζεφ Φλέικ.
Λίγο αργότερα ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν επισκέφθηκε την Κουρδική Περιφέρεια του Ιράκ και συναντήθηκε με τον πρόεδρο Νετσιρβάν Μπαρζανί. Η Αμερικανίδα πρέσβης στο Ιράκ Αλίνα Ρομανόφσκι έγραψε στο λογαριασμό της στο Twitter ότι «η συνάντηση πραγματοποιήθηκε για να επιβεβαιώσει τη συνεργασία των Αμερικανών με την περιοχή του Κουρδιστάν». Πρόσθεσε δε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αποφασισμένες να υποστηρίξουν τις προσπάθειες του υπουργείου Πεσμεργκά στην περιοχή του Κουρδιστάν, να εκσυγχρονίσουν και να ενώσουν τα στρατεύματα των Πεσμεργκά για να εξασφαλιστεί η μόνιμη ήττα του ISIS».
Είναι ευνόητο ότι η Ουάσινγκτον χρησιμοποιεί το φόβητρο του ISIS για να αναπτύξει την πολιτική συνεργασία της με τους Κούρδους.
Αυτά τα δύο γεγονότα είναι μέρος του μεγάλου εφιάλτη, όχι μόνο για τον Ερντογάν αλλά για ολόκληρο το τουρκικό σύστημα το οποίο έχει θέσει ως πρώτη προτεραιότητά του να μην δημιουργηθεί κουρδική οντότητα και στη Συρία. Το τουρκικό κατεστημένο διακατέχεται από αυτό που οι ιστορικοί αποκαλούν «Σύνδρομο των Σεβρών», το φόβο δηλαδή διαμελισμού της Τουρκίας. Και το σύνδρομο αυτό είναι διάχυτο στη γειτονική χώρα.
Η επεκτατική πολιτική του Ερντογάν με την αρνητική εξέλιξή της ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά αυτού του συνδρόμου, διότι έφερε τη χώρα αντιμέτωπη με πολλούς δυνητικούς συμμάχους. Η επιτυχία του Κεμάλ το 1922 στάθηκε δυνατή διότι δυνάμεις που ενθάρρυναν την Ελλάδα να αποβιβαστεί για λόγους διατήρησης της τάξης στην Ιωνία –όπως η Γαλλία και η Ιταλία που ακολούθησε (και ακολουθεί) ανθελληνική πολιτική–, όχι μόνο την εγκατέλειψαν αλλά βοήθησαν τον Ατατούρκ να νικήσει τον ελληνικό στρατό. (Βεβαίως, πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή τη βοήθεια έπαιξαν οι Ρώσοι κομμουνιστές μετά την Επανάσταση του 1917.)
Αυτοί οι όροι υπέρ της Τουρκίας δεν συντρέχουν στο διαμορφούμενο περιβάλλον και αυτό καθιστά την ερντογανική πολιτική επικίνδυνη για την ακεραιότητα της χώρας. Μια πολιτική αλλαγή το πιθανότερο είναι να στρέψει τη νέα ηγεσία περισσότερο στο εσωτερικό ακολουθώντας το κεμαλικό σύνθημα «Ειρήνη στον κόσμο, ειρήνη στη χώρα». Αυτή η εξέλιξη θα ευνοήσει και την Αθήνα, η οποία μη έχουσα καμία καμιά πολιτική αντιμετώπισης της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής περιορίζεται στο να αποφύγει με κάθε τρόπο τις τουρκικές προκλήσεις.
Τέτοιες προκλήσεις δεν θα υπάρξουν το επόμενο διάστημα χωρίς να αλλάξει ούτε κεραία η τουρκική πολιτική. Στα ήρεμα νερά συνέβαλαν βεβαίως οι σεισμοί, συνέβαλε όμως και το αδιέξοδο της ερντογανικής πολιτικής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ καλούνται να διαχειριστούν τις τρεις ρευστοποιημένες χώρες (Ισραήλ, Τουρκία και Ελλάδα) που αποτελούν τους πυλώνες της πολιτικής τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα διακυβεύματα είναι γνωστά, όπως και η στάση που κρατούν οι χώρες (κυρίως η Ελλάδα και η Τουρκία) στις πιέσεις που τους ασκούνται. (Για την ακρίβεια, στην Τουρκία διατυπώνονται παροτρύνσεις. Οι πιέσεις ασκούνται στην Αθήνα.)
Στην ελληνική πρωτεύουσα μια κυβέρνηση που έχασε την επιρροή της στην κοινωνία λόγω της διάλυσης του κράτους –όπως αποκαλύφθηκε από τις αδυναμίες του στο τραγικό ατύχημα των Τεμπών–, ετοιμάζεται για επανάληψη των ελληνοτουρκικών συνομιλιών, μετά τις εκλογές βεβαίως.
Στα σοβαρά κράτη τέτοιου είδους συνομιλίες γίνονται σε μυστικό επίπεδο· αλλά εκεί η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στις κυβερνήσεις ότι θα χειριστούν με επάρκεια το εθνικό συμφέρον είναι δεδομένη. Στην Ελλάδα η εμπιστοσύνη αυτή εκλείπει και γι’ αυτό η κοινή γνώμη ζητά να γνωρίζει τι καλείται να συζητήσει η κυβέρνηση και ποιες είναι οι θέσεις των κομμάτων.
Καμιά μετεκλογική κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να προβεί σε διευθετήσεις αν δεν καταθέσει προεκλογικά τις θέσεις της ώστε να εγκριθούν από το εκλογικό σώμα. Διαφορετικά το πολίτευμα δεν θα λέγεται δημοκρατικό.