Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις το Πάθος του Κυρίου και εις τον Θρήνον της Θεοτόκου» και ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠ[Ε]ΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ». Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Αφιερώνεται στη μνήμη των αδικοχαμένων της κοιλάδας των Τεμπών (†28/2/23).
Προοίμιον
Ελάτε να υμνήσουμε όλοι μαζί Εκείνον που για εμάς μαρτύρησε επάνω στο Σταυρό.
Αυτόν που όπως Τον έβλεπε η Μαρία καρφωμένο πάνω στο ξύλο, στο Σταυρό, Του ‘λεγε αυτά τα λόγια:
«Τι κι αν απάνω στο Σταυρό μαρτύρια υπομένεις; Για πάντα θα ‘σαι Εσύ για Εμέ
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου».
Οίκοι
α’. Να βλέπει η αμνάδα η καλή το ίδιο της τ’ αρνάκι
να το τραβάν προς τη σφαγή… Και πήγαιν’ η Μαρία, σε μαύρα χάλια ήτανε, μα πήγαιν’ απ’ από πίσω.
Μ’ άλλες γυναίκες πήγαινε που Της παραστεκόταν, κι όσο μπορούσε φώναζε:
«Παιδί μου στάσου! Πού θα πας; Τι βιαστικά πηγαίνεις στο δρόμο αυτόν που διάλεξες, για χάρη ποιου – ποιος ξέρει;
»Μήπως τραβάς για την Κανά – γίνεται κι άλλος γάμος;
»Μήπως και τώρα εκεί ξανά βιάζεσαι για να φτάσεις, πάλι να κάνεις το νερό κρασάκι για να πιούνε;
»Να ’ρθω μαζί παιδάκι μου; Γιά μήπως θες καλύτερα να πας τώρα μονάχος; Εδώ θα ’μαι παιδάκι μου και θα Σε περιμένω…
»Έναν Σου λόγο, Λόγε μου, ν’ ακούσω περιμένω… τη δόλια μη με προσπερνάς αμίλητος και φεύγεις,
»Συ που με φύλαξες Αγνή,
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου.
β’. »Σε μια τέτοια κατάσταση, παιδί μου, να σε βλέπω, ποτέ δεν το περίμενα.
»Μέχρις εκεί να φτάσουνε ετούτοι οι κακούργοι; Tόση μανία να έχουνε… Θεέ μου, δεν το πιστεύω.
»Να φτάσουν στο σημείο ν’ απλώσουν χέρι πάνω Σου, άδικα ολωσδιόλου;
»Μα των παιδιών τους οι φωνές δεν έχουνε κοπάσει, που τώρα δα Σου φώναζαν όλα “Ευλογημένος”!
»Τώρα δα που μιλάμε, με βάγια που Σου στρώσανε, γιομάτος είν’ ο δρόμος·
»στέκοντ’ εκεί και μαρτυρούν σ’ όλους για να θυμίζουν, τα εγκώμια που Σου πλέκανε ετούτοι εδώ οι φαύλοι.
»Και τώρα; Άραγε για ποιον λόγο τέτοιο κακό να κάνουνε; χειρότερο δεν έχει!
»Θέλω να ξέρω, πείτε μου, αλίμονο σε μένα! Γιατί το Φως μου σβήνετε;
»Πώς σε Σταυρό καρφώνεται
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου;
γ’. »Και τώρα πας παιδάκι μου να βρεις άδικο φόνο.
»Κι ούτε ένας είναι δίπλα Σου τον πόνο Σου να νιώσει· ούτε κι ο Πέτρος έρχεται κοντά Σου, που Σου είπε:
» “ποτέ μου δεν θα Σ’ αρνηθώ – κι επί ποινή θανάτου!”
»Μα κι ο Θωμάς που φώναζε: “μαζί Του να πεθάνουμε τώρα ας πάμε όλοι!”, κι αυτός Σε εγκατέλειψε.
»Αμ οι άλλοι πάλι οι κοντινοί, όλ’ οι γνωστοί κι οι φίλοι –
»αυτοί λέω που θα κρίνουνε σαν έρθ’ εκείνη η ώρα του Ισραήλ τις δώδεκα φυλές, τον κόσμο όλο. Πού είναι τώρα όλοι αυτοί;
»Κανείς δεν είν’ απ’ όλους… Μα Ένας Εσύ για όλους
»πεθαίνεις μόνος Τέκνο μου. Κι έτσι, όλους τους έσωσες
»κι όλα τα επανορθώνεις και φέρνεις την καταλλαγή,
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου».
δ’. Τέτοια η Μαρία Του ’λεγε μες στη βαριά της λύπη,
κι απά στη θλίψη την πολλή, στο μοιρολόι, στο κλάμα, γύρισε
και την κοίταξε ο Βλαστός της και της είπε:
«Μάνα, γιατί τα δάκρυα; Κλαίν’ τώρ’ οι άλλες, κλαις κι εσύ; Γιατί σε παρασέρνουν;
»Μην μαρτυρήσω, το λοιπόν; Λες να μην αποθάνω; Και πώς αλλιώς θα σώσω κείνο τον έρμο τον Αδάμ;
»Λες να μην μπω στον τάφο; Τότε πώς θα τραβήξω, για να τους πάω στη ζωή, αυτούς που είναι κάτω εκεί, βαθιά εκεί στον Άδη;
»Και βέβαια, όπως ξέρεις, άδικα εγώ σταυρώνομαι,
»κι άδικα εσύ μην κλαίεις· μόν’ φώναζέ το θαρρετά
»πως “με δικό Του θέλημα, να μαρτυρήσει δέχτηκε
»”ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου”.
ε’. »Διώξε τη λύπη μάνα μου, μητέρα διώξ’ τη λύπη,
»δεν σου ταιριάζει να θρηνείς, συ η Κεχαριτωμένη – έτσι δεν σ’ ονομάζουνε;
»Τούτο το προσωνύμιο με δάκρυα μην το σβήνεις.
»Εσύ, πάνσοφη κόρη, δεν είν’ να μοιάσεις με αυτές που ’ναι μωρές και κλαίνε.
»Εσύ που πρώτη στέκεσαι στο κέντρο του νυμφώνα μου,
»με μαραμένη την ψυχή ποτέ δεν πρέπει να ‘σαι, όπως κάποια που έμεινε απ’ έξω κι υποφέρει.
»Όσοι υπάρχουν άξιοι κι είναι μες στο νυμφώνα, στη δούλεψή σου βρίσκονται, Βασίλισσά τους σ’ έχουν.
»Κι όλοι θα σπεύσουν γρήγορα με σεβασμό μεγάλο, με τρόμο και με συστολή όλοι θα σε υπακούσουν, εσένανε την Πάνσεμνη,
»σαν τύχει να ρωτήσεις: “γιά πείτε μου πού βρίσκεται
»ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου”.
ϛ’. »Του Πάθους μου τη μέρα αυτήν πικρή να μη νομίσουν, όσοι σε βλέπουνε να κλαις.
»Γι’ αυτή ακριβώς τη μέρα, ό,τι υπάρχει πιο γλυκό κατέβηκε απ’ τον ουρανό και ήρθε σαν το μάννα,
»όχι στο όρος το Σινά, μα μέσα στην κοιλιά σου.
»Μέσα εκεί σαρκώθηκε, όπως προφήτεψε ο Δαυίδ κι έψαλε στον ψαλμό του.
»Δεν το κατάλαβες, Σεμνή, τι εννοούσε ο Δαυίδ: “τετυρωμένον όρος”;
»Για μένα αυτός το έλεγε, κι εμένα εννοούσε, που Λόγος ήμουν κι έγινα άνθρωπος στην κοιλιά σου· κι ο Λόγος τότε έγινε μωρό μ’ οστά και σάρκα.
»Μ’ αυτήν τη σάρκα πάσχω εγώ, και με την ίδια σώζω.
»Γι’ αυτό σου λέω μητέρα μου, τα δάκρυα δεν σου πρέπουν· μόν’ φώναζε χαρούμενα:
»“ο ίδιος Του το θέλησε, ήταν στο θέλημά Του το Πάθος και το βάσανο,
»”ο Γιος Μου κι ο Θεός Μου”».