Το ανέκδοτο λέει ότι όταν ο Θεός μοίραζε τον κόσμο, οι Έλληνες, ως συνήθως, πήγαν την τελευταία στιγμή. Δεν είχε τίποτε να τους δώσει, και υποχωρώντας στις παρακλήσεις τους, τους έδωσε τον τόπο που είχε κρατήσει για τον εαυτό του.
Ο τόπος υπήρξε ιστορικά σταυροδρόμι και δελέαζε πολλούς κατακτητές. Ήταν και οι ίδιοι οι Έλληνες –κυρίως στην αθηναϊκή εκδοχή τους– αεικίνητοι και δυναμικοί, δεν άντεχαν στο χώρο που τους χάρισε ο Θεός και επεκτάθηκαν από το Γιβραλτάρ ως τον Εύξεινο, και επί Αλεξάνδρου ως την Ινδία. Στη νεότερη εποχή οι «σύμμαχοί» τους, επειδή φοβήθηκαν το δυναμισμό τους, τους περιόρισαν στα σημερινά τους σύνορα.
Αν τους άφηναν να επεκταθούν στην Αδριατική και στη Μικρά Ασία, θα είχαν να κάνουν με μια περιφερειακή δύναμη που θα αναβίωνε όρους αρχαίας εποχής.
Αυτή η επέκταση είχε τις διακυβεύσεις της. Το 480 και 490 π.Χ. τους έφερε σε αντίθεση με τους Πέρσες, από τους οποίους έσωσαν τη Δύση, και από το 415 ως το 413 π.Χ., αν δεν έχαναν τη Σικελική Εκστρατεία, η Δύση θα είχε σήμερα διαφορετική μορφή.
Η ιστορία του ελληνισμού από την Αρχαιότητα ως σήμερα είναι μια διαρκής τραγωδία. Άλλωστε, το είδος δεν ήκμασε τυχαία στην αρχαία Ελλάδα.
Στο χώρο αυτόν αναπτύχθηκαν σε ορθολογική βάση η επιστήμη και η φιλοσοφία, οι τέχνες και τα γράμματα, και όλα μαζί συμπυκνώθηκαν στην έννοια ανθρωπισμός. Όταν ο ανθρωπισμός χρησιμοποιείται στην επιστήμη ως έννοια εννοείται αυτό που συνέβη στην αρχαία Ελλάδα. Επίκεντρο της φιλοσοφίας του ανθρωπισμού είναι ο άνθρωπος. Η ύπαρξη και ευημερία του αποτελεί αυταξία. Γι’ αυτό η απουσία έστω και ενός έχει μεγάλες και μερικές φορές τραγικές συνέπειες.
Αυτή η εξέλιξη είναι το συνειδησιακό υπόβαθρο που υπαγορεύει και τη σημερινή συμπεριφορά του Έλληνα – αυτού που ονομάζουμε σήμερα Έλληνα, και που ο Ρόντρικ Μπίτον στο βιβλίο του θεωρεί ότι κανένας από όσους έκαναν την Επανάσταση δεν μιλούσε ελληνικά την εποχή εκείνη.
Ο Μπίτον δίνει μεγάλη σημασία στη γλώσσα για να προσδιορίσει την εθνότητα, αλλά όταν τον ρώτησα, σε πρόσφατη εμφάνισή του στη Θεσσαλονίκη, αν και άλλες παράμετροι –όπως η θρησκεία– έπαιξαν ρόλο στην ελληνική ταυτότητα, το αποδέχθηκε ασμένως. Βεβαίως, θα υπάρχουν και άλλα στοιχεία που καθιστούν κάποιον Έλληνα. Η υποσυνείδητη συμπεριφορά με ό,τι χαρακτηρίζεται ανθρωπισμός είναι ένα από τα κυρίαρχα. Είναι αυτό το στοιχείο που τον κάνει να βιώνει ως τραγωδία την απώλεια.
Οι μέρες που περνάμε το αποδεικνύουν.
Ένας τέτοιος λαός δεν θα μπορούσε να υπομένει 400 χρόνια σκλαβιάς, και το γιατί την υπέμεινε αποτελεί ιστορικό ερώτημα. Εν πάση περιπτώσει, μετά από 400 χρόνια έκανε την επανάστασή του και από τότε βιώνει τη σύγχρονη τραγωδία του. Δεν μπόρεσε να δημιουργήσει δικό του κράτος. Ίσως διότι το γνώρισε ως Πολιτεία και Οικουμένη.
Τα κράτη την εποχή της ελληνικής «ανεξαρτησίας» ήταν εθνικά. Ο κόσμος είχε περάσει στην εποχή των εθνών κρατών – φαινόμενο πρωτόγνωρο για τον ελληνισμό.
Στις απαρχές της ιστορικής του ύπαρξης είχε βιώσει τις πόλεις κράτη οι οποίες, παρά το γεγονός ότι συγκροτούνταν από την ίδια φυλή και το ίδιο γένος, αντιμάχονταν θανάσιμα μεταξύ τους. Στην πορεία έζησε σε τρεις αυτοκρατορίες –την Αλεξανδρινή, τη Ρωμαϊκή και την Βυζαντινή–, και ξαφνικά βρέθηκε να προσπαθεί να λειτουργήσει σε ένα εθνικό κράτος με το μεγαλύτερο μέρος του Έθνους εκτός της επικράτειας που του παραχωρήθηκε μετά από σκληρούς αγώνες.
Από το 1830 ως το 1922 καταβάλλεται επίμονη και σκληρή προσπάθεια να συμπεριληφθούν τα τμήματα του έθνους που βρίσκονταν διασκορπισμένα στην ευρύτερη περιοχή στο ίδιο κρατικό μόρφωμα, αλλά το 1922 το όνειρο κατέρρευσε. Η κατάρρευση του 1922 αποτέλεσε, ίσως, τη μεγαλύτερη τραγωδία του ελληνισμού – χειρότερη και από τη Σικελική Εκστρατεία.
Λίγο νωρίτερα, από το 1916, ο Εθνικός Διχασμός στάθηκε αιτία μιας διαίρεσης που ταλανίζει ακόμη και σήμερα τους Έλληνες. Το βασικό διακύβευμα ήταν ποια από τις δύο Ελλάδες –και με ποιο ιδεολογικοπολιτικό φορτίο– θα δρούσε στο όνομα του έθνους.
- Οι Βενιζελικοί προέβαλλαν το σενάριο μιας Ελλάδας που θα μετατρεπόταν χάρη στον ηγέτη τους σε ενεργό παράγοντα και περιφερειακή δύναμη.
- Οι αντιβενιζελικοί το θεωρούσαν υπερβολή και επεδίωκαν να αποκτήσουν την Πόλη, παρά τη Σμύρνη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχαν την πρόθεση να αφήσουν τη δεύτερη.
Ούτε η μια, ούτε η άλλη Ελλάδα πέτυχε. Αντιθέτως, διαιρέθηκε ακόμη περισσότερο, πέρασε άλλη μια εθνική τραγωδία με έναν ακόμη Εμφύλιο, και μετά τον Β’ ΠΠ εξαρτήθηκε από τους Συμμάχους της σε τέτοιο απόλυτο βαθμό, που ουσιαστικά έχει καταστεί προτεκτοράτο. Δεν υπάρχει ελληνικό κράτος. Εδώ και πολλά χρόνια, ομάδες διαχειριστών της εξουσίας καταλαμβάνουν την κυβέρνηση και φέρονται απολύτως ιδιοτελώς χωρίς να ενδιαφέρονται στο ελάχιστο για την κρατική υπόσταση.
Ένα δήθεν κράτος και μια ανερμάτιστη κοινωνία προσπαθεί να λαθροβιώσει. Και όταν η τύχη την εγκαταλείπει ή εμφανίζεται κάποιος Εφιάλτης, η τραγωδία προβάλλει μπροστά σε όλη της τη διάσταση. Μια τέτοια τραγωδία ζούμε σήμερα. Που συμπυκνώνεται στη σύγχρονη ελληνική φιλοσοφία: «Πάμε και ό,τι βγει».
Είναι η έκφραση που –σύμφωνα με μαρτυρία επιβάτη– ακούστηκε στη μοιραία αμαξοστοιχία. «Πάμε και όπου βγει» είναι η καθημερινή ζωή μας.
Είναι η αντίληψη που μας έχει εμφυσήσει ένα κράτος που θέλησε να μας δημιουργήσει κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του. Από το σχολείο, την οικογένεια, την καθημερινή ζωή.
Ένα κράτος που επί 70 χρόνια κατασκευάζει την οδική αρτηρία των δύο μεγαλύτερων πόλεών του, στην οποία έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες πολίτες του. Τα χρήματα που προορίζονταν για την κατασκευή φαγώθηκαν πολλές φορές σε αγαστή συνεργασία πολιτικών και εργολάβων. Ένα κράτος που εν έτει 2023 λειτουργεί τη σιδηροδρομική του γραμμή μεταξύ των δύο μεγαλύτερων αστικών του κέντρων με μεθόδους του 19ου αιώνα.
Ένα κράτος που δεν έχει πλήρη συνείδηση –ίσως και να μην ενδιαφέρεται– τι γίνεται και πώς ζουν οι πολίτες του έξω από την πρωτεύουσά του. Ένα κράτος του οποίου οι πολιτικοί δεν έχουν καμία διάθεση να το συγκροτήσουν σε μια σοβαρή υπόσταση.
Ένα κράτος που θα περιοριστεί στην απόδοση των ευθυνών στον σταθμάρχη, αλλά θα αποφύγει τις πολιτικές ευθύνες που έχει το ίδιο.
Ένα κράτος που όταν ακόμη και στο Internet, προκειμένου να διαγράψεις ένα αρχείο, το σύστημα σε ρωτά αν είσαι σίγουρος, δεν μπορεί να λειτουργεί στη σημερινή εποχή με τις δυνατότητες που δίνει η τεχνολογία χωρίς ένα δεύτερο επίπεδο που θα ελέγχει την απόφαση του σταθμάρχη να στείλει το τρένο σε λάθος γραμμή.
Τι είναι, όμως, το κράτος στην Ελλάδα;
Κράτος είναι ένα σύνολο θεσμικών δομών τις οποίες συνέχει μια αντίληψη λειτουργίας. Ας αποκαλέσουμε την αντίληψη αυτή ιδεολογία. Το σύνολο αυτό αποκτά μια ισχύ αναλόγως της συνεκτικότητάς του, της αποτελεσματικής λειτουργίας του και της ιδεολογίας του. Στην Ελλάδα οι δομές αυτές είναι αδύναμες και επιφανειακές, η συνοχή ανύπαρκτη και η αντίληψη λειτουργίας τους το «πάμε και όπου βγει». Το κράτος δεν έχει να κάνει με την κοινωνία. Είναι ανεξάρτητο από αυτήν και επιδιώκει να είναι ανεξάρτητο για να μπορεί να την χειραγωγεί και να την υποδουλώνει. Το κράτος είναι απέναντι στην κοινωνία. Κράτος δεν είναι η κυβέρνηση. Η κυβέρνηση είναι ένας θεσμός του κράτους. Δεν είναι ούτε η πολιτεία.
Το αριστοτελικό Πολίτης, Πόλις, Πολιτεία, σήμαινε πως οι Πολίτες με τη συμμετοχή τους στην Πόλη, συγκροτούν την Πολιτεία η ο οποία επιστρέφει τα οφέλη στον Πολίτη. Το Κράτος είναι ο απρόσωπος μηχανισμός έξω από τα όρια και τη λογική της Πολιτείας που διαμορφώθηκε ως μηχανισμός επιβολής και καταστολής.
Αν αυτό το κράτος δεν το αλλάξουμε, οι τραγωδίες που θα βιώνουμε θα είναι συνεχείς. Θέλουμε να το αλλάξουμε;