Σημαντικό πρόβλημα και ορατή απειλή με τεράστιες προεκτάσεις παραμένει για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο, το ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μεταξύ 2017 και 2018, καταγράφηκαν στην ΕΕ περισσότερα από 14.000 θύματα εμπορίας και ο πραγματικός αριθμός εκτιμάται ότι είναι σημαντικά υψηλότερος καθώς πολλά περιστατικά δεν εντοπίζονται.
Για την βελτίωση του εντοπισμού των περιστατικών που μένουν κρυφά μέχρι στιγμής, άρχισε να εφαρμόζεται το πρόγραμμα AMELIE (enhAncing Mechanisms of idEntification, protection and muLti-agency collaboratIon through transnational and multi-sectoral actors’ Engagement), μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία που έχει ως στόχο να βελτιώσει το σύστημα αντιμετώπισης της εμπορίας ανθρώπων, βελτιώνοντας την ικανότητα των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης και των επαγγελματιών υγείας πρώτης γραμμής να εντοπίζουν, να παραπέμπουν με ασφάλεια και να παρέχουν υπηρεσίες ευαίσθητες ως προς τον παράγοντα φύλο και το τραύμα σε θύματα εμπορίας ανθρώπων, με έμφαση στις ενήλικες γυναίκες.
Οι στόχοι του προγράμματος
Πέντε οργανισμοί από το Βέλγιο, την Ελλάδα, τη Γερμανία και την Ιταλία ένωσαν τις δυνάμεις τους για να εφαρμόσουν το πρόγραμμα, με στόχο την ενδυνάμωση των επιζώντων/σών εμπορίας ανθρώπων και τη βελτίωση της πρόσβασής τους σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, τη βελτίωση των δεξιοτήτων των επαγγελματιών που εργάζονται με επιζώντες/σες εμπορίας ανθρώπων, καθώς και τη βελτίωση των μηχανισμών εντοπισμού και ταυτοποίησης μέσα από την καθιέρωση καλύτερης συνεργασίας μεταξύ των φορέων που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης.
Πιο συγκεκριμένα, το πρόγραμμα αποσκοπεί στην ενίσχυση των δεξιοτήτων περισσότερων από 200 επαγγελματιών υγείας μέσω στοχευμένων εργαλείων μάθησης και δραστηριοτήτων ανάπτυξης δεξιοτήτων, αλλά και στην υποστήριξη της ενδυνάμωσης 180 επιζώντων/σών εμπορίας ανθρώπων και την πρόσβασή τους σε ψυχοκοινωνική και εξειδικευμένη ιατρική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένων πρακτικών και υπηρεσιών συμβουλευτικής, παραπομπής, πρόληψης και αυτοφροντίδας με βάση τις ανάγκες και επιθυμίες των θυμάτων.
Επιπλέον, αποσκοπεί στο να βελτιώσει τη διατομεακή συνεργασία μεταξύ των βασικών μερών που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων προς ενίσχυση των εθνικών και διακρατικών μηχανισμών παραπομπής.
Το έργο AMELIE υλοποιείται από το ΚΜΟΠ – Κέντρο Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας (Ελλάδα, συντονιστής οργανισμός) και τους οργανισμούς SOLWODI (Γερμανία), PAYOKE (Βέλγιο), Differenza Donna και APG23 (Ιταλία) και υποστηρίζεται οικονομικά από το πρόγραμμα AMIF (Asylum, Migration and Integration Fund) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Κλειδί» η επικοινωνία με το θύμα
«Στην επικοινωνία με το πιθανό θύμα χρειάζεται προσοχή και υπομονή, ενώ προέχει η διασφάλιση ότι θα επανέλθει για να εξεταστεί ή να συνεχίσει την θεραπεία του», επισήμανε η διαχειρίστρια του προγράμματος AMELIE Νατάσα Αλεξοπούλου.
Η βία που βιώνουν τα θύματα εμπορίας έχει σοβαρές επιπτώσεις στη σωματική και στην ψυχολογική τους υγεία, επηρεάζοντας κατ’ επέκταση και το σύστημα υγείας.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα η εμπλοκή των επαγγελματιών υγείας στον διάλογο και την ανταπόκριση στο πρόβλημα της εμπορίας ανθρώπων διεθνώς είναι περιορισμένη, με τις ανάγκες των θυμάτων ως προς την υγειονομική περίθαλψη να μην έχουν λάβει τη δέουσα προσοχή, παραδέχεται και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
«Ένας/ Μια επαγγελματίας υγείας μπορεί να υποπτευθεί ότι το άτομο που έχει έρθει στο νοσοκομείο είναι θύμα εμπορίας από ένα συνδυασμό ενδείξεων, σωματικών, ψυχολογικών ή συμπεριφοράς, όπως για παράδειγμα σημάδια παραμέλησης ή βίας, σημάδια σωματικής εξάντλησης, υποσιτισμός, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, άγνοια ως προς τον τόπο που μένουν, κενά στις πληροφορίες που δίνουν και υπεκφυγές στο να δώσουν πληροφορίες ή και από την παρουσία ενός ατόμου που αρνείται να τα αφήσει να εξεταστούν μόνα τους», τόνισε η Νατάσα Αλεξοπούλου και πρόσθεσε ότι «η ανταπόκριση του υγειονομικού προσωπικού εξαρτάται από την περίπτωση και πάντα με γνώμονα την ασφάλεια του ατόμου αλλά και τη δική τους. Η εμπορία ανθρώπων είναι ένα σύνθετο έγκλημα, αφενός για να εντοπιστεί, αφετέρου για να μπορέσει κάποιος να βοηθήσει το θύμα, που μπορεί να αρνείται την κατάσταση, να φοβάται να δώσει πληροφορίες ή να αντιδρά σε οποιαδήποτε προσέγγιση. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για άτομα από άλλες χώρες, λόγω της διαφορετικής γλώσσας και κουλτούρας που μεγεθύνουν την απόσταση και την δυσπιστία».
Τι μπορεί όμως να κάνει ο επαγγελματίας υγείας; Πρώτα απ’ όλα, «στην επικοινωνία με το πιθανό θύμα χρειάζεται προσοχή και υπομονή, ενώ προέχει η διασφάλιση ότι θα επανέλθει για να εξεταστεί ή να συνεχίσει την θεραπεία του. Ο χρόνος για προετοιμασία της ανταπόκρισης από πλευράς του/της επαγγελματία και η καλλιέργεια εμπιστοσύνης είναι κομβικής σημασίας», υπογράμμισε η διαχειρίστρια του προγράμματος, λέγοντας ότι: «Όταν υπάρχουν ενδείξεις εμπορίας, ο επαγγελματίας υγείας μπορεί σε συνεργασία με προσωπικό από την κοινωνική υπηρεσία (ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό), να επιδιώξει την επικοινωνία με τους αρμόδιους φορείς όπως ο Εθνικός Μηχανισμός Αναφοράς του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης και η ΜΚΟ Α21 (τηλέφωνα 197, 1109 ) και να ζητήσουν καθοδήγηση.
Το πρόβλημα σε αριθμούς
Η πλειονότητα των θυμάτων είναι γυναίκες και κορίτσια (72%), ενώ στα περισσότερα περιστατικά σκοπός της εμπορίας είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση (60%). Σχεδόν το ήμισυ των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υπήκοοι της Ε.Ε. και σημαντικός αριθμός των θυμάτων αυτών αποτελεί αντικείμενο εμπορίας εντός του κράτους μέλους του.
Η πλειονότητα των διακινητών στην Ε.Ε είναι Ευρωπαίοι πολίτες και σχεδόν τα τρία τέταρτα των δραστών είναι άνδρες.
Το έγκλημα αυτό αποφέρει υψηλά κέρδη στους εγκληματίες και συνεπάγεται τεράστιο ανθρώπινο, κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ΕΕ, το οικονομικό κόστος εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 2,7 δισ. ευρώ για ένα μόνο έτος.