«Τον τζιτάμ’ έφτυζαν ατον κ’ εκείνος έλεεν, βρέχ’!». Η λέξη τζιτάμης απαντά και ως τζιτάμψ και τζουτάμ’ς ή τζουτάμψ, και κατά τον Άνθιμο Παπαδόπουλο (Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου) σημαίνει νωθρός, οκνηρός, τεμπέλης.
Τζιταμλίκιν (ή τζιταμλούκ’ και τζουτουμλούχ’), ως εκ τούτου, είναι η νωθρότητα, η οκνηρία.
Στον τόμο των Δ.Ε. Τομπαΐδη / Χ.Π. Συμεωνίδη Συμπλήρωμα στο «Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου» (εκδ. ΕΠΜ, Αθήνα 2002) διαβάζουμε ότι η λέξη προέρχεται ετυμολογικά από το τουρκικό zit adam, που σημαίνει «ανάποδος άνθρωπος», ή από το cudam, που σημαίνει «αδέξιος, ανίκανος».