«Δεν μου περνούσε ποτέ η ιδέα ότι εγώ είμαι κωμικός. Εδώ που τα λέμε, δεν το χώνευα το “κωμικλίκι”. Δεν το θεωρούσα είδος θεατρικό, βρε αδερφέ! Μ’ αρέσανε οι δραματικοί ρόλοι. Όταν η Μαρίκα (Κοτοπούλη) μού ‘δωσε να παίξω τον πρώτο κωμικό ρόλο, έγινα έξω φρενών και κόντεψα να φύγω από τη δουλειά. Απείλησα με παραίτηση. Κατ’ ουδένα τρόπο δεν παραδεχόμουνα να βγαίνω στη σκηνή και να βλέπω τον κόσμο να γελάει μαζί μου».
Αυτά είχε δηλώσει ο Βασίλης Λογοθετίδης σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του που έχουν διασωθεί, και συγκεκριμένα στο τεύχος 68 της Εβδομάδος, το οποίο κυκλοφόρησε στις 26 Ιανουαρίου 1929. Και το δήλωνε ο άνθρωπος που πριν ανοίξει το στόμα του το κοινό έπεφτε κάτω από τα γέλια. Ο άνθρωπος για τον οποίο οι μελετητές θεωρούν ομόφωνα ότι άλλαξε την κωμωδία στο ελληνικό θέατρο.
Ο Ταυλαρίδης που έγινε Λογοθετίδης
Αν και για τη χρονιά που γεννήθηκε οι γνώμες και οι πληροφορίες διίστανται, σίγουρα ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα. Και σίγουρα ήταν στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Βασίλης Ταυλαρίδης. Καθιέρωσε το επίθετο Λογοθετίδης με το ντεμπούτο του στο θέατρο το 1919.
Έζησε τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Το 1915 αποφοίτησε από το Ζωγράφειο και το 1916 εμφανίστηκε ερασιτεχνικά σε θεατρική σκηνή κάνοντας μεγάλη εντύπωση. Δύο χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και χρειάστηκε ακόμα έναν χρόνο για την εμφάνισή του ως επαγγελματίας πλέον ηθοποιός με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Αυτή η συνεργασία κράτησε μέχρι το 1935, οπότε για μία μόνο θεατρική σεζόν δημιούργησε ο ίδιος θίασο, συνεταιρικά με την Αλίκη και τον Κώστα Μουσούρη.
Μετά το τέλος εκείνης της περιόδου επανήλθε στο θίασο της Κοτοπούλη, παραμένοντας μέχρι το 1946. Το καλοκαίρι του 1947 συνεργάστηκε με την Κατερίνα Ανδρεάδη και το 1948 συγκρότησε αποκλειστικά δικό του θίασο.
Και να φανταστεί κανείς ότι στο θέατρο μπήκε κατά τύχη.
Από την Κωνσταντινούπολη έφυγε με τη σύντροφό του μιας και οι γονείς τους έβαζαν εμπόδια στη σχέση τους. Τότε άστεγοι και χωρίς χρήματα βρήκαν καταφύγιο στο θίασο Κοτοπούλη που εκείνη την εποχή αναζητούσε ηθοποιούς!
Ο τυφώνας Λιβυκού
Εξαιτίας μιας γυναίκας λοιπόν μπήκε στο θέατρο και εξαιτίας μιας άλλης γυναίκας λέγεται ότι αποφάσισε να γίνει θιασάρχης.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης γνωρίστηκε με την Ίλυα Λιβυκού το 1948. Παντρεμένη από μικρή και μητέρα τριών παιδιών, η Αμαλία Χατζάκη –όπως ήταν το πραγματικό της όνομα– έλαμψε από τις πρώτες εμφανίσεις της στο σανίδι εκείνη τη χρονιά. Ως εκ τούτου μπήκε αμέσως στο καλλιτεχνικό στόχαστρο του ηθοποιού, ο οποίος αναγνώρισε από την πρώτη στιγμή το κωμικά παράταιρο και αταίριαστο της συνύπαρξής τους. Και κάπως έτσι, από τις 12 ταινίες που γύρισε, στις 9 είχε ως παρτενέρ του εκείνη.
Τα θεατρικά πηγαδάκια της εποχής έλεγαν ότι ο Λογοθετίδης έκανε το τολμηρό βήμα να ιδρύσει τον δικό του θίασο με τις παραινέσεις και τη στήριξη της Λιβυκού, η οποία φυσικά βρισκόταν πάντα στο πλευρό του.
Το ζευγάρι άφησε εποχή. Αν και οι δυο τους ήταν για μεγάλο διάστημα ζευγάρι και στη ζωή, δεν επισημοποίησαν ποτέ τη σχέση τους. Αυτός ο μεγάλος έρωτας που έζησαν προσέκρουσε στη θρυλική μοναχικότητα εκείνου.
Ο μεγάλος κωμικός ζούσε μόνος στο Παλαιό Φάληρο και κάθε μεσημέρι τον έβλεπαν να τρώει μόνος σε μια ταβέρνα της περιοχής. Όπως είχε δηλώσει η Σούλη Σαμπάχ: «Η Ίλυα ήταν η καρδιά της παρέας. Χόρευε, γελούσε, γλεντούσε. Ο Λογοθετίδης δεν έβγαζε άχνα εκτός θεάτρου. Μουγκός!».
Η Ίλυα Λιβυκού είχε ήδη πάρει διαζύγιο και μεγάλωνε μόνη τα παιδιά της. Την προσωπική της σχέση με τον Λογοθετίδη δεν την παραδέχτηκε ποτέ. Αλλά εδώ ίσχυε αυτό που λέει ο λαός: «Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο». Ακόμα και στις λιγοστές κοσμικές εμφανίσεις τους, π.χ. σε ένα νυχτερινό κέντρο, κάθονταν πάντοτε απόμερα.
Τους χώρισε μόνο ο θάνατος του Λογοθετίδη στις 20 Φεβρουαρίου 1960. Για την ιστορία, μετά την απώλεια του εκείνη αποτραβήχτηκε από το θέατρο και σκεφτόταν να τα παρατήσει.
Ο «δικός μας άνθρωπος»
Ως κωμικός ο Βασίλης Λογοθετίδης έπλασε τον θεατρικό χαρακτήρα του Έλληνα αυτοδημιούργητου μικροαστού, ο οποίος σε μια εποχή όπως η μεταπολεμική ήταν αντιφατικός, συναισθηματικός, μικροτύραννος, άπληστος, αφοπλιστικός, μικροαπατεώνας, και ταυτόχρονα καταφερτζής και γενναιόδωρος.
Οι περισσότερες από τις θεατρικές του επιτυχίες μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη και έτσι διασώθηκε το απόλυτα προσωπικό υποκριτικό του ύφος.
Όταν βρισκόταν στη σκηνή σκορπούσε το γέλιο με μια και μόνο γκριμάτσα. Ο κόσμος τον αγαπούσε ιδιαιτέρως επειδή, όπως έγραψε ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε τον λαό και που έπαιξε για το λαό».
Για να φανταστείτε τη φυσικότητα του, όταν γύριζαν στην Αίγυπτο την ταινία Ένα βότσαλο στη λίμνη, στη σκηνή που πνίγεται πίνοντας ουίσκι οι τεχνικοί πίστεψαν ότι όντως πνιγόταν και διέκοψαν το γύρισμα. Αργότερα δήλωσε ότι αυτό ήταν από τα καλύτερα κομπλιμέντα που του είχαν κάνει για την υποκριτική του.
https://www.youtube.com/watch?v=PwSIQQGrrCk
Το 1957 έπαθε έμφραγμα και παρά τις συστάσεις των γιατρών να μην κουράζεται και να είναι πολύ προσεκτικός συνέχιζε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν να περιορίσει το ποτό και το κάπνισμα.
Ωστόσο, παρότι τον πίεζε ο Φίνος να μεταφέρουν στον κινηματογράφο την τεράστια θεατρική επιτυχία του Ο Ηλίας του 16ου, ο Λογοθετίδης αρνιόταν καθώς δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις δύσκολες σκηνές.
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του οι συνάδελφοί του έβλεπαν ότι είχε χάσει τη ζωντάνια του και ότι κουραζόταν εύκολα, όμως εκείνος δεν τα παρατούσε. Το σανίδι ήταν το δεύτερο σπίτι του. Λίγο πριν από το μοιραίο είχε εξομολογηθεί στους φίλους του ότι θα ήθελε να πεθάνει στο θέατρο.
Υπέστη καρδιακή ανακοπή στα 62 του, στις 17:45 ενώ βρισκόταν στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο και ετοιμαζόταν να πάει στο θέατρο.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν γεννημένος ηθοποιός. Καθετί άσχετο με το θέατρο του ήταν περίπου αδιάφορο. Η προσωπική του ζωή δεν ήταν λαμπερή. Δεν γεννήθηκε πλούσιος, ούτε πλούτισε από τη δουλειά του. Και δούλευε μέχρι το τέλος.
«Η τέχνη δεν φθείρεται, ούτε οξειδώνεται» έλεγε ο σπουδαίος ηθοποιός. Και αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι παλιές ποιοτικές ταινίες του που προβάλλονται ξανά από την τηλεόραση είναι τέχνη και γι’ αυτό δεν φθείρονται στο πέρασμα του χρόνου. Ψυχαγωγούν, διασκεδάζουν, συγκινούν.
Ο τελευταίος τίμιος ήταν η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούσε – μεταφέρθηκε αργότερα στο σινεμά με τον τίτλο Άλλος για το εκατομμύριο και πρωταγωνιστή τον Μίμη Φωτόπουλο. Οι ηθοποιοί εκείνο το απόγευμα της 20ής Φεβρουαρίου 1960 πήγαν στο θέατρο, αλλά ειδοποιήθηκαν για το δυσάρεστο γεγονός.
Με εντολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη στη Μητρόπολη Αθηνών, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας και περίπου 50.000 Αθηναίων! Τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο.
Σπύρος Δευτεραίος