Όλα ξεκίνησαν όταν ο πατέρας της Δέσπως Διαμαντίδου, Έλληνας που ζούσε στη Ρωσία, ήρθε στη χώρα μας. Ήταν 1914 και αμέσως τον τσίμπησαν για τη στρατιωτική του θητεία – πόλεμος γαρ. Λίγο αργότερα γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. Μόνο που οι δικοί της δεν τον ήθελαν, κι έτσι το ζευγάρι κλέφτηκε.
Οι γονείς της Πειραιώτισσας έδωσαν τελικά την ευχή τους, και στις 13 Ιουλίου 1916 γεννήθηκε η μοναχοκόρη τους Δέσπω. Η οικογένεια στην αρχή μένει στην Καστέλλα και λίγο αργότερα μετακομίζουν στο Κολωνάκι.
«Ο πατέρας μου με μεγάλωσε σαν αγόρι»
Η Δέσπω Διαμαντίδου μεγάλωσε σε μια μεγαλοαστική οικογένεια με Γερμανίδα γκουβερνάντα και την αγάπη της οικογένειάς της για τη μόρφωση. Από μικρή λοιπόν μιλούσε τρεις γλώσσες: ελληνικά, γερμανικά και ρωσικά. Και η μικρή Δέσπω σπούδασε στη Γερμανική Σχολή. Αυτή η επιλογή έγινε, όπως είπε, από τον παππού της, που είχε λάβει γερμανική παιδεία και οι γονείς της ήθελαν να τον καλοπιάσουν.
Βέβαια τη δεκαετία του ’20 και του ’30, τα κορίτσια –κατά βάση– μεγάλωναν με το όνειρο της καλής αποκατάστασης.
Η Διαμαντίδου όμως υπήρξε χειραφετημένη από πολύ μικρή.
«Αυτό οφείλεται στο ότι ο πατέρας μου με μεγάλωσε σαν αγόρι», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της. Για να προσθέσει: «Με όλα τα καλά και τα άσχημα που αυτό συνεπάγεται».
Παράλληλα ήταν πολύ καλή στη γυμναστική: υπήρξε πρωταθλήτρια Ελλάδας στην παιδική κατηγορία, με τη βοήθεια του Εβραίου δασκάλου της. Όταν κάποτε πήγε στο Νταχάου, είδε το όνομά του ανάμεσα στα χιλιάδες άλλα όσων είχαν καεί στους φούρνους. Βγήκε έξω και έκανε εμετό.
Ανάμεσα στους οικογενειακούς τους φίλος ήταν και ο επίσης Πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης, που ως αρκετά μεγαλύτερός της, την είχε υπό τη φροντίδα του. Και ήταν ένας από τους ανθρώπους που της ενέπνευσαν την αγάπη για τις τέχνες. Και κάπου εκεί τα βήματά της την οδήγησαν στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου.
Όταν έρχονται τα πάνω κάτω
Αφού τελείωσε τη Δραματική, πρωτοεμφανίστηκε στο χορό της Μήδειας του Ευριπίδη, το 1942. O πρώτος της σημαντικός ρόλος ήταν αυτός της «Λαίδης Καρολίνας» στο έργο του Tζέιμς Μπάρρυ Δεν φταίει το αστέρι μας, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν.
Ευοίωνη αρχή, όμως η χώρα ζούσε υπό τον γερμανικό ζυγό. Μάλιστα οι κατακτητές είχαν επιτάξει το σπίτι τους. Ήταν η περίοδος που ντρεπόταν να πει ότι είχε μεγαλώσει με γερμανική παιδεία, ενώ ο πατέρας της αρνήθηκε να συνεργαστεί εμπορικά με τους Γερμανούς και καταστράφηκε οικονομικά.
Και αρχίζει η αντιστροφή των ρόλων. Η καλομεγαλωμένη κόρη, πλέον με το μισθό της ηθοποιού και της μεταφράστριας, ζει την οικογένειά της. Από το 1946 έως το 1950 ήταν βασικό στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου. Το 1949 είναι η κορυφαία του χορού στην Ορέστεια του Αισχύλου που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Ηρώδειο, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη.
Όμως παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τη σιγουριά που της πρόσφερε το Εθνικό, η ίδια αισθανόταν εγκλωβισμένη. Και αποφασίζει να παίξει εκτός.
Στο Εθνικό επανήλθε το 1954 και παρέμεινε έως το 1963. Εμφανίστηκε σε πολλά έργα, ενώ ξεχώρισε με την ερμηνεία της ως κορυφαία στην Εκάβη του Ευριπίδη, στον Γλάρο του Τσέχοφ ως Πωλίνα και στις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη στο ρόλο του Κήρυκα.
Οι άντρες της ζωής της
«Η Δέσπω Διαμαντίδου ήταν ίσως η πρώτη χίπισσα της Ευρώπης», είχε πει ο Ανδρέας Φιλιππίδης, εννοώντας φυσικά το ελεύθερο πνεύμα και τις αντιλήψεις της. Ο ηθοποιός υπήρξε σύζυγός της και πατέρας του γιου της. Μέχρι που ερωτεύτηκε τη μαθήτριά του στη Δραματική Σχολή Λίλλη Παπαγιάννη. Χώρισε με τη Διαμαντίδου, και το 1957 παντρεύτηκε την Παπαγιάννη.
Στην πορεία των χρόνων οι τρεις τους έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Μάλιστα υπάρχει και ένας μύθος που ήθελε τις δυο γυναίκες να συνεχίζουν να κάνουν παρέα και μετά το θάνατό του. Μάλιστα, μαζί με την Ντίνα Κώνστα περνούσαν τα Σάββατα στο σπίτι της Διαμαντίδου στο Κολωνάκι, με κουβέντα και μπιρίμπα.
Μετά το χωρισμό της με τον Φιλιππίδη, μπαίνει στη ζωή της ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, αν και 18 χρόνια μικρότερός της. Γνωρίστηκαν το 1955, στην παράσταση του Εθνικού, Εκάβη. Εκείνος μαθητής και εκείνη ήδη καταξιωμένη πρωταγωνίστρια.
Ο νεαρός τότε Παπαμιχαήλ φαίνεται πως μαγεύτηκε με την ευγενική και αξιοπρεπή προσωπικότητά της.
Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε μια τρυφερή σχέση. Εκείνη τον βοήθησε πολύ τον Παπαμιχαήλ στα πρώτα του βήματα. Τον συμβούλευε, τον καθοδηγούσε, τον ενέπνεε. Τον στήριξε στο ξεκίνημά του και ήταν δίπλα του σε κάθε περίσταση.
Όλα τελείωσαν το 1964 στην παράσταση Κολόμπ που πρωταγωνιστούσε εκείνος μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Αν και ήταν γνωστή σε όλους η κόντρα Αλίκης-Δημήτρη, προέκυψε έρωτας αλλά και η άβολη θέση της Διαμαντίδου που έδειξε αν μη τι άλλο τον επαγγελματισμό της, ώστε να τελειώσει η σεζόν. Και με την Αλίκη και με τον Δημήτρη συνεργάστηκαν ξεχωριστά, αν και μετά από μια δεκαετία.
Η φιλία με τη Μελίνα
Ξεχωριστή θέση στη ζωή της είχε σίγουρα η Μελίνα Μερκούρη. Γνωρίζονταν πριν από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και έμειναν φίλες μέχρι το τέλος της ζωής της πρώτης. Μάλιστα πολλοί θυμούνται ότι η Δέσπω όταν πληροφορήθηκε το χαμό της Μελίνας, μονολογούσε: «Μου είχες υποσχεθεί ότι εγώ θα έφευγα πρώτη»!
https://www.youtube.com/watch?v=QJRtrNiN2NE&t=1s
Εξαιτίας της φιλίας τους, η Διαμαντίδου δέχτηκε την πρόταση του Ζιλ Ντασέν να υποδυθεί μια «κούκλα του Πειραιά» στο Ποτέ την Κυριακή. Και σε αυτήν, το σπουδαίο φιλμ άνοιξε την πόρτα για διεθνή καριέρα. Και ας ήταν πάνω από 50 ετών.
Δηλώνοντας ευθέως την απέχθεια και την απαξίωσή της για το καθεστώς της χούντας, έμεινε στο εξωτερικό και δούλεψε εκεί. Και ας μην ήταν τα αγγλικά η αγαπημένη της γλώσσα.
«Ο ηθοποιός πρέπει να σκέφτεται στη γλώσσα που παίζει», είχε δηλώσει. Και έπαιξε από το Καμπαρέ στο θέατρο μέχρι τη μητέρα του Γούντι Άλεν στον Ειρηνοποιό. Για την ιστορία, έπαιξε και στο ελληνικό Καμπαρέ, το 1978, που ανέβασε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, είχαν μάλλον όλα ξεχαστεί. Ούτως ή άλλως, ο Παπαμιχαήλ ήταν ήδη στον δεύτερο γάμο του.
Με δύναμη από τη Θεσσαλονίκη
Τη δεκαετία του 1980, η κοσμοπολίτισσα Διαμαντίδου βρέθηκε στη συμπρωτεύουσα και συγκεκριμένα στο ΚΘΒΕ. Και εκεί στην ουσία επέβαλε τον Ανδρέα Βουτσινά να την σκηνοθετήσει – κάτι που για τη δεκαετία του ’80 θεωρήθηκε πολύ προχωρημένο για κρατική σκηνή. Και όμως, όχι μόνο την σκηνοθέτησε αλλά έβαλε τη σφραγίδα του στο ρεπερτόριο της σκηνής.
Δυο τεράστιες επιτυχίες με τη Δέσπω Διαμαντίδου, Η τρελή του Σαγιώ και το Χάρολντ και Μοντ, την πέρασαν και στη νέα γενιά θεατρόφιλων.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από το θέατρο, καθώς την κούραζε. Άλλωστε δεν είχε ανάγκη να αποδείξει κάτι. Την πορεία της και την ιστορία της την είχε διαγράψει. Και παραμένει μοναδική.
Σπύρος Δευτεραίος