Ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής βρήκε την ιδανική αποτύπωσή του στο κλασικιστικό αριστούργημα του Antonio Canova. Το έργο του γλύπτη βασίζεται στις αρχές αναπαράστασης του ανθρώπινου σώματος του Πραξιτέλη, και από τον 18ο αιώνα, όταν σμιλεύθηκε, γνώρισε χιλιάδες αντιγραφές. Σήμερα φιλοξενείται στο Μουσείο του Λούβρου.
Όμως ο έρωτας μπορεί να εξηγηθεί και επιστημονικά.
Δεν είναι μια ανθρώπινη εφεύρεση που ανάγεται στο ρομαντισμό και την περίοδο της Αναγέννησης. Είναι και Χημεία. Και όσο και αν ξενίζει κάποιους η διαπίστωση, μπορεί να δοθεί επιστημονική απάντηση – απολύτως τεκμηριωμένη.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Δώρα Χόλη-Παπαδοπούλου, διευθύντρια του Βιοχημικού Εργαστηρίου του τμήματος Χημείας του ΑΠΘ, η έκφραση «ο έρωτας είναι χημεία» που χρησιμοποιείται ευρέως, δεν αντιστοιχεί απολύτως στην πραγματικότητα.
Χημεία υπάρχει, όπως διευκρινίζει, αλλά «πυροδοτείται από άλλους παράγοντες που ξεφεύγουν από απλές χημικές αντιδράσεις ή –για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι– από βιοχημικές αντιδράσεις, αφού έτσι ονομάζονται οι χημικές διεργασίες κυττάρων/οργανισμών» και «ως συμπέρασμα, μπορούμε να πούμε ότι οι βιοχημικές αντιδράσεις προηγούνται από άλλες πολύπλοκες διαδικασίες που σχετίζονται με τις προσωπικές προσλαμβάνουσες, την καθημερινότητα, την προσωπικότητα όπως έχει διαμορφωθεί».
Αλλά με τον έρωτα «με την πρώτη ματιά» τι γίνεται αλήθεια; Μπορεί κάποιος να ερωτευτεί ξαφνικά;
Η επιστημονική απάντηση είναι «ναι», όπως την δίνει η Δ. Χόλη-Παπαδοπούλου: «Εάν η πρώτη ματιά πυροδοτεί διαδικασίες που οδηγούν σε έκκριση κάποιων συγκεκριμένων ορμονών και νευροδιαβιβαστών, ναι, είναι δυνατόν να αρχίσει μία τέτοιου είδους επικοινωνία.
»Αυτό σημαίνει ότι σε αυτό το αισθησιακό πανηγύρι συμμετέχουν χημικοί αγγελιοφόροι του ενδοκρινικού μας συστήματος και του εγκεφάλου. Αρχίζει η έκκριση αδρεναλίνης και κορτιζόλης, διότι ενεργοποιούνται ο υποθάλαμος, η υπόφυση και τα επινεφρίδια. Στη συνέχεια εκκρίνεται ντοπαμίνη στο κυκλοφορικό σύστημα, η ορμόνη της απόλαυσης και αίσθηση ευφορίας. Κατά τη διάρκεια του έρωτα η σεροτονίνη βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, και η ωκυτοκίνη, η ορμόνη της αγκαλιάς, αποτελεί την ισχυρή ορμόνη που εκτοξεύεται κατά τη διάρκεια του οργασμού», εξηγεί η καθηγήτρια.
Άρα όταν μιλάμε για έρωτα… κατακέφαλα, έχουμε απόλυτο δίκιο. Όταν είμαστε ερωτευμένοι μπορεί να γίνει μέτρηση κάποιων ορμονών και να αποδειχθεί και με χημικό τρόπο.
Όσο αφορά δε τον ισχυρισμό ότι η κατανάλωση οστρακοειδών ευνοεί τη λίμπιντο, δεν αντιστοιχεί πλήρως στην πραγματικότητα. Οπότε δεν χρειάζεται ένας ερωτευμένος άνθρωπος να φάει κάτι συγκεκριμένο για τον ερωτά του και μόνο. «Οι τροφές δεν είναι κάτι που αν το πάρουμε σήμερα, αύριο θα μας “οδηγήσει” στον έρωτα. Δημιουργούν όλες εκείνες τις οργανικές συνθήκες που επιταχύνουν, επιβραδύνουν ή αναστέλλουν τελείως την παραγωγή και έκκριση ορμονών», σημειώνει η καθηγήτρια του ΑΠΘ.