Αυξημένο κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών και πρόωρου θανάτου αντιμετωπίζει ένας στους 50 ενηλίκους, δηλαδή περίπου το 2% αυτή της ηλικιακής κατηγορίας, καθώς μπορεί να πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια. Νέα διεθνής επιστημονική μελέτη σε δείγμα μεγαλύτερο των 600.000 ανθρώπων, σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, επιβεβαιώνει το πόσο κινδυνεύουν αυτοί οι ασθενείς από την πάθηση που έχει υψηλό ανθρώπινο και οικονομικό κόστος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρ Άννα Νόραμαρ του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο καρδιολογικό περιοδικό Heart, ανέλυσαν στοιχεία από το δείγμα των 600.000 ασθενών, σε 11 χώρες. Η μέση ηλικία τους ήταν τα 75 έτη και είχαν διαγνωσμένη καρδιακή ανεπάρκεια. Σχεδόν οι μισοί (49%) είχαν ισχαιμική καρδιακή νόσο, το 44% καρδιακή αρρυθμία (κολπική μαρμαρυγή), το 49% μέτρια έως σοβαρή χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) και το 35% διαβήτη.
Εκτιμήθηκε ότι η εξάπλωση της καρδιακής ανεπάρκειας στους ενήλικες κυμαίνεται από 1% (αν εφαρμοστεί ένας στενός ορισμός για την πάθηση) έως 2% (με βάση έναν πιο ευρύ ορισμό). Σε μερικές χώρες όπως η Πορτογαλία το ποσοστό αγγίζει το 3%.
Ο κίνδυνος ανάγκης για εισαγωγή στο νοσοκομείο κάθε χρόνο είναι υψηλότερος για τους ασθενείς που συνδυάζουν καρδιακή ανεπάρκεια και ΧΝΝ (το 19%) και μικρότερος για εκείνους με προηγούμενο έμφραγμα (3%) ή εγκεφαλικό (1%). Η ετήσια θνησιμότητα υπολογίστηκε στο 13%.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι, με βάση τα ευρήματα αυτά, προτεραιότητα στην προληπτική θεραπεία έχει το να μπει «φρένο» στην περαιτέρω παράλληλη επιδείνωση της καρδιακής και νεφρικής ανεπάρκειας. Οι εν λόγω ασθενείς έχουν και το μεγαλύτερο κόστος νοσοκομειακής θεραπείας σε όλες τις χώρες που μελετήθηκαν.