Την ατμοσφαιρική ρύπανση με την ψυχική υγεία συνδέουν δύο νέες μεγάλες επιστημονικές μελέτες, οι οποίες έρχονται να προσθέσουν στοιχεία στις ολοένα αυξανόμενες ενδείξεις για τις βλαβερές συνέπειες του μολυσμένου αέρα.
Για την πρώτη μελέτη που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Psychiatry, το δείγμα ήταν 390.000 άνθρωποι στη Βρετανία και το διάστημα παρατήρησης τα 11 χρόνια. Τα επίπεδα ατμοσφαιρικής μόλυνσης στα οποία εκτέθηκαν εκτιμήθηκαν με βάση τη διεύθυνση της κατοικίας τους.
Οι ερευνητές εξέτασαν το ποσοστό των μικροσωματιδίων (PM2,5 και PM10), του διοξειδίου του αζώτου (NO₂) και του μονοξειδίου του αζώτου (NO) – οι ρύποι αυτοί προέρχονται κυρίως από την κυκλοφορία των οχημάτων και τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα.
«Η μακροχρόνια έκθεση συνδεόταν με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης και άγχους», κατέληξαν οι ερευνητές.
Η δεύτερη μελέτη που δημοσιεύθηκε χθες στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Network Open, επικεντρώνεται στις επιπτώσεις των μικροσωματιδίων (PM2,5), του διοξειδίου του αζώτου (NO₂) και του όζοντος (O₃) στα άτομα άνω των 64 ετών.
Χρησιμοποιώντας τη βάση δεδομένων της Medicare, της δημόσιας ασφάλειας υγείας στις ΗΠΑ για τους ηλικιωμένους, το δείγμα περιλαμβάνει 8,9 εκατ. ανθρώπους, από τους οποίους περίπου το 1,5 εκατ. έπασχε από κατάθλιψη.
Τα συμπεράσματα δείχνουν για μια ακόμη φορά τη συσχέτιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης με την κατάθλιχη.
Πώς εξηγούνται τα ευρήματα
Τα ευρήματα των δύο μελετών μπορούν να εξηγηθούν με βάση τη σύνδεση που παρατηρείται μεταξύ της μεγάλης συγκέντρωσης ρύπων και της εμφάνισης φλεγμονών στον εγκέφαλο.
«Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των φλεγμονών και της κατάθλιψης», σχολίασε ο Όλιβερ Ρόμπινσον καθηγητής Νευροεπιστήμης και Ψυχικής Υγείας στο University College London, o οποίος δεν συμμετείχε σε καμία από τις δύο ερευνητικές ομάδες.
Όπως εξήγησε, αυτά τα δεδομένα προστίθενται σε όσα κρούουν τον κώδωνα για τις επιπτώσεις της ρύπανσης, όχι όμως μόνο στο αναπνευστικό σύστημα.