Η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς εμπεριέχει τον όρο του πολιτιστικού αγαθού, το οποίο αποτελεί διακριτό σημείο στον ανθρώπινο πολιτισμό, και αξίζει να διαφυλαχθεί και να μεταβιβαστεί στις επόμενες γενιές. Έτσι ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς ορίζεται ένα μνημείο ή ένας τόπος που προτάθηκε από την χώρα στην οποία ανήκει γεωγραφικά και εγκρίθηκε από την UNESCO για να συμπεριληφθεί στον ομώνυμο κατάλογό της.
Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με το καταστατικό της UNESCO (άρθρο 1/ Συνθήκη για την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά/ Παρίσι 16/11/1972) ο όρος πολιτιστική κληρονομιά σηματοδοτεί:
α) Μνημεία: αρχιτεκτονικά έργα, έργα μνημειακής ζωγραφικής και γλυπτικής, στοιχεία ή δομές αρχαιολογικής φύσεως, βραχοσκεπές-σπήλαια, επιγραφές αλλά και συνδυασμούς των παραπάνω, τα οποία παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και έχουν παγκόσμια ιστορική, καλλιτεχνική και επιστημονική αξία.
β) Κτιριακές ομάδες: ομάδες κτιρίων ή κτίρια μεμονωμένα τα οποία συνδέονται λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής τους, της ομοιογένειας που παρουσιάζουν ή ακόμα και της θέσης τους στον χώρο και κατά γενική ομολογία θεωρούνται ότι έχουν εξαιρετική αξία για την παγκόσμια ιστορία, την τέχνη και την επιστήμη.
γ) Τοποθεσίες: έργα ανθρώπων ή συνδυασμός έργου φύσης και ανθρώπου όπως επίσης και αρχαιολογικές περιοχές που έχουν εξαιρετική παγκόσμια αξία όσον αφορά την ιστορική, την αισθητική, την εθνολογική και την ανθρωπολογική άποψη.
Ο ρόλος της UNESCO σε περιόδους κρίσεων
Ο ρόλος της UNESCO σε θέματα προστασίας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς είναι καταλυτικός και έχει τόσο ρυθμιστικά χαρακτηριστικά όσο και χαρακτηριστικά διαχείρισης.
Ως επιβλέπουσα αρχή συντονίζει, χρηματοδοτεί [1] και επιβλέπει την προσπάθεια διάσωσης αλλά και προβολής των μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς από τις χώρες τους.
Συγκεκριμένα ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να υπογράψουν και να τηρήσουν την Συνθήκη για την προστασία της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς, όπως επίσης να δημιουργήσουν δομές και ελεγκτικούς μηχανισμούς που θα επιβλέπουν και θα αναφέρουν την κατάσταση που βρίσκονται τα μνημεία και οι χώροι που προστατεύονται από την Συνθήκη.
Παράλληλα η UNESCO μεταδίδει τεχνογνωσία στα κράτη-μέλη που αφορά στην τεχνική βοήθεια και στην επαγγελματική εκπαίδευση ενώ επεμβαίνει όταν και όπου χρειάζεται, διασώζοντας τα μνημεία και καλύπτοντας τα έξοδα για την συντήρησή τους. Τέλος σημαντικό έργο επιτελεί και όσον αφορά στην προβολή των μνημείων σε παγκόσμιο επίπεδο δημιουργώντας έτσι την πρόκληση ενδιαφέροντος γι’ αυτά.
Τι γίνεται όμως σε εμπόλεμες καταστάσεις ή γενικότερα σε περιόδους κρίσης;
Η επιτακτική ανάγκη για την διάσωση των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε περίπτωση ενόπλων συγκρούσεων οδήγησε στη συμπερίληψη ενός θεσμικού πλαισίου προστασίας τους κατά την διαδικασία κωδικοποίησης των κανόνων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου.
Μετά την οδυνηρή εμπειρία του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ολόκληρες πόλεις καταστράφηκαν ολοσχερώς λόγω του ολοκληρωτικού πολέμου, υπογράφεται το 1954 στην ομώνυμη πόλη της Ολλανδίας η περίφημη «Σύμβαση της Χάγης».
Σύμφωνα με αυτήν, ακίνητα πολιτιστικά αγαθά όπως: αρχιτεκτονικά μνημεία, μνημεία τέχνης, ιστορίας, μνημεία κοσμικά ή θρησκευτικά, αρχαιολογικές θέσεις αλλά και κινητά πολιτιστικά αγαθά όπως: επιστημονικές συλλογές, αντικείμενα με καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, βιβλία, βιβλιοθήκες, έργα τέχνης, χειρόγραφα κ.α. τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για την πολιτιστική κληρονομιά των λαών, τίθενται υπό την προστασία του οργανισμού.
Ωστόσο η ίδια η σύμβαση όριζε πως τα ως άνω πολιτιστικά αγαθά θα μπορούσαν να είναι στόχος επίθεσης μόνο σε «περίπτωση επιτακτικής στρατιωτικής ανάγκης», αφήνοντας έτσι το περιθώριο σε κάποιον να «βαφτίσει» την επιχείρηση καταστροφής των πολιτιστικών αγαθών ως «περίπτωση επιτακτικής στρατιωτικής ανάγκης».
Το κενό αυτό της Συμβάσεως της Χάγης καλύφθηκε το 1977 με τις ρυθμίσεις του πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι στις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 ώστε θεμιτή να θεωρείται στο εξής μόνο η επίθεση εναντίον στρατιωτικών στόχων.
Μόλις το 1999 καθορίστηκε επιτέλους με το δεύτερο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση της Χάγης η απαγόρευση της στοχοποίησης πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του 2ου Πρωτοκόλλου ορίζεται η σύνταξη ευρετηρίων με σκοπό την διαφύλαξη των πολιτιστικών αγαθών, ο σχεδιασμός έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση καταστροφών που προκαλούνται από κατάρρευση ή πυρκαγιά, η προπαρασκευή έκτακτου σχεδιασμού για την απομάκρυνση ή την λήψη μέτρων επιτόπιας προστασίας των πολιτιστικών αγαθών, ενώ επίσης ορίζεται και αρμόδια ομάδα που θα είναι υπεύθυνη για την διαφύλαξη του πολιτιστικού πλούτου.
Μάλιστα σε μια προσπάθεια εντατικοποίησης των αποτρεπτικών μέτρων για την καταστροφή των πολιτιστικών αγαθών η UNESCO ενθαρρύνει τα κράτη μέλη της για την υιοθέτηση κατάλληλου νομικού πλαισίου το οποίο διώκει ποινικά κάθε δράστη που επιχειρεί:
- να επιτεθεί σε πολιτιστικό αγαθό το οποίο έχει τεθεί υπό καθεστώς «ενισχυμένης προστασίας»,
- να χρησιμοποιήσει το ως άνω αγαθό ή τον περιβάλλοντα χώρο του για πραγματοποίηση στρατιωτικής δράσης,
- να προκαλέσει καταστροφή ή ιδιοποιηθεί αγαθό,
- να υπεξαιρέσει, λεηλατήσει ή βανδαλίσει πολιτιστικό αγαθό που τυγχάνει υπό την προστασία της Σύμβασης [2].
Κριτήρια ένταξης μνημείου ή τοποθεσίας στον κατάλογο της UNESCO
Προκειμένου να συμπεριληφθεί ένα μνημείο ή μια τοποθεσία στον παγκόσμιο κατάλογο πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς θα πρέπει να πληροί τουλάχιστον ένα από τα δέκα κριτήρια ένταξης. Μέχρι το 2004 τα κριτήρια αυτά ήταν έξι στον αριθμό για τα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς και τέσσερα που αφορούσαν στα μνημεία φυσικής κληρονομιάς.
Μετά την χρονολογία αυτή τα κριτήρια ενοποιούνται σε έναν ενιαίο κατάλογο που τα συμπεριλαμβάνει όλα. Βάσει αυτού του καταλόγου εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για ένα μνημείο ή μια τοποθεσία ή ένα μνημείο που συνδυάζεται με τον περιβάλλοντα χώρο του για να χαρακτηριστεί ως μνημείο «ιδιάζουσας παγκόσμιας αξίας» είναι:
- Να αντιπροσωπεύει ένα αριστούργημα της ανθρώπινης δημιουργικής ιδιοφυίας.
- Να επιδεικνύει σημαντικές ανθρώπινες αξίες για μακρύ χρονικό διάστημα ή σε μία πολιτιστική περιοχή του κόσμου, σχετικά με τις εξελίξεις στην αρχιτεκτονική ή την τεχνολογία, τις μνημειακές τέχνες, την πολεοδομία ή τον σχεδιασμό τοπίου.
- Να φέρει μια μοναδική ή τουλάχιστον εξαιρετική μαρτυρία μιας πολιτισμικής παράδοσης ή ενός πολιτισμού που ζει ή που έχει εξαφανιστεί.
- Να αποτελεί σημαντικό παράδειγμα τύπου κτηρίου, αρχιτεκτονικού ή τεχνολογικού συνόλου ή τοπίου που απεικονίζει σημαντικές φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας.
- Να αποτελεί σημαντικό παράδειγμα παραδοσιακής ανθρώπινης εγκατάστασης, χερσαίας ή ενάλιας χρήσης, αντιπροσωπευτικής πολιτισμού, ή ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, ιδιαίτερα όταν το τελευταίο έχει γίνει ευάλωτο υπό την πίεση μη αναστρέψιμων αλλαγών.
- Να συνδέεται άμεσα ή διακριτά με γεγονότα ή ζώσες παραδόσεις, με ιδέες ή πίστεις, με καλλιτεχνικά ή λογοτεχνικά έργα εξέχουσας παγκόσμιας σημασίας. (Η Επιτροπή θεωρεί ότι το συγκεκριμένο κριτήριο θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα κριτήρια).
- Να περιέχει εξαιρετικά φυσικά φαινόμενα ή περιοχές εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς και αισθητικής.
- Να είναι ιδιάζον παράδειγμα μειζόνων φάσεων της παγκόσμιας ιστορίας, του αρχείου της ζωής, σημαντικών εν εξελίξει γεωλογικών διαδικασιών για την ανάπτυξη γεωσχηματισμών ή σημαντικών γεωμορφικών ή φυσιογραφικών χαρακτηριστικών.
- Να είναι ιδιάζον παράδειγμα σημαντικών εν εξελίξει οικολογικών και βιολογικών διαδικασιών στην εξέλιξη και ανάπτυξη χερσαίων οικοσυστημάτων, γλυκού ύδατος, παράκτιων και ενάλιων και κοινοτήτων φυτών και ζώων.
- Να περιέχει τα σημαντικότερα φυσικά ενδιαιτήματα συντήρησης της βιοποικιλότητας, να περιλαμβάνει απειλούμενα είδη παγκόσμιας αξίας από την άποψη της επιστήμης ή της συντήρησης του είδους.
Για να χαρακτηριστεί ένα μνημείο ως μνημείο ιδιάζουσας παγκόσμιας αξίας θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν επιπλέον άλλοι δύο παράγοντες, η αυθεντικότητά του (όσον αφορά τα μνημεία που εντάσσονται στον κατάλογο βάσει των κριτηρίων I-VI) και η ακεραιότητά του.
Εάν ισχύουν τα παραπάνω η χώρα που «φιλοξενεί» το μνημείο-κόσμημα και σε περίπτωση που θέλει αυτή να το εντάξει στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς αρχίζει την διαδικασία ένταξης με αίτημα προς την UNESCO, το μνημείο καταγράφεται σε έναν προκαταρκτικό κατάλογο και αφού εξεταστεί η υποψηφιότητα και αποφασιστεί πως αυτό πληροί τις προϋποθέσεις ένταξης, η χώρα υπογράφει σύμβαση με την UNESCO αναλαμβάνοντας τις υποχρεώσεις της.
Η πολιτιστική μας κληρονομιά είναι συνυφασμένη με την εθνική μας ταυτότητα, είναι κομμάτι της ιστορίας μας, της κουλτούρας μας, της παράδοσής μας και της συλλογικής μας μνήμης. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Επιπροσθέτως είναι το όχημά μας για την ανάπτυξη. Είναι περιουσία των παιδιών μας και οφείλουμε να την μεταβιβάσουμε ακέραιη και ανόθευτη.
Ο οργανισμός της UNESCO είναι αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια. Μέσω του διεθνούς του χαρακτήρα προστατεύουμε και εξασφαλίζουμε την βιώσιμη ανάπτυξη του πολιτιστικού μας πλούτου και την ίδια ώρα γινόμαστε κοινωνοί του πολιτιστικού αγαθού άλλων λαών συνθέτοντας έτσι το ψηφιδωτό της παγκόσμιας πολιτιστικής ιστορίας της ανθρωπότητας.
[1] Οι πηγές χρηματοδότησης της UNESCO προέρχονται: α) από το Ταμείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, δηλ. από τις υποχρεωτικές εισφορές των κρατών-μελών της UNESCO, β) τις χορηγίες, γ) τα έσοδα από τις πωλήσεις εκδόσεων σχετικά με την πολιτιστική κληρονομιά και δ) τις εισφορές κρατών για συγκεκριμένο σκοπό.
[2] Είναι γνωστή η ιστορία του Ύπατου Αρμοστή της «αιματοβαμμένης» Κύπρου που αντί να παρέχει προστασία στα πολιτιστικά αγαθά τα οποία «εγκλωβίστηκαν» στην κατεχόμενη βορειανατολική πλευρά του νησιού έκανε εμπόριο ξεπουλώντας σε συλλέκτες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης τον βυζαντινό πλούτο (μέχρι και ψηφιδωτά από τον επιτοίχιο διάκοσμο του Ναού) της Ι.Μ. Παναγίας της Κανακαριάς. Το παράδειγμα αυτό αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία του οργανισμού καθώς όπως χαρακτηριστικά λέει ο θυμόσοφος λαός μας: «βάλανε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα».