Σασιρεύω είναι το ρήμα, και σύμφωνα με το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, προέρχεται από το τουρκικό şaşırmak και έχει τις εξής σημασίες:
1) Κάνω λάθος, τα χάνω (σασιρεύω την στράταν = κάνω λάθος στο δρόμο).
2) Φέρνω κάποιον σε αμηχανία, τον κάνω να τα χάσει, να κάνει λάθος.
Σασιρεμένος (θ. σασιρεμέντσα), λοιπόν, είναι εκείνος που α) βρίσκεται σε αμηχανία, β) τα έχει χαμένα, δεν ξέρει τι του γίνεται. Όπως λέει και το τραγούδι:
Αποπουρνού ώσνα βραδύν’ λάσκουμαι πεινασμένος
και τον λιμόν ξάι ’κ’ εγροικώ, είμαι σασιρεμένος.