Αυστηρή αργία στα σπίτια των Ποντίων την ημέρα της Υπαπαντής, τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας, όπως λέγεται στην ποντιακή διάλεκτο. Έτσι στις 2 Φεβρουαρίου, ημέρα που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες άρχιζε το ζευγάρωμα των πουλιών, αλίμονο σε εκείνον που δούλευε, καθώς ούτε η λέπρα θα τον άφηνε, ούτε η ανέχεια, σύμφωνα με την παροιμία (αϊλί εκείνον π’ έκαμεν τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας. Μήτε η τζέπρα αφήν’ ατόν μήτε ανεχετία).
Στα σημερινά Κοτύωρα, τη σύγχρονη Ορντού των Τούρκων, εξακολουθεί να δεσπόζει ο ναός που ήταν αφιερωμένος στην Υπαπαντή και που πλέον χρησιμοποιείται ως πολιτιστικό κέντρο.
Η ελληνική πλευρά της πόλης ήταν χωρισμένη σε δύο κύριες συνοικίες με βάση την εκκλησία που υπήρχε: της Υπαπαντής (ή της Παναγίας ή το Πέραν τη μαχαλάν), και του Αγίου Γεωργίου (ή τοι Τσαϊρί τη μαχαλάν). Αργότερα, μετά το 1870, δημιουργήθηκε και η τρίτη συνοικία του Αγίου Νικολάου (Πιλπίλ Ντερέ ή Ποχλού Ντερέ), απ’ όσους εγκαταστάθηκαν από πόλεις και χωριά της Χαλδίας.
Στις αρχές του 20ού αι. τα Κοτύωρα είχαν περίπου 12.000 κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί τουλάχιστον ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι και Αρμένιοι. Οι ελληνικές συνοικίες βρίσκονταν στην παραλιακή ζώνη, ενώ η τουρκική και η αρμενική στο εσωτερικό.
Σύμφωνα με άρθρο του Ι. Σαλτσή στην Ποντιακή Εστία, μέχρι να ολοκληρωθεί ο ναός της Υπαπαντής οι ενορίτες εκκλησιάζονταν σε μια πιο φτωχική εκκλησία που είχε χτιστεί πρόχειρα απ’ όσους είχαν εγκατασταθεί το 1765 από την Αργυρούπολη και την περιφέρειά της.
Επιβλητική σε εμφάνιση με τις πελεκητές πέτρες των τοίχων, η Υπαπαντή είχε και πανύψηλο μαντρότοιχο που περιλάμβανε τον αυλόγυρο της Ψωμιάδειου Σχολής, η οποία χτίστηκε την περίοδο 1870-73 με δαπάνες του Κώστα Σ. Ψωμιάδη. Η σχολή λειτουργούσε ως ημιγυμνάσιο (είχε 9 τάξεις) και οι μαθητές διδάσκονταν τόσο τα τυπικά μαθήματα όσο και διάφορες πρακτικές γνώσεις.
Η ανέγερση, με βάση το σχέδιο του ναού της Αγίας Τριάδος της Αμισού, ξεκίνησε το 1885. Χρειάστηκαν αλλεπάλληλοι έρανοι αλλά και προσωπική εργασία για να γίνει αποπεράτωση, το 1902 ή το 1903.
«Θυμάμαι σαν σήμερα τον γιγαντόσωμο άντρα, τον Τάσο Καπαλού, που μετέφερε τις Κυριακές και γιορτές απ’ το τελωνείο στην πλάτη του, ως προσωπική προσφορά εργασίας, βαρύτατες πλάκες από μαλακές πελεκητές πέτρες της Οινόης για το στρώσιμο το δαπέδου της εκκλησίας» έγραφε ο Ι. Σαλτσής.
Ο ίδιος πρόσθετε ότι στην εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου εντοιχίστηκε ένας δικέφαλος αετός, σκαλιστός πάνω σε μαλακή πέτρα. Το σύμβολο αυτό το κατέστρεψε ένας Τούρκος φαρμακοποιός που εγκαταστάθηκε στα Κοτύωρα το 1905, πιθανότατα από τη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα για να μπορέσει να τον φτάσει παρήγγειλε ειδική ξύλινη σκάλα σκάλα.
Σύμφωνα με το άρθρο στην Ποντιακή Εστία, «δημόσια συζήτηση δεν επακολούθησε μεταξύ των Τούρκων συμπολιτών. Οι Ρωμιοί τρομαγμένοι δέχτηκαν την ιεροσυλία. Την εξέλαβαν ως μια θαμπή, όχι ξεκάθαρη, αόριστη απειλή, της οποίας τα επακόλουθα δεν μπορούσαν να προκαθορίσουν. […] Τις λεπτομέρειες της συντριβής του δικέφαλου αετού (την αρχή των ωδίνων) τις αφηγήθηκε στον συγγραφέα του παρόντος άρθρου Ι. Σαλτσή ο συμπατριώτης του Παναγιώτης Φυτανίδης, 86 ετών τότε, που εργάστηκε ως χτίστης στην ανέγερση του ναού της Υπαπαντής, ήδη κάτοικος Θεσσαλονίκης, οδός Λόϋδ Τζώρτζ, αρ. 25».