Του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού κοντάκιο «Εις τον άσωτον υιόν» με ακροστιχίδα: «δέησις και ταύτη η Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ε’. »Τον είδα στην κατάντια του, έτσι που ήτανε γυμνός, και δεν μου πάει η καρδιά γι’ αυτόν ν’ αδιαφορήσω.
»Πώς να τ’ αντέξω; Δεν μπορώ να βλέπω να ’ναι έτσι το Θείο δημιούργημα, που κατά την εικόνα μου το έπλασα ο ίδιος.
»Ο ευτελισμός του σπλάγχνου μου είν’ και ντροπή δική μου,
»μα όταν αυτό λαμπρύνεται, τότε κι εγώ δοξάζομαι – έτσι το εκλαμβάνω.
»Σπεύστε, λοιπόν, όλοι εσείς που είστε στη δούλεψή μου και θέλετε να λέγεστε προσωπικό δικό μου,
»κάντε τον πάλι έμορφο απ’ την κορφή ως τα νύχια – δεν είναι κάτι πάνω του που δεν το αγαπάω.
»Έτσι, κατά την κρίση μου απαράδεκτο το βρίσκω, να φαίνεται
»ατημέλητος κι αφρόντιστος τελείως,
»αυτός που πρόστρεξε σ’ εμέ γνήσια μετανιωμένος
»και που γι’ αυτό αξιώθηκε συγχώρεση να πάρει.
»Με τη στολή της χάριτος ντύστε τον τώρα πάλι· κάντε ό,τι σας προστάζω
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης.
ϛ’. »Γιατί έτσι του πρέπει, να ξαναγίν’ εικόνα σεβάσμια, εμβληματική μέσα στην κτίση όλη.
»Γι’ αυτό κι εσείς στολίστε του το χέρι με στολίδι· στο δάχτυλο περάστε του ωραίο δακτυλίδι,
»καθώς αρραβωνιάζεται τη Μία, την Αχώριστη, την Άγια μας Τριάδα.
»Καθώς προσέτρεξε σ’ Αυτήν, τώρα θα τον φυλάγει.
»Κι όπως θα ’χει στο χέρι του τ’ ωραίο δαχτυλίδι μ’ αυτόν το σφραγιδόλιθο,
»από μακριά θα φαίνεται πως γιος δικός μου είναι, πως είναι γιος του Βασιλιά του Κύριου των πάντων.
»Μα κι οι εχθροί θα ξέρουνε με ποιον έχουν να κάνουν·
»θα ’ναι στην όψη φοβερός για όλους τους δαιμόνους,
»και για τον υπερφίαλο τον διάολο τον ίδιο,
»θα είναι τόσο σκιαχτικός που δεν θα το τολμήσει να πάει ξανά από κοντά, ούτε θα τον αγγίζει.
»Ούτε λεπτό δεν στέκεται σαν βλέπει τη σφραγίδα που την δωρίζω μόνο εγώ,
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης.
ζ’. »Κι αν πεις και για τα πόδια του, κι αυτά θα τ’ ασφαλίσω.
»Ούτε κι αυτά δεν θα ’θελα ακάλυπτα να μείνουν· υπάρχει πρόνοια και σ’ αυτό.
»Βάλτε του υποδήματα· γρήγορα! μην αφήνετε ξυπόλητο τον γιο μου.
»Το δόλιο εκείνο ερπετό, το φίδι το πανούργο δεν θα ξανάβρει
»ακάλυπτη την πτέρνα του παιδιού μου να χύσει με δαγκωματιά
»τ’ άσχημο δηλητήριο της μαύρης του κακίας· έτσι θέλ’ ο παμπόνηρος να βλάψει το παιδί μου σαν ήσυχο κι ανύποπτο ξυπόλητο βαδίζει.
»Στον γιο μου δίνω μόνο εγώ τη δύναμη που πρέπει,
»για να μην είν’ αδύναμος· με τη δική μου Χάρη τον δράκοντα τον φοβερό να τον πατάει χάμω.
»Κι άφοβα να καταπατεί οχιά και βασιλίσκο,
»σαν περπατά στη διαδρομή που πάει για τον Παράδεισο που του ’χω ετοιμάσει
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης.
η’. »Γι’ αυτόν λοιπόν, που έπεσε και τώρα μετανιώνει, όπως σας είπα και πιο πριν θυσία κάντε τώρα·
»σφάξτε μοσχάρι καθαρό, αμόλυντο, παρθένο – ξέρετε δα ποιον εννοώ: τον Γιο, λέω, της Παρθένου.
»Αυτόν που δεν δουλώθηκε ποτέ Του απ’ τα πάθη· της αμαρτίας τον ζυγό δεν ξέρει ο τράχηλός Του.
»Αυτόν που οικειοθελώς και πρόθυμα αφήνει να Τον τραβάνε να Τον παν εκεί που Τον πηγαίνουν.
»Δεν αντιδρά ποτέ Αυτός, δεν κάνει ανταρσία, καθώς αυτοί Τον σέρνουνε και παν για τη θυσία.
»Εκούσια Αυτός προχωρά και σκύβει το κεφάλι, κι ακολουθεί τους θύτες Του που βιάζονται για αίμα.
»Άντε, λοιπόν, και σύρτε Τον, θυσιάστε τον Ζωοδότη,
»Αυτός κι αν θυσιάζεται, θάνατο δεν γνωρίζει,
»κι όλους στον Άδη τους νεκρούς μπορεί και ζωντανεύει.
»Ας φάμε απ’ τη θυσία αυτή, μέσα μας να ευφρανθούμε.
»Νεκρός ήταν και τώρα ζει, όπως σας είπα ο γιος μου· ο ίδιος μου του έδωσα πλούσια το έλεός μου,
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης.
θ’. »Τώρα καλοί μου Ιερείς, εσείς πιστοί μου δούλοι, θυσιάστε το μοσχάρι αυτό
»και δώστε όλοι να φάνε, όσοι υπάρχουν άξιοι στο Δείπνο μου να κάτσουν.
»Άσπιλος μόσχος και αγνός, και σ’ όλα πεντακάθαρος – απ’ όλες τις απόψεις.
»Μόσχος που τράφηκε απ’ τη γη π’ ο Ίδιος είχε πλάσει· βόσκησε σε μοναδικό λιβάδι ωραίο, χλοερό, που βλάστησε υπερφυσικά χωρίς να πέσει σπόρος.
»Δώστε από πάνω σ’ όλους τους ποτό ακριβό να πιούνε,
»απ’ την πλευρά Του ανάβλυσε αίμα μαζί και ύδωρ, να πιούνε όσοι πιστεύουνε Αυτόν για Κύριό τους.
»Οι πάντες πάντα, το λοιπόν, να έχετε να τρώτε· φάτε παιδιά μου απ’ Αυτόν,
»όσο κι αν διαμελίζεται, ακέραιος παραμένει.
»Κομμάτια σ’ όλους δίνεται, αδιαίρετος διαμένει· τι κι αν καταναλώνεται; Δεν σώνεται ποτέ του.
»Τους πάντες και αιώνια μπορεί να μας χορταίνει,
»αφού πανάγια έγινε για όλους αμβροσία, κι απ’ τη φιλανθρωπία Του προσφέρεται σε όλους,
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης».
ι’. Κι όπως λοιπόν δειπνούσανε μαζί οι καλεσμένοι,
ξεχείλισε το μέσα τους χαρά και ευφροσύνη και πιάσανε να ψέλνουνε όλοι έναν ύμνο Θείο.
Απ’ όλους τους παρόντες, έκανε πρώτος την αρχή του ύμνου ο Πατέρας:
«Γευτείτε», είπε, «μόνοι σας και διαπιστώστε οι ίδιοι πως ο Χριστός είμαι εγώ».
Κι αμέσως τη συνέχεια έπιασε ο Ψαλμωδός μας,
παίζοντας την κιθάρα του γλυκά άρχισε να ψέλνει:
«Σπεύσατε να προσφέρετε θυσίες όλοι αμόλυντες, καθ’ όλα ευλογημένες,
»κι ελάτε αποθέστε τις πά’ στο θυσιαστήριο ετούτο το Πανάγιο.
»Θέστε τον μόσχο πάνω εδώ, ευχαριστώντας τον Θεό».
Κι ύστερα απ’ τον Ψαλμωδό πήρε σειρά ο Παύλος, κι υμνεί με δυνατή φωνή και λέει αυτά τα λόγια:
«Στο Πάσχα που γιορτάζουμε, στο Πάσχα το δικό μας, τώρα είναι που θυσιάζεται ο Ιησούς μας ο Χριστός μας,
»ο των αιώνων Κύριος, των χρόνων ο Δεσπότης».